Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Ν.Ι. Μέρτζου «Το Μακεδονικό» (ΥΠΕΞ, 27.03.2018)

Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Ν.Ι. Μέρτζου «Το Μακεδονικό» (ΥΠΕΞ, 27.03.2018)Ως Υπουργός Εξωτερικών, νιώθω ικανοποίηση να ακούω, και άκουσα τις δυο ομιλίες, του προκατόχου μου Υπουργού Εξωτερικών, Βαγγέλη Βενιζέλου, και τον ευχαριστώ πολύ για όλες τις σκέψεις του και του Προέδρου του Ποταμιού, Σταύρου Θεοδωράκη, τον ευχαριστώ για τις σκέψεις του και τις κριτικές διαπιστώσεις που κάνει. Θέλω να τους ευχαριστήσω και τους δύο και θέλω βέβαια να ευχαριστήσω το συγγραφέα του βιβλίου. Το τελευταίο διάστημα έχουμε αφιερώσει πολλές ώρες στην προσπάθεια  να βρούμε ένα κοινό σημείο που θα συσπειρώσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, όχι για το χθες, αλλά για το αύριο. Θέλω να ευχαριστήσω όπως πάντα και τους διερμηνείς, που χάρη σ’ αυτούς οι ξένοι Πρέσβεις που δεν ομιλούν ελληνικά -γιατί πολλοί μιλούν ελληνικά- είναι σε θέση ν’ ακούσουν τη σημερινή μας συζήτηση.

Ο Νίκος Μέρτζος, προέρχεται πολιτικά από τον ακριβώς αντίθετο χώρο απ’ όπου προέρχομαι εγώ. Όμως, θα έλεγα, ότι έχουμε κάτι το κοινό: σθένος και παρρησία. Αυτό που πιστεύουμε το λέμε, όσο κι αν ενοχλούμε. Και όσο και αν κάποιοι θέλουν να μας ρίξουν κάμποσες σφαίρες, δε μας πιάνουν. Ο Νίκος Μέρτζος είναι άνθρωπος με μεγάλη γνώση του Μακεδονικού και με αφοσίωση σ’ αυτό το θέμα. Και πρέπει να πω ότι, κάθε μέρα με τόλμη ανακαλύπτει πώς θα μετουσιώσει τις γνώσεις του πάνω στο Μακεδονικό και την πείρα του σε μια αντίληψη που να βοηθά τη χώρα στις σημερινές συνθήκες. Θα έλεγα ότι είναι ένας τολμηρός ταξιδευτής της Μακεδονίας, της Ελληνικής Μακεδονίας. Ένας τολμηρός ταξιδευτής σε μια χώρα, όπως η δική μας, που ζει σε μια περιοχή με μεγάλη αστάθεια, με πολλαπλούς κινδύνους. Όπου κάθε μας βήμα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικό, κι όπου ζούμε σε μια εποχή που οι παραδοσιακοί συσχετισμοί ισχύος, όπως τους είχαμε γνωρίσει -τουλάχιστον εγώ στα νιάτα μου, ή και μετά από το ’89- δεν ισχύουν. Κι αυτό διότι ο κόσμος βρίσκεται σε μεγάλες αλλαγές. Η Δύση που γνωρίζαμε δεν είναι η Δύση που βλέπουμε μπροστά μας. Και η ισχύς των ΗΠΑ δεν είναι ίδια με εκείνη τις προηγούμενες δεκαετίες.

Ζούμε επίσης σε μια περίοδο όπου το μεγάλο πρόβλημα της Μέσης Ανατολής δεν αρχίζει πια και τελειώνει στο Παλαιστινιακό και στην αντίθεση Ισραήλ – Παλαιστινίων. Υπάρχουν, πλέον, ισχυροί διαχωρισμοί ανάμεσα σε Σιίτες και Σουνίτες. Ισχυροί ανταγωνισμοί ανάμεσα σε κράτη όπως το Ιράν, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία. Είμαστε σε μια περιοχή μεγάλων αλλαγών, ιδιαίτερα μετά το 1989, τις οποίες δεν τις αντιληφθήκαμε σε βάθος. Συχνά τις αντιμετωπίσαμε στην περιοχή μας, εδώ στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ή στα Βαλκάνια -όπως θέλετε πείτε το- με αλαζονεία, απρόσεκτα, χωρίς να σκεφτόμαστε το αύριο.

