Θα ξεκινήσω με το ζήτημα της Ουκρανίας. Τη σκιά, που ρίχνει η σύρραξη αυτή και στην Ευρώπη και βέβαια και στην αίθουσα. Πρόκειται για μία ώρα μαύρη, αν θα μου επιτρέψετε να πω.
Η Ελλάδα έχει κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το είπα και χθες, βασικές αρχές επί τη βάσει των οποίων κινείται στην εξωτερική της πολιτική.
Το ανθρωπιστικό δίκαιο, το απαραβίαστο της εδαφικής ακεραιότητας, η συμμόρφωση προς τους Διεθνείς Οργανισμούς στους οποίους μετέχει, ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επί τη βάσει αυτών των αρχών πορευόμαστε. Στο ανθρωπιστικό επίπεδο, δεν μπορεί παρά να μας προκαλούν φρίκη, οι σκηνές που μεταδίδει ο τηλεοπτικός φακός από την Ουκρανία.
Μητέρες, παιδιά, βομβαρδισμός μαιευτηρίων. Η ρωσική εισβολή δημιούργησε πάρα πολλά θύματα. Θύματα επίσης μεταξύ της Ελληνικής μειονότητας.
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά. Να ευχαριστήσω θερμά όλες τις πτέρυγες της Βουλής, με αυτήν την ευκαιρία, για τα αισθήματα τα οποία εκφράσατε για τους Έλληνες διπλωμάτες και συγκεκριμένα για τον Γενικό Πρόξενό μας στη Μαριούπολη, ο οποίος αυτή τη στιγμή που συζητάμε είναι στο δρόμο της επιστροφής.
Δεν έχει έννοια να σας πω σε ποιο ακριβώς σημείο. Η πρόβλεψη ήταν να πάει στη Ζαπορίζια όπως σας είπα χθες. Η Ζαπορίζια βομβαρδίστηκε σήμερα το πρωί. Χρειάστηκε μία αλλαγή σχεδίου, αλλά εν πάση περιπτώσει, ελπίζουμε ότι το αργότερο μέχρι αύριο το βράδυ θα είναι εντός των Ευρωπαϊκών συνόρων.
Θα μου επιτρέψετε όμως να επεκταθώ λίγο στην Ουκρανία. Κατ’ αρχήν, επί του πολιτικού θέματος ενημέρωσε το Σώμα ο Πρωθυπουργός, ο κύριος Κυριάκος Μητσοτάκης, και νομίζω επί τη βάσει εκείνης της συζήτησης, υπήρξε και μια ευρύτερη κατανόηση στις αρχές που εκπροσωπεί η ελληνική εξωτερική πολιτική, τις οποίες προηγουμένως και ανέπτυξα.
Τέθηκαν όμως διάφορα θέματα στην αίθουσα, για τα οποία θα ήθελα να έχουμε μία συνεννόηση μεταξύ μας, ακριβώς επειδή τα ζητήματα είναι σοβαρά.
Όσον αφορά το εάν η κυβέρνηση προσπάθησε να περιορίσει τις συνέπειες του γεγονότος. Δεν θα σταθώ στα όσα, ας μην τα χαρακτηρίσω, έχουν γραφεί κατά καιρούς, από το ότι εγώ ζήτησα από τον κύριο Λαβρόφ να παρέμβει στις διαφορές Ελλάδος – Τουρκίας ή διάφορα άλλα φληναφήματα.
Νομίζω ότι δεν αξίζουν κανέναν ιδιαίτερο σχολιασμό. Όσον αφορά όμως το πλαίσιο των προειδοποιήσεων και προς τους Έλληνες υπηκόους και προς την ελληνική ομογένεια, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να ενσκήψετε στις σαφείς ανακοινώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών.
Η πρώτη έγινε στις 11 Φεβρουαρίου με την οποία συστήσαμε στους Έλληνες που ταξιδεύουν στην Ουκρανία να έχουν άμεση επαφή με τις διπλωματικές μας αποστολές.
Στις 14 εκδώσαμε δεύτερη ανακοίνωση με την οποία είπαμε στους Έλληνες να μην πηγαίνουν στην Ουκρανία και συμβουλεύσαμε τους Έλληνες που είναι στην Ουκρανία να αποχωρήσουν. Και να έρθουν σε επαφή με τις αρχές μας. Θυμίζω ότι το ταξίδι μου στη Μόσχα έγινε μετά από αυτό, έγινε στις 18.
Και στις 22 εκδώσαμε τρίτη ανακοίνωση μετά από σύσκεψη στην οποία ήταν και ο Υφυπουργός, ο κύριος Κατσανιώτης, στην οποία με εντονότερο ύφος ζητούσαμε από τους Έλληνες να φύγουν από την Ουκρανία.
