Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Διεθνών Σχέσεων Μόσχας, (13.06.2018)

Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, στο Κρατικό Iνστιτούτο Διεθνών Σχέσεων Μόσχας, (13.06.2018)«Ελλάδα - Ένας σταθερός εταίρος σε μία ασταθή περιοχή»

Είναι πολύ ωραίο να βρίσκεται κανείς στην όμορφη Μόσχα, σε αυτό το χρονικό διάστημα. Είναι επίσης ιδιαίτερη τιμή για μένα η πρόσκληση εδώ στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Διεθνών Σχέσεων Μόσχας (MGIMO), καθώς και η αναγόρευσή μου ως επίτιμου διδάκτορα που αποτελεί διπλή χαρά: και λόγω της ιδιότητάς μου ως Υπουργού Εξωτερικών, αλλά και ως Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιά για Διεθνείς Σχέσεις και Εξωτερική Πολιτική. Του Πειραιά, ενός Πανεπιστημίου που έχει ειδικές, φιλικές σχέσεις συνεργασίας με το δικό σας Πανεπιστήμιο.

Σας ευχαριστώ θερμά, για το ενδιαφέρον σας για την Ελλάδα και την εξωτερική της πολιτική. Για τη δυνατότητα που μου δίνετε να σας παρουσιάσω τα κύρια σημεία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή εκδηλώνεται σήμερα στην ευρύτερη περιοχή μας, εν μέσω σημαντικών διεθνών εξελίξεων.

Α. Ως προς την εξωτερική πολιτική, το πρώτο στοιχείο που οφείλει να λάβει κανείς υπόψη του είναι η γεωπολιτική. Η περιοχή μας, Βαλκάνια, Ανατολική Μεσόγειος, Βόρεια Αφρική αλλάζει:

Η Ελλάδα βρίσκεται στο κέντρο ενός τριγώνου, τριγώνου αστάθειας, όπως συνηθίζω να το αποκαλώ. Στην μία γωνία η Ουκρανία, η οποία τελεί σε βαθιά κρίση, αριστερά κάτω η Λιβύη, όπου τότε διεξαγόταν ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος, και στην κάτω δεξιά γωνία του χάρτη είναι το Ιράκ και η Συρία, με τους γνωστούς πολέμους. Αυτές οι τρεις περιοχές διέρχονται πολύ σοβαρές κρίσεις, αν και διαφορετικού βαθμού και υφής. Εξαιτίας αυτών των κρίσεων, και όχι μόνο, διακυβεύεται η σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.

Όπως σε μία άσκηση ισορροπίας, έτσι και ως προς αυτό το τρίγωνο χρειάζονται εξισορροπητικές κινήσεις από τα μέρη του συστήματος που είναι σε σταθερή κατάσταση. Διαφορετικά, αν αυτά αδρανήσουν, θα συμπαρασυρθούν και αυτά στην αστάθεια και ολόκληρο το σύστημα θα καταρρεύσει.

Β. Ένα δεύτερο στοιχείο που οφείλουμε να πάρουμε υπόψη μας, είναι ότι η Ελλάδα βρέθηκε την τελευταία δεκαετία σε μία από τις πιο βαθιές οικονομικές κρίσεις παγκοσμίως η οποία μάλιστα έχει διαρκέσει περισσότερα χρόνια από την κρίση στη Βόρεια Κορέα (1990-1997) και είχε χειρότερα αποτελέσματα, φυσικά με δεδομένο ότι η δική μας αφετηρία ήταν πολύ καλύτερη.

Σε αυτά τα πλαίσια η εξωτερική πολιτική όφειλε να συνδεθεί άμεσα με το οικονομικό ζήτημα, το πώς, δηλαδή, η εξωτερική πολιτική όχι μόνο δεν θα δημιουργήσει δυσκολίες στην οικονομική πολιτική, αλλά απεναντίας, πώς θα συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο ήταν πώς θα μπορούσε η Ελλάδα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης και εξ αυτού με συρρικνωμένο το διπλωματικό της κεφάλαιο, να διαμορφώσει μία εξωτερική πολιτική ειρήνης, να γίνει ο «δυνατός κρίκος» της σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή άμεση περιοχή της καθώς και στην Ευρώπη συνολικότερα.

Γ. Ένα τρίτο στοιχείο που παίρνουμε υπόψη μας στη διαμόρφωση και προαγωγή της εξωτερικής πολιτικής, είναι οι μεγάλες αλλαγές που επιτελούνται στον κόσμο μας, αγαπημένο μου θέμα, αλλά δεν υπάρχει επάρκεια χρόνου για την ανάλυσή του εδώ. Αναφέρομαι στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, στην δεύτερη εποχή των μηχανών. Στις τεκτονικές γεωπολιτικές αλλαγές, όπου το κέντρο του κόσμου μετακινείται από τη λίμνη του ατλαντικού σε εκείνη του ειρηνικού και από τη δύση στην νοτιοανατολική Ασία.

Δ. Προκειμένου να περιγράψω και αναλύσω την ελληνική εξωτερική πολιτική σε αυτά τα πλαίσια, επιτρέψτε μου να σας την παρουσιάσω μέσω μίας κωδικοποίησής της στηριγμένης σε δώδεκα αρχές της εξωτερικής μας πολιτικής. Αρχές που συνδέονται, στηρίζουν και προωθούνται μέσα από δεκαέξι πρωτοβουλίες και εννέα διεθνείς σχηματισμούς, τους οποίους δημιουργήσαμε στα 3,5 χρόνια που είμαστε στην κυβέρνηση.

