Σας ευχαριστώ θερμά για την πολύ ζεστή υποδοχή. Είναι μεγάλη τιμή να βρίσκομαι σήμερα στο Thessaloniki Summit, όχι μόνο γιατί ως Υπουργός Εξωτερικών οφείλω να βρίσκομαι εδώ, σε μια συνάθροιση των φίλων από τα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά κυρίως επειδή η Ελλάδα είναι μια προηγμένη χώρα, η οποία έχει αγκαλιάσει το εγχείρημα της ενσωμάτωσης των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή οικογένεια περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Και για τον λόγο αυτό θέλω και ουσιαστικά και συμβολικά να αναδείξω το ότι εμείς θα βρισκόμαστε πάντοτε εδώ για να υποστηρίζουμε τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων να βρουν τον φυσικό τους δρόμο, τον δρόμο αυτό που πρωτοάνοιξε το 2003 εδώ, στη φιλόξενη πόλη της Θεσσαλονίκης, με την ατζέντα της Θεσσαλονίκης. Και σήμερα, 20 χρόνια μετά, η πορεία αυτή συνεχίζει με την ίδια πειθώ, ίσως με μικρότερη ταχύτητα από εκείνη που θα επιθυμούσαμε όλοι, αλλά σίγουρα με μια μεγάλη ζέση, την οποία θέλουμε να αναδείξουμε, να επισπεύσουμε και να διαμορφώσουμε τις συνθήκες εκείνες έτσι ώστε να τρέξει πολύ πιο γρήγορα η διαδικασία αυτή.
Στο πλαίσιο αυτό, θέλω να ευχαριστήσω θερμά και τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Ελλάδος και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών για την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση να βρίσκομαι, σήμερα, ανάμεσα σας. Εξάλλου, από το 2016, το Thessaloniki Summit έχει καταστεί ένας θεσμός για την πόλη και έχει καταστεί και ένα φόρουμ, στο οποίο μπορούν να αναπτύσσονται πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής, αλλά, από την άλλη πλευρά, να συναθροίζονται και προσωπικότητες διεθνούς βεληνεκούς, να αναδεικνύουν τα μεγάλα ζητήματα της εποχής, να βλέπουν λίγο πιο μπροστά από τα καθημερινά και να προσπαθούν να διαμορφώσουν πολιτικές προοπτικές σε δύσκολους καιρούς. Και βέβαια, δεν θα μπορούσε να είναι άλλο φόρουμ παρά μόνο η Θεσσαλονίκη, που θα υποδεχόταν αυτή τη συγκεκριμένη συνάθροιση που αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, ακριβώς διότι είναι η Θεσσαλονίκη που αποτελεί τον κόμβο για τα Δυτικά Βαλκάνια. Έχουμε, και ως Κυβέρνηση και ως ελληνική Πολιτεία, αποδώσει μεγάλη έμφαση στη Θεσσαλονίκη, την οποία οραματιζόμαστε όχι απλώς στον ρόλο ενός κομβικού παίκτη στην ευρύτερη περιοχή, αλλά περισσότερο ως μια έδρα επισπεύδουσα για όλες τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε αυτό που πρώτα από όλα μου έκανε εντύπωση, που είναι ο τίτλος της εκδήλωσης αυτής, από τον οποίο συγκρατώ τρία σημεία. Τα δύο σημεία έχουν να κάνουν με τη συνέχεια, την οποία οφείλει να έχει η ενταξιακή διαδικασία των Δυτικών Βαλκανίων, και ένα στοιχείο, το οποίο είναι περισσότερο στοιχείο αναστοχασμού στην παρούσα φάση. Τα δύο στοιχεία της συνέχειας είναι το σταθερό ενδιαφέρον μας για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Όχι επειδή είναι η δική μας γειτονιά. Και πάντοτε στη γειτονιά φροντίζεις να υπάρχει ησυχία έτσι ώστε να οδηγούμαστε σε μία ευημερία των λαών, κυρίως διότι θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρχουν σταθεροί στόχοι. Και οι σταθεροί στόχοι συνδέονται άρρηκτα με μία κοινή πορεία, η οποία θα στηρίζεται σε αξίες, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μία ένωση αξιών. Ο αναστοχασμός, το τρίτο στοιχείο, έχει να κάνει κυρίως με τους καιρούς, με τη συγκυρία.
Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι δεν είναι η καλύτερη περίοδος για την Ευρώπη, ούτε για την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι μία περίοδος πολύ μεγάλης ρευστότητας. Είναι μία περίοδος όπου ο αναθεωρητισμός τείνει να καταστεί κανονικότητα. Και η πρόκληση αυτή θα πρέπει να τύχει διαχείρισης από όλους μας και, κυρίως, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ομόθυμα από τις χώρες που έχουν αυτές ακριβώς τις κοινές καταβολές, τις κοινές ρίζες, την κοινή ιδεολογία, για να μπορέσουμε να πορευτούμε από κοινού. Δεν είναι μια γραμμική πορεία αυτή, η οποία αναπτύσσεται στην ευρύτερη περιοχή μας. Αν λάβουμε υπ’ όψιν όλες τις μεγάλες προκλήσεις, θα διαπιστώσουμε ότι δεν πρόκειται για γραμμική, αλλά για ασύμμετρη πορεία. Αν σκεφτούμε όχι μόνο τον αναθεωρητισμό αλλά και την επιθετικότητα που σήμερα βιώνουμε σε περισσότερες περιοχές της ευρύτερης γειτονιάς μας, όπως είναι η Μέση Ανατολή, όπως είναι η Ουκρανία, όπως είναι ο νότιος Καύκασος.
Είναι και η ευρύτερη λογική του αναθεωρητισμού, η κλιματική κρίση, οι κρίσεις της δημόσιας υγείας, η μετανάστευση αλλά και η επισιτιστική κρίση, επέκεινα όλων των προηγούμενων και, ιδιαιτέρως, των πολέμων που αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή μας. Γι’ αυτό τον λόγο περισσότερο από ποτέ αισθάνομαι, και το λέω αυτό μετά λόγου γνώσεως, ως έχων την τύχη αυτή τη στιγμή να ηγούμαι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ότι θα πρέπει όλες οι χώρες να υιοθετούν μία εξωτερική πολιτική αρχών. Δεν πρέπει η διπλωματία να ασκείται, κατά την άποψή μου, ούτε συγκυριακά, ούτε συναλλακτικά. Θα πρέπει να στηρίζεται σε αρχές και αξίες. Οι αρχές του ορθού λόγου και της ηθικής πρέπει να πρυτανεύουν. Δεν μπορούν να υπάρχουν διαφορετικά μέτρα και σταθμά, τα οποία θα χρησιμοποιούνται για τις διαφορετικές κρίσεις.
Αντιθέτως, θα πρέπει να υπάρχει μια λογική ίσης αντιμετώπισης όλων των περιπτώσεων υπό μία αριστοτελική εκδοχή, έτσι ώστε να αποκτά η εξωτερική πολιτική και πολύ μεγαλύτερη συνέπεια και ειλικρίνεια. Και νομίζω ότι εν τέλει, αυτό το οποίο πρωτίστως επιβραβεύεται, είναι ακριβώς η συνέπεια στην αρχή, στον κανόνα. Για το λόγο αυτό, η ελληνική εξωτερική πολιτική, στηρίζεται πάντοτε σε αξίες, όπως είναι η πιστή εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, που απαγορεύει οποιονδήποτε αναθεωρητισμό, οποιαδήποτε επιθετικότητα, οποιαδήποτε αλλαγή συνόρων.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική στηρίζεται στον σεβασμό της ανεξαρτησίας και της αρχής της εδαφικής ακεραιότητας, στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, στην προώθηση της ευημερίας των πολιτών και, βεβαίως, στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους Δικαίου. Αυτές, εξάλλου, ήταν οι αρχές οι οποίες 20 χρόνια πριν, το 2003, οδήγησαν σε αυτήν εδώ την πόλη, στη Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης, η οποία άνοιξε τον δρόμο για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η Διακήρυξη, σε μία πολύ δύσκολη εποχή, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα, ότι το μέλλον των Βαλκανίων βρίσκεται στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με τον τρόπο αυτό, η Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης ήρθε ακριβώς να διασφαλίσει περισσότερο από όλα μια αρχιτεκτονική ασφαλείας των Δυτικών Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής. Μιας περιοχής, η οποία όλοι γνωρίζουμε, όσοι έχουμε ασχοληθεί λίγο με την ιστορία, ότι πρόκειται για μια περιοχή, η οποία έχει ταλανιστεί διαχρονικά από μεγάλους πολέμους, συρράξεις, εμφυλίους πολέμους, μεγάλες ανακατατάξεις, ρευστότητα και μία απολύτως ασύμμετρη ιστορική πορεία.