Σ’ αυτό το τοπίο πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε και το πρόβλημα των σχέσεών μας με τη βόρεια γείτονά μας, με την οποία είμαστε σε μια συζήτηση για το ονοματολογικό. Σ’ αυτό το πεδίο, οφείλουμε ν’ απαντήσουμε τί θέλουμε και τί προτιμάμε. Θέλουμε μια γείτονα χώρα σταθερή που να μας θεωρεί καλούς της φίλους, και να είμαστε πραγματικά, ή θέλουμε μια χώρα σε αστάθεια που μπορεί ν’ αποσυνδεθεί και άλλες χώρες με άλλους αλυτρωτισμούς να παρέμβουν σ’ αυτή τη διαδικασία; Θέλουμε μια χώρα που ν’ αποτελεί κομμάτι της δαγκάνας της Τουρκίας στην περιοχή, που να εκπαιδεύει τους στρατιωτικούς, την ελίτ, να οικοδομεί ιδρύματα θρησκευτικής πίστης με τρόπο που ν’ αυξάνει την εχθρότητα απέναντί μας; Μου είπαν οι Αλβανοί φίλοι μου όταν ήμουν προχθές στα Σκόπια, ότι ένα απ’ τα μεγάλα τους προβλήματα είναι ότι ενώ είναι η ταυτότητά τους εθνική, κάποιοι θέλουν να τους τη μετατρέψουν σε θρησκευτική και μάλιστα ενώ είναι ήπιων τόνων εθνική ταυτότητα, να μετατραπεί σε  φονταμενταλισμό θρησκευτικό.

Ως παλιός μαρξιστής, θα έλεγα ότι τους αγώνες στην κοινωνία, μπορούσε κανείς να τους ταξινομήσει σε δύο τύπους: σ’ αυτό που λέμε στους κλασικούς κοινωνικούς αγώνες, ή ταξικούς αλλιώς, και σ’ αυτούς που από το 19οαιώνα στη Γερμανία του Μπίσμαρκ, στην πρώτη του περίοδο, πριν να εμφανιστεί το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, και στις ΗΠΑ του 20ου αιώνα και σήμερα ακόμα, ονομάζονται ως πόλεμοι ή αγώνες πολιτισμού. Είναι δυο διαφορετικά πράγματα, διαθλώνται μεταξύ τους. Αλλά το ένα είναι η πάλη ανάμεσα στην καθημερινότητα, στην εργασία, στο μισθό και στο κεφάλαιο και το άλλο αφορά στα δικαιώματα των γυναικών, στο δικαίωμα να εξοπλίζεσαι, στο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και ούτω καθ' εξής.

Αυτό, αν το δείτε μ’ έναν τρόπο, διαθλάται, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ακριβής η αντιγραφή του και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, όπως τα καταλαβαίνω εγώ τουλάχιστον στον περίγυρό μας. Έχουμε προβλήματα σκληρών αγώνων που είναι γεωστρατηγικά, γεωπολιτικά. Επί παραδείγματι με την Τουρκία. Και έχουμε προβλήματα που συνδέονται με τον πολιτισμό, με την ταυτότητα, με την κληρονομιά και που αναφέρονται περισσότερο στους βόρειους γείτονές μας. Είναι ολοφάνερο ότι ο δεύτερος τύπος προβλημάτων παίζει στην καθημερινότητα του πολίτη παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο: ο προσδιορισμός του τί είμαι, πού πάω, ποιος είναι αυτός, ποια είναι η κληρονομιά μου, ποια είναι η αποκλειστικότητά μου. Αλλά, για τη μακρόχρονη ζωή του κράτους, του έθνους μας, της πατρίδος μας, το κύριο είναι το πρώτο, είναι το γεωστρατηγικό. Η εξασφάλιση να μη μπορεί κανείς ν’ αμφισβητεί την κυριαρχία και την εθνική μας ανεξαρτησία. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα αν αντικρύσει κανείς τα μεγέθη.

Θέλω μ’ αυτό να πω ότι σέβομαι απόλυτα τους ανθρώπους που υπερασπίζονται αυτό που νιώθουν σαν ταυτότητά τους. Σέβομαι απόλυτα τους ανθρώπους, οι οποίοι πιστεύουν ότι το πιο σημαντικό πράγμα που κουβαλούν επάνω τους είναι ένα πολιτισμικό στοιχείο, ένα στοιχείο της θρησκευτικότητάς τους, ένα στοιχείο από την ιστορία της χώρας. Αλλά, για τη χώρα συνολικά, δεν αρκεί αυτό για να ιεραρχήσεις τους φίλους σου και τους εχθρούς σου. Για τη χώρα, πιο σημαντικό είναι, συνολικά, το ποιος σου αμφισβητεί την ύπαρξη, ή το ποιος σου αμφισβητεί κομμάτι της ύπαρξής σου, ή ποιος διεκδικεί κάτι από σένα πραγματικό, απτό, και ποιος διεκδικεί ν’ αυτοπροσδιορίσει ποια είναι ακριβώς η προέλευσή του, η εθνικότητά του.