Από εκεί και πέρα, ειλικρινά σας λέω, αν λάβετε υπόψη ότι επισκέφτηκα και τη Μαριούπολη και συνομίλησα με τον Ντμίτρο Κουλέμπα, τον Ουκρανό ομόλογό μου με τον οποίο διατηρώ και μια καλή προσωπική σχέση αλλά και επισκέφτηκα τη Μόσχα και είδα τον κύριο Λαβρόφ, δεν ξέρω τι παραπάνω θα μπορούσε να κάνει η ελληνική κυβέρνηση για να βοηθήσει την ελληνική μειονότητα, για τους Έλληνες υπηκόους που ήταν εκεί.
Μέχρι τώρα που συζητάμε, έχουμε εκτελέσει 5 επιχειρήσεις εκκενώσεων, ελπίζουμε ότι θα καταφέρουμε και μια έκτη, το «Νόστος 6». Εάν υπήρχε όλο αυτό το διάστημα κάτι παραπάνω που οποιοσδήποτε έκρινε ότι θα μπορούσε να γίνει νομίζω ότι το ορθό θα ήταν κατ’ ελάχιστον να είχε λεχθεί.
Εκτός αν κανείς οραματίζεται, γιατί ακούστηκαν όχι εντός της αιθούσης αλλά εκτός της αιθούσης, διάφορα τα οποία αγγίζουν τα όρια της αστειότητας, αν κανείς ανατρέχει στο 1919 όταν ο Κωνσταντίνος Νίδερ αποβιβάστηκε επικεφαλής του 1ου Σώματος Στρατού στην Οδησσό.
Είναι μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή, μια τραγική στιγμή. Το ελάχιστο που οφείλουμε όλοι είναι απόλυτη σοβαρότητα.
Έρχομαι επίσης στα όσα ακούστηκαν στην αίθουσα, όσον αφορά την ευρύτερη εξωτερική πολιτική πριν καταλήξω στο ζήτημα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και τη συμφωνία την οποία συζητάμε σήμερα και επί της οποίας με επάρκεια, όπως και εχθές, τοποθετήθηκε ο εισηγητής μας ο κύριος Ανδρέας Νικολακόπουλος.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η χώρα ασκεί μια πράγματι ευρύτερη πολιτική, κύριε Βούτση, έχετε δίκιο. Όχι εκτός των αρχών της, αλλά ευρύτερη. Θα μου επιτρέψετε όμως να σας παρατηρήσω ότι και η ανθρωπότητα μέσω των τεχνολογιών και της παγκοσμιοποίησης έχει συρρικνωθεί. Η Ελλάδα του 1974, του 1975, του 1976, είναι προφανές ότι δεν είχε τις ίδιες ανάγκες με την Ελλάδα του 2020, 2021, 2022. Έχει αλλάξει η ανθρωπότητα.
Αν θέλετε έχουν αλλάξει και οι ιστορικοί μας συνομιλητές. Πού βρισκόταν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα τη δεκαετία του ΄70, τη δεκαετία του ΄80; Πού βρισκόταν η Τουρκία; Η Ρωσία δεν υπήρχε, ήταν η Σοβιετική Ένωση ακόμη. Πώς ζητάτε λοιπόν από την ελληνική εξωτερική πολιτική να μείνει εκεί που ήταν τη δεκαετία του ΄80; Στην πραγματικότητα αυτό θα αποτελούσε μέγα στρουθοκαμηλισμό.
Το ερώτημα που χρειάζεται να τεθεί και να απαντηθεί από κάθε κυβέρνηση, κάθε έθνος, κάθε λαό, είναι πώς θα ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Και βεβαίως, ορθά λέχθηκε στην αίθουσα, ότι η Ελλάδα δεν ασκεί μία πολιτική αντιδιαστολής προς την Τουρκία, έχουμε μια αυτοτελή πολιτική, με τις δικές μας εθνικές προτεραιότητες, με τα δικά μας εθνικά συμφέροντα, με τις δικές μας αρχές, όπου βεβαίως λαμβάνουμε υπόψιν απολύτως την υπαρκτή τουρκική απειλή. Αλλά δεν προσδιοριζόμαστε από αυτό, δεν ασκούμε μια αντιτουρκική πολιτική.
Και πράγματι κ. Βίτσα όλοι ευχόμαστε να έρθει η στιγμή που θα μπορούσε η Τουρκία να φύγει από τις παράλογες αξιώσεις της, να επιλυθούν οι διαφορές και να ζήσουμε μαζί κι έχετε δίκιο ότι τότε θα μπορούσε να υπάρξει μία εκρηκτική δυναμική σταθερότητας, ασφάλειας, στην οικονομία, παντού, από μία τέτοια συνεννόηση.