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική εξωτερική πολιτική στήριξε την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Συμβάλαμε καθοριστικά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων. Και, βέβαια, στηρίζουμε την ενταξιακή τους πορεία.
Η συζήτηση για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια οφείλει ασφαλώς να λαμβάνει υπ’ όψιν και τις επίκαιρες συνθήκες. Οι πόλεμοι της γειτονιάς μας δεν είναι απλές συρράξεις αλλά αλλάζουν, εν πολλοίς, και το ίδιο το παράδειγμα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η ευρωπαϊκή οικογένεια. Οι ευρωπαϊκές κοινότητες στη δεκαετία του 1950 ξεκίνησαν πράγματι ως μία συνθήκη ειρήνης, για να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε ένα ειρηνικό μέλλον σε έναν ταλανιζόμενο χώρο, όπως ήταν η Ευρώπη μεταπολεμικά.
Εντούτοις, στην πορεία πήγαμε σε πολύ βαθύτερη ένωση, δηλαδή στην οικονομική, τη νομισματική, την πολιτική ένωση. Σήμερα, όμως, νομίζω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ίσως και κάτι περισσότερο από αυτό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μία ένωση αξιών και καταλαβαίνω συχνά το πόσο δύσκολο είναι για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων να βλέπουν αυτή τη μακρά πορεία, τον μακρύ δρόμο προς την ευρωπαϊκή οικογένεια. Εντούτοις, η πραγματικότητα είναι ότι θα πρέπει -όσο το δυνατόν περισσότερο- να παραμένουμε στην πολιτική θέση ότι η ευρωπαϊκή οικογένεια θα πρέπει να ενσωματώσει τα Δυτικά Βαλκάνια. Αλλά, από την άλλη πλευρά, ότι θα πρέπει να έχουμε και την ικανοποίηση των όρων που απαιτούνται για μία Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα είναι ισχυρή, ανθεκτική, χωρίς αποκλεισμούς.
Αλλά και μία Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα αναζωογονηθεί. Διότι η πραγματικότητα είναι ότι συχνά λέμε ότι υπάρχει μία κόπωση, και το άκουσα πολλές φορές να λέγεται σήμερα, από την προενταξιακή, την ενταξιακή διαδικασία των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων. Αλλά, από την άλλη πλευρά, υπάρχει και μία κόπωση και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μερικές φορές και η αναζωογόνηση είναι αναγκαία. Και η αναζωογόνηση αυτή, τις περισσότερες φορές, έρχεται με ένα νέο νόημα που προσδίδουν νέοι παίκτες, τα νέα ζωτικά όργανα, τα οποία εντάσσονται. Για τον λόγο αυτό νομίζω ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να έχουμε έναν ορατό ορίζοντα ολοκλήρωσης των ενταξιακών διαδικασιών, να αφήσουμε πίσω μας τη στασιμότητα ή την πολυετή αναμονή και να δημιουργήσουμε έναν ορατό ορίζοντα για την ένταξη.
Περισσότερο και από την κόπωση αισθάνομαι ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα θα μπορούσε να είναι η αποκαρδίωση, η απογοήτευση των νεότερων γενεών απέναντι στο Ευρωπαϊκό όραμα. Διότι εκείνο, το οποίο δεν πρέπει να χαθεί, είναι, νομίζω, η πίστη των νεότερων γενεών ότι η ευρωπαϊκή οικογένεια είναι το πραγματικό σπίτι όλων των ευρωπαϊκών κρατών που μοιράζονται αυτού του τύπου τις σημαντικές ιδεολογικές καταβολές. Εμείς διαρκώς φροντίζουμε να είμαστε παρόντες σε κάθε συζήτηση δημιουργικά, παραγωγικά σε σχέση με την ενταξιακή πορεία των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων. Πέρα από την πρόσκληση του Πρωθυπουργού, στις 21 Αυγούστου, στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και στην Ουκρανία και τη Μολδαβία, που νομίζω ότι ανασηματοδότησε την πορεία των κρατών αυτών στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Σε πολλές περιπτώσεις, εγώ ο ίδιος προσπαθώ όσο το δυνατόν περισσότερο να φανώ πολιτικά δημιουργικός. Την περασμένη εβδομάδα είχαμε Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Υποθέσεων - και μολονότι το θέμα της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων δεν ήταν μέσα στην ατζέντα του Συμβουλίου - είχαμε δύο άτυπες συνεδριάσεις, οι οποίες ασχολήθηκαν ακριβώς με τα ζητήματα των προενταξιακών διαδικασιών και αναδείχθηκε και η ανάγκη στενής συνεργασίας, η ανάγκη να αναζωογονηθεί το momentum στις διαπραγματεύσεις, αλλά και να δοθεί μια βάσιμη ορατότητα σε σχέση με την ενταξιακή πορεία. Ιδιαιτέρως αναφερθήκαμε, και εγώ προσωπικά, στα θέματα της ενίσχυσης των δικτύων μεταφοράς ενέργειας και στα θέματα της κυβερνοασφάλειας.
Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι θα πρέπει από κοινού να υπάρχει μια προτεραιοποίηση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, έτσι ώστε να είναι σαφής και ο κατάλογος εκείνος των προαπαιτούμενων.
Όλοι γνωρίζουμε, και ιδιαιτέρως οι αγαπητοί φίλοι που σήμερα εκπροσωπούν τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, ότι υφίστανται αρχές και κριτήρια, υφίσταται η δίκαιη και αυστηρή αιρεσιμότητα που αποτελεί απαίτηση του δικαίου της Ε.Ε., και βεβαίως η αξιολόγηση επί τη βάσει των ιδίων επιδόσεων.
Η αλήθεια είναι ότι τα κριτήρια αυτά σε πολλές περιπτώσεις καθίστανται ιδιαίτερα τεχνικά. Η πολιτική βούληση για να υπάρξει επίσπευση των διαδικασιών για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων είναι δεδομένο ότι υπάρχει και θα πρέπει να αναζωογονηθεί. Τα τεχνικά κριτήρια θα πρέπει πολλές φορές να ορώνται υπό το φως και της πολιτικής αυτής βούλησης. Βεβαίως, θα πρέπει να παρέχεται η σχετική τεχνογνωσία, όπου αυτό είναι απαιτούμενο. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι θα πρέπει να έχουμε μια όσο το δυνατόν ωφέλιμη αλληλεπίδραση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων για να έχουμε αυτή την προσαρμογή.
Θα ήθελα ιδιαιτέρως να αναφερθώ στο ζήτημα της κοινότητας αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κοινότητα αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σήμερα αποδίδει πολύ μεγαλύτερη έμφαση σε σχέση με τις δεκαετίες του ’50, του ’60 ή του ’70 στους θεσμούς έναντι της οικονομίας. Θα ήταν αδιανόητο τη δεκαετία του ’50, στις ιδρυτικές συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να συζητάμε για θέματα, τα οποία ανήκουν στο σκληρό πυρήνα του κράτους, όπως είναι η δημοκρατία, το κράτος Δικαίου, ο σεβασμός των πολιτικών δικαιωμάτων, θέματα τα οποία παραδοσιακά ανήκουν στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών. Σήμερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο σεβασμός στη δημοκρατία και στο κράτος Δικαίου αποτελεί μία απόλυτη προϋπόθεση, έτσι ώστε οποιοδήποτε κράτος-μέλος να μπορεί να λειτουργεί εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας. Όχι μόνο για τα κράτη, τα οποία βρίσκονται σε προενταξιακή διαδικασία, αλλά ακόμη και για τα κράτη, τα οποία βρίσκονται εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας που το πρωτογενές Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει να τηρούν τις αρχές και τους κανόνες της δημοκρατίας και του κράτους Δικαίου, αλλιώς επισύρονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις.
Για τον λόγο αυτό είναι προφανές ότι και εμείς ως Ελλάδα καλούμε τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων να ενσωματώσουν το δημοκρατικό κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι ώστε να μπορούμε από κοινού να προχωρούμε.