Και βέβαια, πρέπει να σας πω ότι, το ζήτημα με τι φίλη βόρεια χώρα είναι κύρια ιστορικό, πολιτισμικό, ταυτότητας.  Δεν είναι σωστό ότι το όνομα «Μακεδονία» πάμε να το δώσουμε τώρα. Είπα κάπου, σε μια ραδιοφωνική από τις σπάνιες, όπως ξέρετε, συνεντεύξεις μου, ότι δεν πάμε για βαφτίσια. Το παιδί υπάρχει και λέγεται «Μακεδονία». Αυτοί ονομάζουν τον εαυτό τους ως «Μακεδονικό έθνος» έναν αιώνα τουλάχιστον. Και υπάρχουν ως «Μακεδονία», συγκροτημένοι σε πολιτική οντότητα με διάφορες μορφές, πριν από 70 χρόνια.

Και ξεκίνησε αυτή η συζήτηση, θυμίζω για τους πιο ειδικούς μας, στη δεκαετία του ’20, όπου μετά την αποτυχία των επαναστάσεων, του Σπάρτακου στη Γερμανία και της Δημοκρατίας του Συμβουλίου στην Ουγγαρία, γεννήθηκε στη σκέψη της Κομμουνιστικής Διεθνούς ότι το κέντρο της επανάστασης θα είναι το πολυεθνικό μακεδονικό περιβάλλον, η πολυεθνική, γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Και μόνο μετά από σύγκρουση του Στάλιν με τον Δημητρώφ, κατέπεσε η αντίληψη για την πολυεθνικότητα  που είχε και διεκδικήσεις πάνω στο σύνολο της γεωγραφικής Μακεδονίας. Και επέβαλλε ο Δημητρώφ τη θέση του, ότι αυτό το μόρφωμα, αυτή η οντότητα της Μακεδονίας, της περιοχής, δεν είναι πολυεθνική κατά βάση αλλά είναι Βούλγαροι οι οποίοι εξισλαμίστηκαν. Οι οποίοι, κάπως ‘μπαστάρδεψε’ στην επαφή με τους Σλάβους τη γλώσσα τους. Στο τέλος, υπήρξε μεγάλη σύγκρουση, το 1932-34, Τίτο-Δημητρώφ, όπου παραδόξως ο Στάλιν δικαίωσε τον Τίτο και εκχώρησε, κατά κάποιον τρόπο, την περιοχή της μετέπειτα Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, στη Γιουγκοσλαβία, η οποία κατείχε μ’ έναν τρόπο αυτή την περιοχή ήδη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν την ονόμαζε «Μακεδονία» στο μεσοπόλεμο.

Αυτή είναι η ιστορία. Και εμφανίστηκε, λοιπόν, η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας στα πλαίσια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί, όλοι αυτοί που θέλουν να μου ρίχνουν εκρηκτικά, σφαίρες κτλ., φαίνεται δεν αντιλήφθηκαν ότι στο ονοματάκι «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας»  υπήρχε το «Μακεδονία». Και αυτό τ’ ονοματάκι, η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», όταν έπεσε, κατέρρευσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, έβγαλε το «Σοσιαλιστική», όπως της ήταν μόδας στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90 και έμεινε η «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Και για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, υπάρχουν τα πρώτα ντοκουμέντα αυτής της εποχής της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, στην οποία και υπέρμαχοι του μεγάλου εθνικισμού, όπως ο τότε Υπουργός Εξωτερικών, υπέγραφαν ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Οι οποίοι λένε ότι δε μπορούν ν’ ‘αντέξουν’ τη λέξη «Μακεδονία» πουθενά, σε καμία σύνθετη ονομασία. 