Και βεβαίως, φοβάμαι ότι δεν είναι εύκολο αυτό να το δούμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, αλλά δεν παύω να το εύχομαι και η κυβέρνηση και νομίζω όλοι μας. Αλλά η Ελλάδα οφείλει να ανταποκριθεί σε αυτό το νέο περιβάλλον, το ευρύ περιβάλλον.
Θα μου επιτρέψετε να σας πω, αν δείτε τη ιστοσελίδα του Υπουργείου χθες, το πρωί συνομίλησα με τον Υπουργό Εξωτερικών του Βατικανού, το απόγευμα με τον Υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ, μεθαύριο θα πάω στη Νέα Υόρκη να δω τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για το ουκρανικό, για το λιβυκό, για τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Και τη Δευτέρα το βράδυ θα πάω στην Ινδία για να δω τον Υπουργό Εξωτερικών της Ινδίας.
Βεβαίως όλα αυτά το ΄80 θα ακούγονταν διαπλανητικά, αλλά αυτή είναι η εξωτερική πολιτική την οποία απαιτεί η συγκυρία. Και βεβαίως δεν υπήρχε στρατηγικός ορίζοντας της χώρας στον "Περσικό Κόλπο" όπως είπε ο κ. Λοβέρδος προηγουμένως, όπως τον ξέραμε να λέγεται παλιά. Δεν υπήρχε, ήταν εκτός του ορίζοντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τότε, αλλά τώρα οφείλει να είναι, διότι και ευκαιρίες και απειλές εκπηγάζουν από τον ευρύτερο χώρο.
Και είμαι πολύ περήφανος για αυτή τη συμφωνία που έρχεται σήμερα ενώπιόν μας.
Και ορθά κύριε Λοβέρδο, συμφωνώ πολύ μαζί σας τελευταία και ανησυχώ, ορθά παρατηρήσατε ότι δεν είναι σύνηθες να έρχεται μια αμυντική συμφωνία με μια χώρα που είναι ίσως από τις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις στον ευρύτερο Αραβικό κόσμο.
Δεν μπορεί αυτό να το περνάμε ως κάτι το αυτονόητο. Δεν υπογράφονται κάθε μέρα αμυντικές συμφωνίες. Και σας είπα και στην Ολομέλεια, δεν το συσχετίζω με την Τουρκία, γιατί δεν πρέπει να συσχετιστεί με την Τουρκία.
Σας παρεκάλεσα, όμως, να παρατηρήσετε ότι κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο, 4 Εμιρατινά F16 Block 60 με 130 άτομα προσωπικό ήταν στο αεροδρόμιο των Χανίων.
Όπως επίσης, σας παρακαλώ, μην πέσετε στον πειρασμό να ερμηνεύετε οτιδήποτε κάνει η χώρα κάτω από ένα φακό ενός οιονεί αντιτουρκισμού.
Δεν χρειάζεται αυτό. Εμείς δεν είμαστε αντίθετοι, οι φίλοι μας, οι σύμμαχοί μας να συνομιλούν με την Τουρκία. Μας ενδιαφέρει να συνομιλούν με την Τουρκία, να συνάπτουν συμφωνίες με την Τουρκία, διότι έτσι η Τουρκία ακούει αυτά που πρέπει να ακούσει και αν η Τουρκία κάνει στροφή και έρθει στην παράταξη των χωρών που αποδέχονται το Διεθνές Δίκαιο, που αποδέχονται το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, που αποδέχονται τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που δεν απειλούν άλλα κράτη με χρήση βίας, τόσο το καλύτερο για την Τουρκία, τόσο το καλύτερο για όλους μας.
Είναι θετικό να τα ακούει αυτά η Τουρκία. Και δεν έκρυψα ποτέ σε αυτήν την αίθουσα, ότι η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι μια πολιτική επάλληλων κύκλων την οποία σας έχω αναλύσει, και ο δεύτερος κύκλος είναι ο κύκλος της Βόρειας Αφρικής και της ευρύτερης αυτής περιοχής, που συνδυάζει τις άριστες σχέσεις με το Ισραήλ, με τις άριστες σχέσεις με πάρα πολλές χώρες του Αραβικού κόσμου.
Ποτέ παραδείγματος χάρη δεν είχαμε τις σχέσεις που έχουμε τώρα με την Αίγυπτο. Ποτέ. Ποτέ δεν είχαμε τις σχέσεις που έχουμε με τη Σαουδική Αραβία. Ποτέ.