Δεν πρόκειται για κάποιο μαξιμαλιστικό σχήμα, αλλά θα δείτε ότι αυτές οι αρχές αφενός διατηρούν την δική τους αυτοτέλεια, ταυτόχρονα όμως συνθέτουν, ως αναπόσπαστα μέρη, ένα συμπαγές πλέγμα στρατηγικής θεώρησης:

Η πρώτη αρχή είναι ότι πρέπει κανείς να ασκεί μία ενεργητική και όχι παθητική εξωτερική πολιτική. Ενεργητική εξωτερική πολιτική σημαίνει το να αναλαμβάνεις πρωτοβουλίες και να μην αναμένεις ότι μέσω της αδράνειας τα προβλήματα θα λυθούν με κάποιον τρόπο. Ή ότι τα θέματα εξωτερικής πολιτικής μπορούν να τίθενται σε εκκρεμότητα. Αυτό που ζήσαμε στην Ελλάδα -πριν η κυβέρνησή μας αναλάβει την εξουσία- ήταν μία διαρκής προσδοκία ότι οι εκκρεμότητες κάποια στιγμή θα λυθούν από μόνες τους και εμείς δεν πρέπει να φύγουμε από μια κατάσταση ακινησίας. Χαρακτηριστικά λέγαμε ως προς το ονοματολογικό πρόβλημα που έχουμε με την πΓΔΜ: «Τι θα γίνει με τα Σκόπια; Δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Θα αντιμετωπίσουν κάποια στιγμή δυσκολίες και τότε θα έρθει και η λύση στο ονοματολογικό. Τι γίνεται με την Αλβανία, με την οποία είχαμε προβλήματα εδώ και 70 ή 100 χρόνια; Θα περιμένουμε και κάποια στιγμή τα προβλήματα θα επιλυθούν ή θα εξαναγκαστεί η Αλβανία να εγκαταλείψει τις θέσεις της».

Αυτή είναι μία πολιτική των προσδοκιών και των ευσεβών πόθων. Είναι μία πολιτική που κατά βάθος κρύβει μία εγωκεντρική και ανταγωνιστική θεώρηση των διεθνών σχέσεων, όπου η αδυναμία του γείτονα δεν αντιμετωπίζεται ως γενικότερο πρόβλημα σταθερότητας για την περιοχή, αλλά ως ευκαιρία επιβολής, επίτευξης «νίκης» στα διμερή θέματα. Είναι επίσης τόσο εξωπραγματική θεώρηση, όσο η προσδοκία κάποιων ότι η Ελλάδα θα υποχωρούσε από τα εθνικά της δίκαια και πάγιες θέσεις στην εξωτερική πολιτική, λόγω της οικονομικής κρίσης.

Μια τέτοια πολιτική, λοιπόν, είναι μία παθητική πολιτική, η οποία απλώς περιμένει να γίνει κάτι απ’ έξω ή τρίτους προκειμένου να απαλλαγεί η Ελλάδα και η εξωτερική της πολιτική από το ένα ή άλλο πρόβλημα. Αντίθετα, αυτό που κάναμε εμείς ήταν και είναι να προωθούμε μια ενεργητική εξωτερική πολιτική. Να παίρνουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Για παράδειγμα, όταν ήρθαμε στην κυβέρνηση, αν και είχαμε να κάνουμε με μία έντονα αρνητική προσωπικότητα επικεφαλής της κυβέρνησης της ΦΥΡΟΜ, τον Gruevski, δημιουργήσαμε 21 Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), μεταξύ των οποίων συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων, ένας νέος αγωγός φυσικού αερίου, νέες σιδηροδρομικές γραμμές κλπ. Αυτή είναι μία πολιτική, της οποίας σκοπός ήταν αρχικά να οικοδομήσει εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο πλευρές, προκειμένου να ακολουθήσουν βήματα επίλυσης του προβλήματος του ονόματος. Πιστεύω, ή μάλλον ελπίζω, ότι στο τέλος θα υπάρξει επιτυχία.

Τα ΜΟΕ δημιούργησαν εμπιστοσύνη. Κατά την αντιπαράθεση για το θέμα του ονόματος στους γείτονές μας γεννήθηκε η αίσθηση ότι εμείς είμαστε εναντίον της ύπαρξής τους ως κράτος. Ότι η Ελλάδα ήθελε, όπως άλλα κράτη, τη διάλυσή τους. Είμαι ο πρώτος Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών που πήγα στην πΓΔΜ και σε μία συνέντευξη Τύπου, μετά από τεσσεράμισι ώρες διαβουλεύσεων και ενώπιον 400 δημοσιογράφων –ήταν πραγματικά όλες οι σημαντικές προσωπικότητες εκεί- τους είπα ότι, για μας η χώρα τους είναι «δώρο Θεού» (God’s gift), αλλά ότι είχαν το λάθος νονό (Godfather). Ήθελα με αυτόν τον τρόπο να κάνω τη διάκριση και να τους πω: «Χαιρόμαστε που υπάρχετε, αλλά το πρόβλημα είναι το όνομά σας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουμε άλλα προβλήματα με εσάς». Τότε έχω την αίσθηση ότι για πρώτη φορά μετά από χρόνια προβληματίστηκαν, σαν να έσπασε ο πάγος που είχε δημιουργηθεί, και άρχισαν να μας βλέπουν κάπως διαφορετικά.

Επί τη βάσει αυτής της ενεργητικής πολιτικής πετύχαμε, π.χ. με την Αλβανία, να επιλύσουμε προβλήματα δεκαετιών. Πάρα πολύ σύντομα, πιστεύω, θα ολοκληρώσουμε την διαπραγμάτευση, σε ένα πακέτο δέκα θεμάτων. Αυτό το πακέτο περιλαμβάνει τον καθορισμό των συνόρων και των θαλάσσιων ζωνών κοκ.
Εδώ, πρέπει κανείς να προσπαθήσει να κατανοήσει γιατί εξακολουθούσαμε να έχουμε προβλήματα με αυτές τις δύο χώρες. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι «περίεργες χώρες, βαλκανικές χώρες ή ότι έχουν παράξενους Υπουργούς Εξωτερικών». Δεν συνέβαινε όμως αυτό. Το θέμα είναι ότι τα προβλήματα με αυτές τις χώρες δεν δημιουργήθηκαν και λύθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπως έγινε σε άλλες περιπτώσεις, όπως ως προς τη γραμμή Όντερ-Νάϊσε ανάμεσα σε Πολωνία και Γερμανία. Αντίθετα εμφανίστηκαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: η μεν πΓΔΜ ήταν μέρος της Γιουγκοσλαβίας, επομένως δεν ετίθετο ζήτημα της αναγνώρισής τους ως κράτους. Η δε Αλβανία βρισκόταν υπό το καθεστώς απομόνωσης του Ενβέρ Χότζα, και έτσι δεν πρόκυπτε καν ζήτημα το να διαπραγματευτεί κανείς μαζί τους για τα διάφορα ζητήματα.

Η σκέψη μας λοιπόν ήταν και είναι να λύσουμε αυτά τα προβλήματα παίρνοντας πρωτοβουλίες. Γιατί ξέρετε όταν η διπλωματία μένει απαθής και δεν λύνει τα προβλήματα εν καιρώ ειρήνης, συνήθως αυτά λύνονται μετά από πόλεμο, ψυχρό ή «θερμό», αλλά με πολύ μεγαλύτερο τίμημα.