Αυτή η λέξη, η «Μακεδονία», έγινε μια λέξη που περπάτησε και που έφτασε στην αναγνώριση 142 κρατών. Οι δε αναγνωρίσεις κυριαρχούν -να σας πω ως πολίτης, όχι ως Υπουργός- στη διεθνή δημοσιότητα, οποιαδήποτε ξένη εφημερίδα ανοίξεις, ή ραδιόφωνο ή τηλεόραση, έτσι αποκαλείται. Και ξαφνικά, επειδή για άλλη μια φορά κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια -δεν είναι η πρώτη- να λύσουμε το ζήτημα, όλοι ‘ανακαλύψαμε’ ότι τάχα πάμε να παραδώσουμε το όνομα, ότι ήταν αβάφτιστο το παιδί. Δε λεγόταν «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», δε λεγόταν «Μακεδονικό», τώρα στα καλά καθούμενα βρήκαμε π.χ. την Κεντρική Δημοκρατία των Βαλκανίων και είπαμε να τους πούμε «Μακεδόνες». Ω, τί έγκλημα…

Και μάλιστα από πίσω υποβόσκει ότι όποιος θέλει να δώσει σε μια σύνθετη ονομασία τ’ όνομα «Μακεδονία», λένε -έχω πάρει γύρω στα 800 τέτοια γράμματα- ότι θέλει να παραδώσει και τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη μαζί. Στην πραγματικότητα όμως είναι αυτοί που ταυτίζουν το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας με την Ελληνική Μακεδονία, που θεωρούν ότι αν αναγνωρίσεις κράτος που μπορεί να έχει το σύνθετο όνομα, το γεωγραφικό, της Μακεδονίας ένας τρίτος, ότι αυτό υπονοεί ότι τους ανήκει κι η Ελληνική Μακεδονία κι όχι το αντίστροφο. Το όνομα, λοιπόν, υπάρχει εδώ και 70 χρόνια ως πολιτική οντότητα. Υπάρχει σε ομοσπονδιακό κράτος της Γιουγκοσλαβίας. Και τότε, μαζί στην ίδια εποχή, διαμορφώθηκε και η λεγόμενη «μακεδονική γλώσσα». Γιατί ξέρετε, ότι «μακεδονική» γραπτή γλώσσα δεν υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του ’40. Συσκευάστηκε. Και αυτή η γλώσσα που συσκευάστηκε, αναγνωρίστηκε από τον ΟΗΕ το 1977 με τη λέξη «Μακεδονική». Και πού αναγνωρίστηκε αυτή η γλώσσα ως «Μακεδονική»; Στη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στην Αθήνα, για να μην κοροϊδευόμαστε. Και όταν κάποιοι θέλουν να μεταφέρουν αυτήν την ονομασία της «μακεδονικής γλώσσας» στον ISO και σε όλα αυτά τα συστήματα που δείχνουν τα ακρωνύμια, τις συντμήσεις και ούτω καθ' εξής, το 1992-1994, δεν υπήρχε ελληνική φωνή, αντιπροσώπευση 3 χρόνια σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις!

Αυτή είναι η αλήθεια των γραπτών που μένουν. Και μόλις το 2010, προς τιμήν του το ελληνικό κράτος επεδίωξε να το μεταμορφώσει, να το αλλάξει, να ξαναέρθει ως λέξη σαν «Μακεντόνσκι», δηλαδή η γλώσσα στη γλώσσα τους, αλλά δεν προωθήθηκε τότε καθόλου. Αυτή είναι, σύντομα,  ιστορία του Μακεδονισμού.

Και να πω και κάτι δεύτερο, ξέρω ότι στενοχωρώ καμιά φορά: ότι, ενώ η κυβέρνηση το 2008 κατάφερε, εξαιρετικά, να φτιάξει μια μεγάλη συμμαχία πάνω στις θέσεις μας και, θα περίμενα εγώ, ιστορικά, να πανηγυρίσει γι’ αυτή τη μεγάλη συμμαχία που έκανε, όπου κατάφερε από τα 26 τότε κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, τα 17 να συνταχθούν εξαρχής με τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, έφτιαξε ένα άλλο ‘σχήμα-μύθο’. Τα πρακτικά της συνεδρίασης του Βουκουρεστίου το 2008, δείχνουν ότι ο πρώτος που πήρε το λόγο ήταν ο Σαρκοζί και τρίτη η Μέρκελ, που στήριξε πλήρως τις ελληνικές θέσεις. Δήλαδή, βγήκαμε και πανηγυρίσαμε για ένα βέτο που δε χρειαζόταν να το βάλουμε. Μπορεί να τους το είπαμε κάποια στιγμή, μπορεί να πιέσαμε, και καλά κάναμε και πιέσαμε, και πήραμε την πλειοψηφία, αλλά δε βάλαμε βέτο. Και πήγαμε μετά και καταδικαστήκαμε απ’ το Δικαστήριο της Χάγης και κουβαλάμε μια καταδίκη πάνω στους ώμους μας για κάτι που δεν το κάναμε ακριβώς έτσι, να το πω ευγενικά, και το οποίο επικαλείται τώρα η άλλη πλευρά. Διότι, κάθε μελλοντική δυσκολία δεν θα είχε δυσκολία μόνο της ερμηνείας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, θα έχει και τη δυσκολία του πώς γυρίζει μια απόφαση Δικαστηρίου που κάθε άλλο παρά  υπέρ μας ήταν.