Και αυτά δεν είναι αδιάφορα και αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε το σύνολο του εσωτερικού νομικού πλαισίου αυτών των χωρών, γιατί λέχθηκε αυτό ιδίως για τη Σαουδική Αραβία.
Και σας έχω ήδη πει ότι η εξωτερική πολιτική θα επεκταθεί και πέραν της Ινδίας. Στις Αρχιπελαγικές χώρες που έχουν τις ίδιες αντιλήψεις με εμάς.
Στην Υποσαχαρική Αφρική στην οποία ήδη έχω πάει σε 6 χώρες για την οποία σας λέω μόνο ότι την τελευταία φορά στη Σενεγάλη, που έγινε επίσης αντικείμενο κριτικής.
Την ώρα που κατέβαινε το ελληνικό αεροπλάνο, απογειωνόταν από το ίδιο αεροδρόμιο το αεροπλάνο του Προέδρου Ερντογάν. Και σας το λέω, όχι γιατί αντιδιαστέλλω με την Τουρκία, σας ξαναλέω αυτό είναι λάθος, αλλά γιατί πρέπει κανείς να αντιληφθεί ότι η Ελλάδα για να μπορέσει να επιβιώσει και να μεγαλουργήσει, πρέπει να αναπτυχθεί, να διευρύνει τις δυνατότητές της.
Ιστορικά πάντα ήμασταν μια κοσμοπολιτική ανοιχτή κοινωνία, εμπορευόμασταν πάντα τα όρια του γνωστού μας κόσμου κάθε φορά στις ιστορικές μας φάσεις.
Και βεβαίως άκουσα μια κριτική για ελληνικό πλοίο, ελληνικής ιδιοκτησίας που φόρτωσε ρωσικό πετρέλαιο. Δεν υπάρχει απαγόρευση εξαγωγής ενέργειας στις κυρώσεις μας αν θυμάμαι καλά. Και βεβαίως δεν είναι αυτή η κυβέρνηση που θα καταστήσει τον ελληνικό εφοπλισμό απολογούμενο.
Αλλά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θέλω να είμαι επίσης σαφής. Πρέπει να συνομολογήσουμε την ανάγκη μιας νέας συνολικής αρχιτεκτονικής. Πρέπει να τη συνομολογήσουμε. Δεν μπορούμε να μείνουμε περιορισμένοι στο στενό μας γεωγραφικό χώρο του νότιου τμήματος της βαλκανικής χερσονήσου. Πρέπει να αναπτυχθούμε.
Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι πρόκληση για την Ελλάδα, όχι στενού συμφέροντος, αλλά ευρύτερου ερωτήματος ασφάλειας ας πούμε. Έχουμε υποχρέωση απέναντι στη χώρα μας, απέναντι στις αξίες που εκπροσωπούμε, απέναντι στις αρχές που εκφράζουμε, να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας.
Και μπορούμε να το κάνουμε, χωρίς κόμπλεξ μικρομεγαλισμού, χωρίς να παριστάνουμε κάτι που δεν είμαστε, χωρίς να οραματιζόμαστε γεωπολιτικές επεκτάσεις αλλά προασπίζοντας τις αρχές μας, τα συμφέροντά μας και την οικονομική μας παρουσία, τις εξαγωγές μας, τις επενδύσεις στη χώρα μας, που είναι απαραίτητες για την επιβίωση στον 21ο αιώνα.
Καταλήγω, θα ήθελα να πω ειλικρινά ότι θεωρώ μεγάλο επίτευγμα της ελληνικής αντιπροσωπείας και της ελληνικής κοινωνίας το ότι συμφωνίες όπως η σημερινή ψηφίζονται από μια ευρύτατη πλειοψηφία. Ευρύτατη πλειοψηφία.
Αυτό σημαίνει ότι σε ένα μεγάλο βαθμό έχουμε περάσει σε ένα στάδιο εθνικής ωριμότητας, απαραίτητης για να επιβιώσουμε. Θυμίζω ότι οι εθνικοί διχασμοί, το λέω πάντοτε για να μένει καταγεγραμμένο, οι μεγάλοι εθνικοί διχασμοί έγιναν γύρω από θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Άρα είναι μεγάλο κεφάλαιο για το λαό, για το έθνος, για την πατρίδα ότι μπορούμε να βλέπουμε τις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος μαζί, να ομονοούμε. Να δημιουργούμε ένα αρραγές εθνικό μέτωπο και να πηγαίνουμε μπροστά.
Έτσι θα είναι η Ελλάδα ισχυρότερη στο μέλλον.
Σας ευχαριστώ πολύ.
16 Μαρτίου, 2022