Σε αυτό το πλαίσιο, αναλάβαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία: εγκαινιάσαμε μία ειδική Διάσκεψη για την Προστασία του Θρησκευτικού και Πολιτιστικού Πλουραλισμού στη Μέση Ανατολή. Εκεί, είχαμε την τύχη, ως μοναδική χώρα στην Ευρώπη, να συγκεντρώσουμε στην Αθήνα όλες τις ηγετικές προσωπικότητες των Εκκλησιών και των πολιτιστικών κοινοτήτων από τη Μέση Ανατολή, περί τις 400 προσωπικότητες. Τον Οκτώβριο του περασμένου έτους οργανώσαμε τη Διάσκεψη σε συνεργασία με την Αυστρία και τα ΗΑΕ. Θέλουμε, όταν ξεκινούμε μία πρωτοβουλία, να το κάνουμε με ενεργητικό τρόπο, και να προσπαθούμε να την επεκτείνουμε διοργανώνοντάς την και με άλλες χώρες. Δεν είμαστε εγωιστές.

Η δεύτερή μας αρχή, η οποία ακούγεται αυτονόητη, αλλά στην περιοχή μας δεν είναι, είναι η δημιουργία μίας θετικής και όχι αρνητικής ατζέντας. Παράδειγμα, η Διάσκεψη της Ρόδου. Αυτή η Διάσκεψη έχει λάβει μεταξύ των Αράβων το όνομα «Το πνεύμα της Ρόδου» -η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι ένα πολύ όμορφο νησί και ξέρω ότι πολλοί Ρώσοι το επισκέπτονται, όπως και τα Δωδεκάνησα, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Σε αυτή τη Διάσκεψη μετέχουν 8 κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, 14 αραβικές χώρες, ο Αραβικός Σύνδεσμος και το Συμβούλιο Συνεργασίας των Κρατών του Κόλπου. Δεν συζητούμε για τους πολέμους που προανέφερα, ούτε για τις εντάσεις και, κυρίως, όχι για το Παλαιστινιακό. Αν ήσασταν στην περιοχή μας, θα διαπιστώνατε ότι όλες οι Διασκέψεις συζητούν μόνον αυτό το θέμα. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μία θετική ατζέντα, για παράδειγμα πέρυσι στο Κάιρο οργανώσαμε από κοινού ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, ενώ στην Κύπρο έλαβε χώρα μία συνάντηση των νέων της περιοχής. Επιχειρούμε να ασκήσουμε επιρροή στην περιφέρειά μας μέσω της θετικής συνέργειας, της θετικής μας συνεργασίας.

Η σκέψη γι’ αυτήν την πρωτοβουλία μου γεννήθηκε στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Κατά την επίσκεψή μου σε ένα εξαιρετικό νέο μουσείο, προς μεγάλη μου έκπληξη -αν και είμαι ένας μορφωμένος άνθρωπος- διαπίστωσα ότι όλα τα εκθέματα ήταν 4.000-6.000 ετών, ενώ μεγάλο μέρος τους προέρχονταν από την Ελλάδα. Υπήρχε, τότε πριν τόσα χρόνια, στην περιοχή μας, ένα ασύλληπτα μεγάλο δίκτυο συνεργασιών σε οικονομικό και επιστημονικό επίπεδο, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει πια. Εμείς πιστεύουμε ότι θα πρέπει να οικοδομηθεί και πάλι, π.χ. να υπάρξουν και πάλι οδοί μεταφοράς, συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων. Δημιουργήσαμε ένα πανεπιστημιακό δίκτυο, αλλά δεν έχουμε εξασφαλίσει ακόμη επαρκείς πόρους, ώστε να το κάνουμε ακόμα μεγαλύτερο.

Ο βασικός στόχος του «Πνεύματος της Ρόδου» είναι να οικοδομήσουμε μία κοινότητα ασφάλειας και σταθερότητας, ίσως κατά το πρότυπο που εξελίχθηκε ο ΟΑΣΕ μετά το Ελσίνκι. Ίσως φέτος να καταλήξουμε σε ένα κοινό έγγραφο για τον από κοινού αφοπλισμό, την ασφάλεια και τη σταθερότητα, ώστε την επόμενη χρονιά η προσπάθεια να φτάσει στο τέλος της πρώτης φάσης της. Και σε αυτό βοηθάει η οικοδόμηση της θετικής ατζέντας, γιατί μέσω αυτής αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τα θετικά της συνεργασίας, άρα και την ανάγκη να διασφαλίσουμε και να διαφυλάξουμε αυτά που μας ενώνουν και φέρνουν τους λαούς μας εγγύτερα. Σε αντίθεση δηλαδή με άλλες διασκέψεις που συζητούν μονοσήμαντα για πολέμους και εντάσεις και φιλοδοξούν -καμία φορά υπέρμετρα- να βρουν λύσεις σε σύνθετα προβλήματα, εμείς προσθέτουμε πρώτα, μέσω της θετικής ατζέντας, μία βάση εμπιστοσύνης, αλληλοκατανόησης και σεβασμού, αυξάνοντας σημαντικά τις πιθανότητες μίας ευρύτερης συνεννόησης επί θεμάτων ασφαλείας και θετικής ατζέντας.

Σε αυτήν την θετική ατζέντα ανήκουν, το αναφέρω ενδεικτικά, και άλλες δύο πρωτοβουλίες: η μία είναι η Διασυνοριακή Συνεργασία μεταξύ ημών και των τριών βόρειων άμεσων γειτόνων μας, της Βουλγαρίας, της πΓΔΜ και της Αλβανίας. Πρόκειται για μία εφ’ όλης της ύλης συνεργασία, η οποία λειτουργεί πολύ καλά, από τα πιο μικρά ζητήματα, όπως είναι η κατάσβεση των πυρκαγιών –οι οποίες ως γνωστόν δεν γνωρίζουν σύνορα, είναι, θα έλεγε κανείς, «οπαδοί της παγκοσμιοποίησης»- έως και ζητήματα ασφαλείας, συνεργασίας σε θέματα ενέργειας κλπ. Παρόμοια πρωτοβουλία, για παράδειγμα, είναι και το Euromed. Το Euromed αφορά τα επτά κράτη του ευρωπαϊκού Νότου, τα οποία είναι μέλη της ΕΕ: Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Μάλτα, Κύπρος και Ελλάδα. Μικρότερες χώρες, αλλά και μεγαλύτερες (μεταξύ αυτών το 2ο, το 3ο και το 4ο μεγαλύτερο κράτος-μέλος της ΕΕ), οι οποίες θέτουν εντός της ΕΕ με επαρκή ένταση τα κοινωνικά ζητήματα, τα οποία, λίγο ως πολύ, έχουν χαθεί από τον ενδο-ΕΕ διάλογο, όπως και ζητήματα συνοχής.