Αν συνοψίσω κάτι από την ιστορία όλη αυτή -που είναι πολύ πιο εκτεταμένη, αλλά δεν είναι εδώ η στιγμή- θα έλεγα ότι αυτό που μας έκανε πάντα κακό και σ’ αυτή την υπόθεση όπως και στην Ιστορία μας, αν θέλω να το συνοψίσω, είναι ότι οι μεγάλες φωνές κοστίζουν, ιδιαίτερα αν είναι παράφωνες. Και το 1897 και στη Μικρασιατική Καταστροφή, και σε άλλες υποθέσεις, μας κόστισαν.

Πιστεύω ότι πρέπει να το κατανοήσουμε ιστορικά. Υπάρχει μια ευρύτερη περιοχή, γεωγραφική, που λέγεται «Μακεδονία». Δεν ανήκει όλη σ’ εμάς, δεν τη μοίρασε η δική μας γενιά, μοιράστηκε το 1913 μ’ έναν τρόπο, στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Εκεί πήραμε το μεγαλύτερο τμήμα αυτής της γεωγραφικής περιοχής που λέγεται Μακεδονία. Αλλά, όπως ορθά ειπώθηκε και πριν, ένα πολύ μικρό κομμάτι το πήρε η Αλβανία. Είναι σαν το Κασμίρ του οποίου έχει πάρει η Κίνα ένα πολύ μικρό κομμάτι στη μοιρασιά. Ένα πιο μεγάλο κομμάτι πήρε η Βουλγαρία, η ονομαζόμενη από αυτούς «Μακεδονία του Πιρίν», στα βουνά πάνω. Και το σχετικά μεγαλύτερο από τα τρία υπόλοιπα του Ελληνικού, το πήρε αυτή η πολιτική οντότητα που συγκροτήθηκε και εντάχθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.  Αυτή η περιοχή λέγεται Μακεδονία και αυτή η περιοχή ανήκει σε 3 κράτη. Οι άνθρωποι που ζουν εκεί δικαιούνται να νιώθουν ότι είναι «Μακεδόνες»; Αυτό είναι το ερώτημα. Αν πάτε στη «Μακεδονία του Πιρίν», την ονομαζόμενη, στη Βουλγαρία, νιώθουν ότι είναι «Μακεδόνες» και πολλοί Υπουργοί της κυβέρνησής τους. «Μακεδόνες-Βούλγαροι». «Μακεδόνες», προερχόμενοι από τη γεωγραφική περιοχή, από το τάδε χωριό, από τον τάδε νομό.

Τί μπλέκει την υπόθεση; Ότι οι φίλοι που είναι στα Σκόπια είναι, ή προσπαθούν να γίνουν, το νεότερο ευρωπαϊκό κράτος. Το νεότερο ευρωπαϊκό έθνος, αν αφήσουμε το Κόσσοβο απ’ έξω. Και προσπαθούν να βρουν μια ιστορική ταυτότητα με τρόπο κατά τη γνώμη μας στρεβλό. Και αντί να περιοριστούν στην ταύτισή τους ότι είναι ένας λαός που αποτελείται από διαφορετικές κοινότητες με πλειοψηφία σλαβική, με δεύτερη μεγάλη κοινότητα, τους Αλβανούς, με Βλάχους και ούτω καθ' εξής, προσπάθησαν να ενοποιηθούν, να τσιμεντώσουν την ύπαρξή τους με εθνική ιστορία που δεν είχαν και με αναγωγή του «Μακεδονισμού» τους στην ιστορία και στην ταυτότητα τη δική μας. Κι από εδώ γεννήθηκε ο αλυτρωτισμός. Και είναι ολοφάνερο ότι το πρόβλημα του ονόματος συμπυκνώνει τον αλυτρωτισμό. Τον συμπυκνώνει στην ιστορία, στην εκπαίδευση, στα σύμβολα, τον συμπυκνώνει στον τρόπο που εκλογικεύεται η καθημερινότητα της συνείδησής των βορείων γειτόνων μας. Τον συμπυκνώνει, όμως, και σε τέτοια ειδικά σύμβολα όπως είναι το αεροδρόμιο, όπως ήταν η λεωφόρος που συνδέει τα σύνορα της Ελλάδος με τα Σκόπια.