Ιδιαίτερα θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ στο ζήτημα των σχέσεών μας με την Αλβανία, με αναφορά στο ζήτημα της προσωρινής κράτησης του εκλεγμένου δημάρχου, Φρέντι Μπελέρη, ο οποίος βρίσκεται ήδη στο καθεστώς αυτό από τον Μάιο, δύο ημέρες πριν από τις εκλογές των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στην Αλβανία, τον περασμένο Μάιο, και ο οποίος αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη φυλακή. Με κάθε σεβασμό προς την εσωτερική έννομη τάξη της Αλβανίας, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε το αυτονόητο, το οποίο δεν έχει να κάνει ούτε με τη δικαστική ανεξαρτησία και δεν έχει να κάνει ούτε με τις εσωτερικές δικαστικές διαδικασίες της γειτονικής χώρας. Ζήτησε να υπάρξει η ορκωμοσία του εκλεγμένου δημάρχου κατά τρόπον ώστε η πολιτική βούληση που εκφράστηκε στις εκλογές του Μαΐου να αποτυπωθεί και στην πολιτική πράξη. Δεν πρόκειται ούτε για δικαστική ενέργεια και δεν πρόκειται ούτε για την οποιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση. Πρόκειται για μια διοικητική πράξη, η οποία θα πρέπει να συντελεστεί και είναι ο οφειλόμενος σεβασμός στα πολιτικά δικαιώματα και στο κράτος Δικαίου. Εγώ, προσωπικά, ανέλαβα να ενημερώσω και τους ομολόγους μου των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και σε πολλές περιπτώσεις είχα την ευκαιρία να μιλήσω και με τους αντιπροσώπους της αλβανικής κυβέρνησης στο υψηλότερο επίπεδο για να εκφράσω τη θέση αυτή της ελληνικής κυβέρνησης. Είναι προφανές ότι στη Δημοκρατία δεν χωρούν εκπτώσεις.
Θα ήθελα να καταλήξω με ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία έχουν νομίζω μια ιδιαίτερη αξία στη σημερινή δύσκολη και ρευστή εποχή. Διότι συζητάμε για μια κοινότητα αξιών, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν οι αξίες κλονίζονται, όταν οι βεβαιότητες βρίσκονται σε διακύβευση, όταν πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να κάνεις την οποιαδήποτε προοπτική διερεύνηση των πραγμάτων, διότι δεν γνωρίζεις τα δεδομένα όπως θα έρθουν.
Χρειαζόμαστε συνέπεια. Χρειαζόμαστε ειλικρίνεια και χρειαζόμαστε κοινή προσέγγιση στα θεμελιώδη.
Έχουμε επίγνωση της ανάγκης για μια διαρκή επικαιροποίηση σε ό,τι αφορά την προσέγγισή μας για την επίτευξη των σταθερών στόχων για την ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η βάση μας οφείλει να παραμένει η Διακήρυξη Θεσσαλονίκης του 2003. Παραμένουμε πιστοί και προσηλωμένοι στις αρχές αυτές. Η Ελλάδα θα παραμείνει ένθερμη υποστηρίκτρια της ενσωμάτωσης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Είναι το αμοιβαία ωφέλιμο, το ιστορικά αναγκαίο.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η πραγμάτωση των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν μπορεί να συνεχίσουμε να απογοητεύουμε τους λαούς θέτοντας προσκόμματα. Θα πρέπει και η ΕΕ να αναδείξει με πιο ισχυρά μέσα την πολιτική βούληση για την ενσωμάτωση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια και, αντιστοίχως, τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων να προσεταιριστούν στα τεχνικά μέρη το ευρωπαϊκό κεκτημένο και με τον τρόπο αυτό να καταλήξουμε σε μία Ευρώπη, η οποία θα είναι όπως ακριβώς τα κράτη αυτά την επιδιώκουν, μία Ευρώπη ευημερίας των λαών, καλής συνεργασίας, ηρεμίας και καταλλαγής.
Θα ήθελα να τελειώσω με μία πρόταση από την Διακήρυξη των Αθηνών της 21ης Αυγούστου του 2023:
«Οφείλουμε να θέσουμε ένα τολμηρό και φιλόδοξο τελικό στόχο, ο οποίος θα είναι οδηγός, έμπνευση και πλαίσιο δράσης μας».
Προς την κατεύθυνση αυτή θα συνεχίσουμε να λειτουργούμε με πίστη, με σθένος και με την προσδοκία ότι σε ορθό χρόνο η ευρωπαϊκή οικογένεια θα μεγαλώσει και θα αναζωογονηθεί. Και πάντοτε, στο πλαίσιο αυτό, η Θεσσαλονίκη θα είναι η πόλη που θα μας ενώνει.
Σας ευχαριστώ πολύ.
22 Νοεμβρίου, 2023