Η τρίτη αρχή μας είναι μία πρόταση ως προς τη σχέση της εξωτερικής πολιτικής με την ιστορία.. Σε συνάφεια δηλαδή με τις δύο προηγούμενες αρχές, πράττουμε, προσθέτουμε κάτι συγκεκριμένο, μία φόρμουλα για το μέλλον.

Υπάρχει μία παλιά, ενδιαφέρουσα ρήση του Τσόρτσιλ, η οποία είναι λίγο αστεία, αλλά και πολύ στενάχωρη, καθώς οι Άγγλοι είχαν αναμιχθεί πολύ στην περιοχή μας: «Τα Βαλκάνια παράγουν περισσότερη ιστορία από όση μπορούν να καταναλώσουν». Εννοούσε, δηλαδή, ότι τα Βαλκάνια δυσκολεύονται να διαχειριστούν ακόμα και τη δική τους ιστορία. Εγώ βρήκα μία διαφορετική διατύπωση, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε γενικότερο επίπεδο και εμπεριέχει στοιχεία θετικότητας: «Η ιστορία πρέπει να είναι σχολείο και όχι φυλακή». Σε μεγάλο βαθμό, έως την εποχή της δικής μας διακυβέρνησης, τα Βαλκάνια, η Νοτιοανατολική Ευρώπη, ήταν μία «φυλακή» προκαταλήψεων, στερεοτύπων, και όχι τόπος ειρηνικής αυτοαντίληψης και συνεργασίας. Σε αυτήν την βάση οργανώσαμε τη συνεργασία και όλους τους σχηματισμούς με την Αλβανία και τα Σκόπια. Έτσι, πιστεύω, καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα από το παρελθόν.

Η τέταρτη αρχή είναι το να μαθαίνουμε από τη δική μας πείρα. Δηλαδή ότι η πρότασή μας ναι μεν αφορά το μέλλον, έχει όμως, ταυτόχρονα, αντλήσει διδάγματα από το παρελθόν, από την εμπειρία μας, από τα λάθη μας. Ξέρετε πολύ καλά ότι ένας επιστήμονας ή ένας πολιτικοποιημένος άνθρωπος πρέπει να μαθαίνει από τις εμπειρίες του. Στην «Politische Kybernetik», ένα βιβλίο της δεκαετίας του 1960 του Τσέχου Karl Wolfgang Deutsch, ο οποίος συνδεόταν με στενή φιλική σχέση στην Αμερική με την Hannah Arendt, έλεγε ότι «ο άνθρωπος πρέπει να είναι δημιουργικά προσαρμοστικός».

Ο Deutsch είχε δώσει έναν πολύ καλό ορισμό για το δογματισμό: «ο δογματισμός δεν είναι η μία ή η άλλη άποψη, η οποία είναι ενδεχομένως λάθος, αλλά δογματισμός είναι το να μην είναι κανείς σε θέση να μάθει και να ανανεωθεί». Δηλαδή, το να μην έχει κανείς την ικανότητα να μαθαίνει και να προχωρεί παραπέρα. Σε μία μελέτη μας, συμπεράναμε ότι, μετά από την κατάρρευση των κυβερνήσεων στα Βαλκάνια, εμείς στην Ελλάδα αντιδράσαμε με υπερβολική αλαζονεία, ότι δημιουργήσαμε ένα δίκτυο τραπεζών και επενδύσεων, αλλά, θα έλεγα, με στοιχεία αλαζονείας. Ήταν βέβαια η εποχή, τη δεκαετία του 90, της υπέρμετρης αλαζονείας του άκρατου οικονομικού φιλελευθερισμού που ακολούθησε την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου υπήρχε η λανθασμένη αντίληψη ότι η οικονομία υπαγορεύει και καθορίζει τα πάντα.

Τί μάθαμε από αυτό ως κυβέρνηση; Η Ελλάδα είναι μία πολύ μικρή χώρα στον παγκόσμιο χάρτη με βάση όλα τα στοιχεία, δεν είναι εύκολο να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας. Για την Ευρώπη είμαστε μία μικρομεσαία χώρα. Όμως, για την περιοχή των Βαλκανίων είμαστε μία πολύ σημαντική χώρα, τόσο θεσμικά, όσο και από την άποψη των παραγωγικών μας δυνατοτήτων. Λέμε ότι είμαστε η μεγαλύτερη χώρα στην περιοχή, παρά την κρίση. Αυτό όμως δεν επιτρέπεται να μας οδηγήσει στο να αντιμετωπίζουμε τους άλλους με αλαζονεία. Η άποψή μας είναι ότι όταν κάποιος είναι μεγαλύτερος, ισχυρότερος και διαθέτει καλύτερους θεσμούς, έχει και μεγαλύτερες ευθύνες. Ότι, από τη στιγμή που φέρουμε την μεγαλύτερη ευθύνη, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε και συμβιβασμούς. Γιατί η ικανότητα να κάνει κανείς συμβιβασμούς είναι ένδειξη δύναμης, όχι αδυναμίας. Ότι είμαστε οι πρώτοι που πρέπει να ξεκινήσουμε να κάνουμε συμβιβασμούς. Ότι εμείς πρέπει να ηγηθούμε σε αυτήν την κουλτούρα συμβιβασμού και συναίνεσης μεταξύ των κρατών. Και δεν είναι κάτι εύκολο για την περιοχή και την ιστορία της, γιατί η λέξη «συμβιβασμός» έχει δυστυχώς αρνητική χροιά ακόμα στο υποσυνείδητο των λαών της περιοχής. Αυτή την προκατάληψη πάμε να ανατρέψουμε.