Και θεωρώ μεγάλο βήμα -και δώσαμε εμείς από τη μεριά μας επίσης θετικά μέτρα- το ότι αυτά τα σύμβολα, άρχισαν να κατεβαίνουν, άρχισαν να περιορίζονται. Και δεν θεωρώ θαρραλέο να μη μας το αναγνωρίζουν αυτό εκείνοι που στα πρακτικά των συζητήσεών τους στο παρελθόν θεωρούσαν θεμελιακό αντικείμενο διαπραγμάτευσης το ν’ αλλάξει τ’ όνομα του αεροδρομίου. Όπως, δεν θεωρώ ορθό πολιτικά να μας τίθενται θέματα προς διεκδίκηση στη διαπραγμάτευση, που αυτοί που μας τα θέτουν, στις διαπραγματεύσεις που έκαναν, ουδέποτε τα έθεσαν. Γιατί έχουν κυβερνητική εμπειρία. Ξέρουμε πώς διαπραγματεύτηκαν. Και πολύ συχνά μ’ έναν τρόπο που δε θα ήθελα να τον ψέξω δημόσια γιατί δε βοηθάει καθόλου.

Επίσης, προωθήσαμε τα εξαιρετικής σημασίας μέτρα οικοδόμησης της εμπιστοσύνης, κοινώς ΜΟΕ. Μέτρα συνεργασίας Πανεπιστημίων, Ερευνητικών Κέντρων, προστασίας των συνόρων, πυρασφάλειας στην περιοχή. Μέτρα διασύνδεσης των αγωγών φυσικών αερίων και καθαρίσματος των παλιών αγωγών πετρελαίων από τη Θεσσαλονίκη προς τα Σκόπια. Μέτρα πάρα πολλά. Ξεκινήσαμε με 11, φτάσαμε τα 20, τώρα πάμε για την 3η δεκάδα. Μέτρα, τα οποία σπάσανε προκαταλήψεις. Όχι ολικά, όχι συνολικά, αλλά βοηθάνε -το λέει και τ’ όνομά τους- να οικοδομηθεί μια εμπιστοσύνη. Ποια είναι η εμπιστοσύνη; Την πρώτη φορά που πήγα στα Σκόπια και μιλούσα περί των αλυτρωτισμών τους και το βαθύ λάθος που κάνουν να ταυτίζουν τη γεωγραφία με την εθνική τους υπόσταση, εκείνοι μου έλεγαν ότι εμείς, τάχα, θέλουμε να διαλύσουμε την fYROM. Υπήρχε η αίσθηση ότι εμείς κακοβλέπουμε την ίδια την ύπαρξή της. Κι η απάντησή μας ήταν πολύ απλή: αυτό το κράτος -το είπα πειραχτικά- είναι δημιούργημα Θεού, με λάθος νονό, «God» με «Godfather». Δηλαδή, ότι εμείς σαν χώρα θέλουμε να υπάρχει αυτή η χώρα, δεν θέλουμε να διαλυθεί, δεν θέλουμε να οδηγηθεί η περιοχή σε νέες συγκρούσεις, δεν θέλουμε να υποταχθεί σε δαγκάνες τρίτων. Θέλουμε να υπάρχει εν ειρήνη και κοινή ανάπτυξη μαζί μας. Και γι’ αυτό, όταν ανοίξαμε ξανά το ζήτημα της ονομασίας και όλων όσων την ακολουθούν, δεν το κάναμε γιατί κάποιος μας πιέζει. Είμαστε και τυχεροί, είναι η εποχή που δεν πολυασχολήθηκε η Αμερική με την περιοχή, που η Γερμανία ήταν επί μήνες χωρίς κυβέρνηση. Και ούτε τους παίρνει να κάνουν πιέσεις. Ούτε έχουν διάθεση. Δεν ανοίξαμε, επίσης, το θέμα ούτε γιατί φοβόμαστε κάτι μεταφυσικά.