Η πέμπτη αρχή είναι το να ασκούμε μία πολιτική προσανατολισμένη στο μέλλον, επομένως να μην κοιτάζουμε συνέχεια στο παρελθόν. Γιατί μόνο τότε έχει αξία πρακτική η πρότασή μας, και όχι μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Όπως γνωρίζετε, έχουμε μία πολύ μεγάλη ιστορία χιλιάδων ετών. Κάποιες φορές έχουμε την τάση να μένουμε προσκολλημένοι σε αυτήν την ιστορία και να σκεπτόμαστε πόσο σημαντικοί είμαστε λόγω της ιστορίας. Αυτό μπορεί να θρέφει τον εγωισμό μας αλλά είναι ο λάθος εγωισμός, όχι αυτός που σε βοηθά να γίνεσαι καλύτερος, αλλά αυτός που σε κάνει να επαναπαύεσαι, να είσαι παθητικός και οκνηρός και παράλληλα να κομπάζεις, γινόμενος στο τέλος και αντιπαθής. Γι’ αυτό και πρέπει να έχει κανείς το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον γιατί μόνο τότε μπορεί να αντιμετωπίσει τη ζωή του με θάρρος.

Για παράδειγμα, προκύπτει μία μεγάλη ερώτηση: αν η ΕΕ διευρυνθεί περαιτέρω, θα περιλάβει τα 6 κράτη της Δυτικής Βαλκανικής, ή μάλλον, πιο σωστά, τα 5+1. Αν η ΕΕ δεχθεί τα 6 αυτά κράτη και ενδεχομένως άλλα 2-3 από την ανατολική της γειτονιά, θα αποκτήσει περισσότερα από 35 μέλη. Και αυτό που προσπαθούμε να εξηγήσουμε σε όλες τις υποψήφιες χώρες που επιθυμούν να γίνουν τάχιστα μέλη της ΕΕ είναι ότι, σε μία Ένωση με 35 ή 40 μέλη, τα μικρά κράτη δεν θα μπορούν, εξ ορισμού, να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Στα μικρά κράτη-μέλη ανήκει και η Ελλάδα, τα άλλα, όμως, κράτη στα Δυτικά Βαλκάνια είναι ακόμα μικρότερα. Είναι κράτη με 600.000 κατοίκους, 1 εκ., 1,2 εκ. Κατά συνέπεια μόνον αν υπάρξουν συνεργασίες και συλλογική εκπροσώπηση και υπεράσπιση συμφερόντων, μόνον αν διαμορφωθούν δίκτυα στην περιοχή και οικοδομηθούν συνέργειες, και μάλιστα αν αυτό γίνει ήδη από σήμερα, προκειμένου να εξασφαλιστεί στο μέλλον η συνύπαρξη στην ΕΕ ή οπουδήποτε αλλού, γίνεται να ακουστεί η φωνή όλων εμάς από τα Βαλκάνια στην Ένωση, ή σε οτιδήποτε άλλο προκύψει, από αυτές τις 40 χώρες.

Πολύ σύντομα θα σταθώ σε τρία μέρη της ιστορίας της περιοχής μας από το 1989 και μετά. Το πρώτο κομμάτι ήταν τη δεκαετία του 1990, όταν μετά από την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού Σοσιαλισμού, η Ελλάδα και άλλες χώρες, όπως η Αυστρία και η Ιταλία -και αργότερα η Γερμανία με τη Γαλλία- προχώρησαν σε επενδύσεις και επεχείρησαν να δημιουργήσουν δίκτυα, δηλαδή δεσμούς μεταξύ των διαφόρων κρατών. Ο προσανατολισμός ήταν να δημιουργηθεί ένα κοινό παρόν. Αλλά μετά, ήρθαν οι αποφάσεις της Θεσσαλονίκης, το 2003-2004, οι οποίες κινούνταν στην κατεύθυνση ότι αυτές οι χώρες μπορούν να γίνουν μέλη της ΕΕ –η Ρουμανία και η Βουλγαρία ήδη έχουν γίνει- και υπήρξε ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στα κράτη της περιοχής ως προς την ένταξη στην ΕΕ. Χάθηκε ο εσωτερικός δεσμός ανάμεσα στα κράτη της Βαλκανικής και όλοι επικεντρώθηκαν στην προσπάθεια να γίνουν πρώτα χώρες υποψήφιες προς ένταξη και μετά μέλη της ΕΕ. Οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που είχαν δομηθεί ανάμεσα στα κράτη της Βαλκανικής τη δεκαετία του 1990 ατόνησαν. Αυτό που πρέπει να κάνουμε σήμερα είναι να αναπτύξουμε μία στρατηγική προσανατολισμένη στο μέλλον, η οποία να οδηγεί στη σύγκλιση: αυτό σημαίνει ότι οι χώρες μπορούν βεβαίως να ενταχθούν στην ΕΕ, αλλά θα πρέπει, ταυτόχρονα, να οικοδομήσουν και πάλι τις μεταξύ τους σχέσεις, ώστε να μπορούν να είναι πιο ισχυρές ακόμα και εντός της ΕΕ.

Στη βάση της πιο πάνω στρατηγικής επιλογής, σε επίπεδο βαλκανικών χωρών, εκτός από τη Διασυνοριακή Συνεργασία που ήδη σας ανέφερα, έχουμε αναπτύξει και μία συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ στην περιοχή, δηλαδή της Κροατίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, καθώς έχουμε κοινά συμφέροντα στο πλαίσιο της πολιτικής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Υπάρχει και ένας ειδικός σχηματισμός που περιλαμβάνει την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σερβία, προκειμένου να βοηθηθεί η Σερβία, και ίσως μελλοντικά και το Μαυροβούνιο, στις προετοιμασίες της για την ΕΕ.

Η έκτη αρχή είναι ότι πρέπει κανείς να διαθέτει στρατηγικό σχέδιο. Δηλαδή το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τη θέση του στο χώρο και στο χρόνο και την σχέση του με τους άλλους, διαμορφώνοντας συμμαχίες με μέσο/μακρό - πρόθεσμη στόχευση και σε βάθος χρόνου.

Στα πλαίσια αυτής της αρχής, παραδειγματικά το αναφέρω, έχουμε διαμορφώσει έξι σχηματισμούς που αποτελούν μέρος της πολυπολιτισμικής και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που ασκούμε. Η Ελλάδα και η Κύπρος, δύο κράτη-μέλη της ΕΕ, έχουμε ειδική και ξεχωριστή τριμερή συνεργασία με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, με την Παλαιστίνη, τον Λίβανο, την Ιορδανία και την Αρμενία. Αυτές οι συνεργασίες έχουν δύο διαστάσεις: πρόκειται για συνεργασίες από το επίπεδο του Πρόεδρου ή του Πρωθυπουργού, έως το επίπεδο των Διευθύνσεων Υπουργείων. Επιπλέον, είναι οριζόντιες συνεργασίες, στις οποίες συμμετέχουν όλα τα Υπουργεία. Μεγαλύτερη συνεργασία υπάρχει με την Αίγυπτο και ακολούθως με το Ισραήλ. Η πλέον καινούργια συνεργασία είναι με την Αρμενία.