Το κάναμε γιατί πιστεύουμε ότι είναι εθνικό μας συμφέρον αυτή η χώρα να υπάρχει εν ειρήνη, σταθερή, εν ασφαλεία και να έχει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με την Ελλάδα. Το κάναμε, διότι η Ελλάδα έχει συμφέροντα όπως κάθε κράτος, αλλά και ένα στοιχείο που πρέπει να χαρακτηρίζει τα δικά μας συμφέροντα, είναι η αίσθηση της ευθύνης. Είμαστε μια πάρα πολύ μικρή χώρα στον παγκόσμιο χάρτη, μια ελάχιστη χώρα. Δε μετράμε σε πάρα πολλά παγκόσμια γεγονότα, πιθανόν. Αλλά στην περιοχή μας, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, είμαστε με απόσταση, όπως το εξηγεί και στο βιβλίο του ο Νίκος Μέρτζος, η ισχυρότερη χώρα. Μιάμιση φορά το ΑΕΠ των βαλκανικών κρατών, δυο φορές των Δυτικών Βαλκανίων. Κι ως η ισχυρότερη χώρα έχουμε ισχυρή ευθύνη για τη σταθερότητα της περιοχής και για το μέλλον της.

Εμάς μας συμφέρει μια περιοχή που θ’ ανθίζει οικονομικά και θ’ αναπτύσσεται μαζί μας, με τη χώρα, βγαίνοντας από την κρίση. Βγαίνουμε από την κρίση και βγαίνοντας από την κρίση, θα βγούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αν η περιοχή είναι σταθερή και συμπαρασυρθεί στην ανάπτυξή της. Βγαίνουμε από την κρίση, που σημαίνει ότι δεν επιβουλευόμαστε κανέναν, αλλά τους θέλουμε μαζί μας για ν’ αναπτυχθούμε. Βγαίνουμε από την κρίση, που σημαίνει ότι δεν πρέπει ν’ αφήσουμε να γίνονται βαλκανικές πολιτικές χωρίς εμάς. Διότι, η αντίληψη ότι η αδράνεια θα μας βοηθήσει, άρα δεν χρειάζεται να κάνουμε οτιδήποτε στην εξωτερική πολιτική, καθώς θα έρθουν να προσκυνήσουν αυτοί, είναι βαθιά λανθασμένη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Διότι, όπως είδατε, όποια χώρα της περιοχής δε συμπεριφέρθηκε απέναντι σε μια άλλη καλά, αυτή η τρίτη βρήκε αλλού στηρίγματα, αλλού οικονομικά ανοίγματα. Σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, δεν είναι ο γείτονάς σου ο μόνος με τον οποίο μπορείς ν’ αναπτυχθείς και να δυναμώσεις.

Θέλουμε επίσης, και μας συμφέρει, να τελειώνουμε με αυτά τα κληροδοτήματα της ιστορίας που μας κρατάει φυλακισμένους, διότι έχουμε μια εξωτερική πολιτική που έχει θετική ατζέντα. Ακόμα και στις διαπραγματεύσεις που κάνουμε με τα Σκόπια, προβάλλουμε την ανάγκη, οι όποιες λύσεις, να ενταχθούν σε μια θετική ατζέντα που θα δίνει προοπτική στους λαούς μας για συνεργασίες από τον πολιτισμό μέχρι τα πανεπιστήμια, από την καθημερινότητα του πολίτη και της κοινωνίας των πολιτών, μέχρι τα ζητήματα ασφάλειας. Θέλουμε να έχουμε θετική ατζέντα και να συγκεντρωθούμε στο πραγματικό πρόβλημα. Διότι υπάρχει μια τρέλα στην περιοχή. Ο ίδιος επιχειρηματίας που περιμένει να έρθουν οι Σκοπιανοί για ν’ αγοράσουν στο μαγαζί του, τρελαίνεται και βγαίνει στη διαδήλωση και λέει «μην τους αναγνωρίζετε, μην τους αποδέχεστε». Ο ίδιος που περιμένει πώς και πώς να κατέβουν και αυτοί. Είναι πάνω από 1 εκατομμύριο οι τουρίστες τους και πάνε στην Κεντρική Μακεδονία οι περισσότεροι, πάνε προς Καβάλα άλλοι, Κατερίνη. Αυτός που τους περιμένει με αγωνία για να νοικιάσει το δωμάτιό του, ο ίδιος μόλις ακούσει πώς αυτοχαρακτηρίζονται τους βλέπει ακόμα και ως εχθρούς.