Η έβδομη αρχή είναι το πώς να αντιμετωπίζει κανείς ορισμένες δύσκολες αντιφάσεις. Για εμάς στην εξωτερική πολιτική της δικής μας χώρας, το πλέον δύσκολο σύστημα αντιφάσεων είναι η Τουρκία.

Η Τουρκία είναι ένα σύστημα αντιφάσεων –έτσι το ερμηνεύουμε. Και το κομμάτι της ερμηνείας είναι πολύ σημαντικό γιατί αμβλύνει την αίσθηση του ακατανόητου, που εξορισμού έχει μία αντίφαση, διευκολύνοντας στη συνέχεια την δράση, την ίδια την αντιμετώπιση της αντίφασης. Η Τουρκία λοιπόν κουβαλά παραδοσιακές αντιφάσεις, αλλά και νέες. Οι νέες έχουν περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα, ενώ οι παλιές σχετίζονται με το θέμα του έθνους τους. Έχουν 17-18 εκ. Κούρδους και περίπου 5 εκ. εξ αυτών ζουν στην Κωνσταντινούπολη –μία από τις ομορφότερες πόλεις του κόσμου. Έχουν αντιφάσεις στην κοινωνική και οικονομική τους διαστρωμάτωση. Διαθέτουν στην Κωνσταντινούπολη ή τη Σμύρνη κομμάτια της οικονομίας τους, τα οποία είναι πολύ δυναμικά και ενταγμένα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, μεγάλες και σύγχρονες οικονομικές δομές. Από την άλλη πλευρά, έχουν δομές, ειδικά στην Ανατολία, οι οποίες μάλλον αναδίδουν οσμή φεουδαρχίας, δομές μη δημοκρατικές.

Έχουν όμως και πολιτικού χαρακτήρα αντιφάσεις. Δεν είναι το ίδιο ακριβώς παράδειγμα, αλλά όπως στις ΗΠΑ οι Δημοκρατικοί είναι πιο ισχυροί στα παράλια και οι Ρεπουμπλικάνοι στην ενδοχώρα, το ίδιο συμβαίνει και στα παράλια της Τουρκίας σε σχέση με την ενδοχώρα. Στα παράλια που κοιτούν δυτικά, προς το Αιγαίο, αλλά και νότια, προς τη Μεσόγειο καταγράφηκε, στο πρόσφατο δημοψήφισμα, ότι περισσότεροι από το 60% των ψηφοφόρων ψήφισαν εναντίον του συστήματος του Ερντογάν. Και αυτό συνέβη και στις μεγάλες πόλεις, ακόμα και στην Άγκυρα, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και την Αττάλεια, όπου ζει η πλειονότητα των διανοουμένων, αλλά και της αστικής τάξης της Τουρκίας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι περισσότερο προσανατολισμένοι προς τη Δύση. Αντίθετα, στην ενδοχώρα οι άνθρωποι είναι προσανατολισμένοι σε ένα πιο ηγεμονικό μοντέλο για την Τουρκία στην περιοχή, και αυτό αποτυπώθηκε στο δημοψήφισμα με την απόκλιση του τρόπου με τον οποίο ψήφισαν οι μεν και οι δε.

Η πιο καινοφανής, και ίσως μεγαλύτερη, αντίφαση είναι ότι η τουρκική ηγεσία ταλαντεύεται ανάμεσα στην αλαζονεία και την αυτοπεποίθηση. Κατάφεραν να αποτρέψουν το πραξικόπημα, εισέβαλαν στο Ιράκ και τη Συρία, ανήκουν στο G20, τις 20 σημαντικότερες οικονομίες στον κόσμο. Όλα αυτά ενισχύουν την αυτοπεποίθηση, κάποιες φορές όμως προκαλούν και αλαζονεία –και αυτό είναι κάτι που το έχουμε βιώσει και εμείς. Ορισμένες φορές, όμως, η ηγεσία της Τουρκίας καταλαμβάνεται από κάποια ανασφάλεια, ίσως και εξαιτίας του άθλιου πραξικοπήματος που επιδιώχτηκε το καλοκαίρι του 2016. Είναι μία ανασφάλεια συνδεδεμένη με φόβους. Και αυτή η ανάμειξη της αυτοπεποίθησης με την αλαζονεία, την ανασφάλεια και το φόβο καθιστά το σύστημα της Τουρκίας –τουλάχιστον όπως εμείς το ερμηνεύουμε και το βιώνουμε- εξαιρετικά νευρικό. Σαν ένα εκκρεμές που κινείται από το ένα άκρο στο άλλο, ακανόνιστα, όμως, νευρικά.

Η Τουρκία, επίσης, είναι μία αναθεωρητική δύναμη, καθώς δεν θέλει να τηρήσει τις διεθνείς συνθήκες, θέλει να τις αναθεωρήσει. Για παράδειγμα, με την εισβολή της στη Συρία παραβίασε τη Συνθήκη της Λωζάνης και παρέκαμψε το Διεθνές Δίκαιο. Αυτή η νευρικότητα, μαζί με τον αναθεωρητισμό και με τον αυταρχισμό στο εσωτερικό της που εκπορεύεται από τον Ερντογάν -ο οποίος για μένα είναι μία σημαντική προσωπικότητα- προκαλεί μία σειρά προβλημάτων στη γειτονιά μας.

Εμείς, προσπαθούμε πάντοτε να χαλαρώνουμε τις εντάσεις, αλλά είναι μία τέχνη που πρέπει να κατέχει κανείς. Δηλαδή, η ικανότητα να ακολουθεί μία πολιτική χαλάρωσης των εντάσεων, χωρίς να δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι αδύναμος, ότι υποχωρεί λόγω φόβου. Είναι σαν την στάση που κρατά κανείς όταν συναντά μια ισχυρή οντότητα: δεν πρέπει ούτε να τραπεί σε φυγή ούτε να το εκνευρίσει ακόμα περισσότερο, γιατί αυτό και στις δύο περιπτώσεις θα του επιτεθεί, την μία από αίσθηση υπεροχής, την άλλη από φόβο. Πρέπει αντίθετα να δείχνει ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, γιατί μόνο έτσι κερδίζει τον σεβασμό του αντιπάλου του. Επίσης να μην υποχωρεί από τις αρχές και τις αξίες του. Έχουμε διαφορετική αντίληψη για την αξία της ζωής ή για τη διεξαγωγή ενός πολέμου. Αυτή είναι μία πολιτική υπευθυνότητας.

Με αυτά φτάνω στην όγδοη αρχή η οποία διέπει ή κατευθύνει την πολιτική μας: η ελληνική εξωτερική πολιτική κινείται στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Θεωρούμε ότι το Διεθνές Δίκαιο είναι το εργαλείο με το οποίο αντιμετωπίζει κανείς διεθνείς συγκρούσεις, τα συμφέροντα, τις αντιφάσεις. Και τούτο είναι πολύ χαρακτηριστικό στο Κυπριακό. Το περασμένο καλοκαίρι, και όλη την περασμένη χρονιά διαπραγματευτήκαμε πολύ για το Κυπριακό. Έλαβε χώρα ένας μεγάλος διαπραγματευτικός κύκλος δώδεκα ημερών στο Κραν-Μοντανά της Ελβετίας, κατά τον οποίο διαπραγματευόμασταν νυχθημερόν. Εκεί ετέθη μία σημαντική ερώτηση: ποιος είναι ο πυρήνας του προβλήματος στο Κυπριακό; Είναι τα αντιτιθέμενα συμφέροντα ανάμεσα στις δύο εθνικές ομάδες, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους; Εν μέρει είναι και αυτό. Γι’ αυτό και υποστηρίζω συνεχώς ότι θα πρέπει να δοθούν στους Τουρκοκύπριους τα μέγιστα δυνατά δικαιώματα. Θα πρέπει, ακόμα, να προστατευθούν τα συμφέροντα των τριών μικρότερων κοινοτήτων, των Αρμενίων, των Μαρωνιτών και των Λατίνων, καθώς οι περισσότεροι λησμονούν τα δικαιώματα αυτών των κοινοτήτων. Και θα πρέπει να δοθεί στην ελληνοκυπριακή πλευρά το μέγιστο δυνατό αίσθημα ασφάλειας.

Όμως, το ερώτημα παραμένει, ποια είναι το θεμελιακό ζήτημα του κυπριακού. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι το εξής : το ζήτημα της ασφάλειας, το πρόβλημα της παράνομης κατοχής του βόρειου τμήματος της Κύπρου. Η βόρεια Κύπρος είναι το πιο στρατιωτικοποιημένο κομμάτι της Ευρώπης. Μέχρι πέρυσι ήσαν εγκατεστημένοι εκεί 44.000 στρατιώτες για 92.000 Τουρκοκύπριους και 200.000 κατοίκους συνολικά. Η αναλογία είναι ένας στρατιώτης για κάθε δύο Τουρκοκύπριους ή ένας στρατιώτης για κάθε οικογένεια, αν κανείς λάβει υπόψη και τους εποίκους.

Εμείς στο Κυπριακό τασσόμαστε υπέρ μίας λύσης: η Κύπρος πρέπει να γίνει ένα κανονικό κράτος, μέλος της ΕΕ, μέλος του ΟΗΕ, να απολαμβάνει πλήρως όλων όσων δικαιούται ένα κανονικό κράτος, χωρίς παρεμβατικά «δικαιώματα» τρίτων.

Φυσικά, ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα σήμερα για την πολιτική μας είναι το Ιράν. Είμαστε της άποψης ότι οι διεθνείς συνθήκες μετά τη σύναψή τους, και εφόσον κανείς δεν τις παραβιάζει, θα πρέπει να γίνονται σεβαστές. Σε αυτό το σημείο διαφωνούμε με τις δυνάμεις που θεωρούν ότι θα πρέπει να αποσυρθούν από την συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Δεν πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο θα εξασφαλιστεί περισσότερη σταθερότητα, αλλά αντίθετα μέσω της εφαρμογής των διεθνών συνθηκών.

Η ένατη αρχή είναι ότι η πολιτική μας χρειάζεται δομές ασφαλείας, ειδικά στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Γιατί έχουμε το Κυπριακό, έχουμε το θέμα των νησιών που βρίσκονται νοτίως της Τουρκίας, με τα οποία κάποιοι ερωτοτροπούν και διερωτώνται «γιατί πρέπει να παραμείνουν ελληνικά;». Με άλλα λόγια η ισχυρή αποτρεπτική δύναμη που διαθέτει η χώρα σε αντίθεση με άλλες χώρες της περιοχής και η οποία διασφαλίζει ότι η Τουρκία θα το σκεφτεί πολλές φορές προτού επιχειρήσει κάτι το οποίο θα έχει μεγάλο κόστος για αυτήν.

Η δέκατη αρχή είναι αναβαθμίσουμε το ρόλο του «μικρού» μας κράτους. Πώς, όμως, θα γίνει αυτό, στη διεθνή σκηνή; Θα πρέπει να το κάνει μέσω της ΕΕ, αν αυτό είναι δυνατό. Αλλά πώς θα τα καταφέρει; Τι είναι μεγάλο σε αυτή την μικρή χώρα; Είναι ο πολιτισμός, και αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει κάθε Ρώσος, ήδη από το σχολείο.

Σε αυτό το πλαίσιο αναλάβαμε μία πρωτοβουλία, την οποία ίσως μόνοι μας δεν θα καταφέρναμε να τη φέρουμε εις πέρας τόσο καλά. Είναι το GC10, το Φόρουμ των Αρχαίων Πολιτισμών, των εθνών εκείνων που γέννησαν και ανέδειξαν μεγάλους πολιτισμούς. Αυτοί οι πολιτισμοί είναι ακόμα και σήμερα επίκαιροι, τόσο στην καθημερινότητα των ανθρώπων ή στους θεσμούς και τον τρόπο λειτουργίας ενός κράτους. Έτσι, δημιουργήσαμε μία ομάδα κρατών, η οποία περιλαμβάνει την Κίνα, την Ινδία, το Ιράν, το Ιράκ, την Αίγυπτο, την Ιταλία, το Μεξικό, το Περού, τη Βολιβία και την Ελλάδα. Υπάρχει ζήτηση και από άλλες χώρες να συμμετάσχουν, καθώς πρόκειται για μία ομάδα κρατών με πολύ μεγάλους αρχαίους πολιτισμούς. Θα δούμε, πώς θα προχωρήσει η πρωτοβουλία αυτή. Προς το παρόν έχουμε την Προεδρία του Φόρουμ, η οποία τον Σεπτέμβριο θα παραδοθεί στους Βολιβιανούς.

Η ενδέκατη – και προτελευταία- αρχή είναι να επιδιώκουμε, στο πλαίσιο αυτής της πολυδιάστατης πολιτικής, να έχουμε με όλες τις πλευρές τις καλύτερες δυνατές σχέσεις, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν και από πλευράς τους. Αυτό σημαίνει όχι ότι θέλουμε να είμαστε αρεστοί σε όλους και με κάθε τίμημα, αλλά ότι τους αντιμετωπίζουμε όλους με σεβασμό, και πως ό,τι δεν καταλαβαίνουμε λόγω της διαφορετικότητάς τους, δεν το απορρίπτουμε, αλλά το αντιμετωπίζουμε με ενδιαφέρον και σεβασμό. Κι αυτό γιατί η μακρά ιστορία και έχουμε μας έχει διδάξει ότι δεν πρέπει να διαρρηγνύουμε τους δεσμούς μας με άλλες χώρες, όπως μερικές φορές απαιτούν από εμάς. Αυτό συμβαίνει κυρίως –ίσως είναι ένα θέμα που θα μπορούσαμε μετά να συζητήσουμε εκτενέστερα- με χώρες όπως η Αίγυπτος ή το Ιράν, με τις οποίες έχουμε σχέσεις εδώ και 6.000-7.000-8.000 χρόνια. Για τις νέες χώρες είναι δύσκολο να αντιληφθούν πώς όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια έχουν περάσει ίσως στην ανατροφή μας ή την εκπαίδευσή μας και μας οδηγούν στο να τείνουμε να έχουμε μία ήρεμη αντιμετώπιση άλλων χωρών με μακραίωνη ιστορία. Επίσης βλέπουμε το όφελος και εργαζόμαστε στο να οικοδομούμε νέες φιλίες, με κράτη που δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις στο παρελθόν, όπως η Κολομβία, η Ν. Κορέα και η Σιγκαπούρη μεταξύ άλλων.

Ζούμε σε ένα κόσμο που αλλάζει πολύ γρήγορα. Που βρίσκεται σε μια μεταβατική κατάσταση. Είναι ανάγκη σε αυτό τον κόσμο να μάθουμε να καταλαβαίνουμε καλύτερα ο ένας τον άλλο. Σε αυτό έχουμε ανάγκη από τη διπλωματία πολλαπλών νέων μορφών πέρα από τον σκληρό πυρήνα διπλωματίας που έρχεται από το παρελθόν. Πρόκειται για τη διπλωματία των πολιτών, την πολιτιστική διπλωματία, τη διπλωματία των πόλεων κοκ. Και σε αυτούς τους τομείς, Ελλάδα και Ρωσία έχουν να πουν πολλά ο ένας στον άλλο. Σε πολλά έχουμε κοινές καταβολές, παραδόσεις, συμβολισμούς. Πολλά στοιχεία του ρωσικού πολιτισμού είναι θεμέλια του ευρωπαϊκού συνολικά και κατά προέκταση του ελληνικού. Το ρωσικό μπαλέτο, η ρωσική ποίηση, όπως εκείνη του Πούσκιν και η ρωσική μουσική, λαϊκή και κλασσική, τα τραγούδια μας από τον αντιφασιστικό αγώνα, οι θρησκευτικές παραδόσεις και η βαθιά πίστη στον συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων, όλα αυτά μας κάνουν να βρισκόμαστε κοντά ο ένας στον άλλο, ανεξάρτητα και πέραν των δυσκολιών που δημιουργεί η εποχή μας.

Το τελευταίο, δωδέκατο σημείο είναι ότι μία χώρα, όπως είναι η δική μας, πρέπει να είναι μία χώρα προσανατολισμένη στην ειρήνη. Δεν μπορεί να ασκεί επιθετική εξωτερική πολιτική ή να είναι προσανατολισμένη στον πόλεμο. Πρέπει να επιδείξει κάποιες άλλες ικανότητες και ένα άλλο δυναμικό. Η Ελλάδα πρέπει να εμφανίζεται ως διαπραγματευτής, ως έντιμος μεσολαβητής -όπως είμαστε σε σχέση με τη Μέση Ανατολή και ως προς τις συγκρούσεις στα Βαλκάνια, στις οποίες δεν μετέχουμε- και ως μία χώρα που διαβουλεύεται. Πρέπει όλοι να συζητούμε περισσότερο, να σκεπτόμαστε περισσότερο, να μη βιαζόμαστε, όταν αυτό δεν είναι αναγκαίο.

Ε. Προσπάθησα, στο πλαίσιο του θέματος της σημερινής μας συζήτησης, να σας παρουσιάσω τις δώδεκα αρχές που διέπουν την άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ως παράγοντα σταθερότητας. Τα τελευταία χρόνια έχουμε αναλάβει και διαμορφώσει 16 πρωτοβουλίες και σχηματισμούς, και θα έλεγα, μάλιστα, με επιτυχία. Έχουμε καταφέρει να λειτουργούμε σε μία ασταθή περιοχή ως ένας πυλώνας σταθερότητας για την ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ισότιμη και βασισμένη στο διεθνές δίκαιο σχέση ανάμεσα στα κράτη, το σεβασμό στην πολιτιστικό πλουραλισμό, την κατανόηση και το διάλογο για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων. Και, φυσικά, δεν θέλουμε, ακόμα και αν ίσως το κάναμε πριν από 20 χρόνια, να εμφανιζόμαστε να κουνάμε το δάκτυλο και να λέμε σε τρίτους τι πρέπει να κάνουν. Εμφανιζόμαστε ως μία χώρα που ξέρει να μεσολαβεί, να βρίσκει λύσεις στα αντικρουόμενα συμφέροντα –και αυτό είναι κάτι που κάνουμε, και για το οποίο είμαι περήφανος, ακόμα και αν δεν βλέπει κάποιες φορές το φως της δημοσιότητας. Στη διπλωματία αυτό που μετράει είναι η επιτυχία και όχι η προβολή μίας εικόνας στα ΜΜΕ. Αυτή είναι, ίσως, η μικρή διαφορά μας με άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες.

Σας ευχαριστώ που ήρθατε και είχατε την υπομονή να με ακούσετε.

13 Ιουνίου, 2018