Είναι ένα παράδοξο. Και πιστεύω ότι σ’ αυτό το παράδοξο ζουν μέσα και αυτοί που διαμαρτυρήθηκαν και πολλοί που δε διαμαρτυρήθηκαν. Άλλος βλέπει πιο πολύ τη μια πλευρά, άλλος βλέπει την άλλη. Για να φύγουμε από αυτό το τρελό παράδοξο, για να πάρουμε τις ευθύνες μας σαν ισχυρή για την περιοχή δύναμη, για να έχουμε την ευθύνη που πρέπει να έχουμε, πρέπει να κάνουμε συμβιβασμούς. Ο γείτονάς μας ο γεωγραφικός, δεν είναι ο γείτονάς μας στη γειτονιά ή ο απέναντί μας που βάζει δυνατά τη μουσική, μας ξυπνά το μεσημέρι και δεν του ξαναμιλάμε. Εγώ δεν πρόκειται να καλέσω ποτέ στο σπίτι μου έναν γείτονα που μ’ ενοχλεί απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, για να μην τσακωθούμε κιόλας. Αλλά, στην εξωτερική πολιτική, ο συμβιβασμός σημαίνει ότι θα μιλήσεις και μ’ αυτόν που δε σου αρέσουν όλα πάνω του. Θα μιλήσεις μ’ αυτόν που ενοχλείσαι και τον ενοχλείς κιόλας. Να θυμόσαστε ότι δε μας ενοχλούν μόνο, ενοχλούμε κιόλας. Και θα πρέπει με αυτοπεποίθηση να τους αντιμετωπίσουμε.

Δε μπορεί να φοβόμαστε εμείς, η ισχυρή Ελλάδα, η Ελλάδα με τη μακρόχρονη ιστορία της, η Ελλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ελλάδα της μεγάλης ιστορίας, της φιλοσοφίας, του Αριστοτέλη κτλ., να φοβάται να κάνει έναν συμβιβασμό μ’ ένα μικρό κράτος που δεν έχει βρει ακόμα την ταυτότητά του. Να φοβάται να επιδείξει ευθύνη στην περιοχή. Βέβαια ο συμβιβασμός δεν μπορεί να είναι σάπιος, δεν μπορούμε να πάμε να συμφωνήσουμε ότι θα λέγεται αυτή η χώρα «Μακεδονία» ή «Μακεδονία (Σκόπια)», όπως θα ήθελαν ίσως οι ίδιοι κάποια στιγμή. Το όνομα που θα συμφωνήσουμε δεν θα πρέπει να έχει αλυτρωτικά στοιχεία πάνω του. Διότι τα ίδια τα αλυτρωτικά στοιχεία πρέπει να φύγουν. Το όνομα αυτό θα πρέπει να έχει έναν γεωγραφικό προσδιορισμό. Έναν προσδιορισμό επιθετικό. Να έχει έναν προσδιορισμό, κατά συνέπεια, σύνθετο. Επειδή πολλοί λένε «όχι, να μη δώσουμε τίποτα», να ξαναθυμίσω αυτό που ακούστηκε συχνά σήμερα: η χώρα αυτή λέγεται πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Είναι από τις πιο εξαιρετικές σύνθετες ονομασίες στον κόσμο. Αντί για δυο λέξεις έχει τέσσερις. Ας πούμε δύο έχουν το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και ούτω καθ' εξής. Κι άλλες πολλές ονομασίες. Και στην ήδη υπάρχουσα ονομασία, σύνθετη, υπάρχει η λέξη «Μακεδονία».

Αυτή η χώρα πρέπει να είναι ευδιάκριτη. Και οι διατυπώσεις του ονόματος να είναι τέτοιες, που να μπορεί να ξεχωρίσει ο τρίτος ότι δεν πρόκειται για την ελληνική Μακεδονία. Και θεωρώ μεγάλη υπόθεση, στην οποία πρέπει κανείς να σταθεί, το γεγονός ότι σήμερα παραδέχονται οι άνθρωποι της χώρας στα βόρειά μας, ότι η λέξη «Μακεδονία» και η «μακεδονική γλώσσα» δεν αφορά το Μεγάλο Αλέξανδρο, δεν αφορά την αρχαιότητά μας. Ακόμα ο Υπουργός Εξωτερικών τους, ο Νικολάι Δημητρώφ, είπε ότι η γλώσσα τους είναι γλώσσα Σλαβική. Περί αυτού πρόκειται, εμείς τους λέμε Σλαβομακεδόνες συχνά, τη γλώσσα τη λέμε Σλαβομακεδονική. Δεν το θέλουν οι Αλβανοί της fYROM αυτό γιατί θα καταστεί αυτό το κράτος, κράτος μόνο αυτών των Σλαβομακεδόνων και όχι και των Αλβανών.

Κατά συνέπεια, πρέπει να βρούμε μια σύνθετη ονομασία που να εκφράζει την ιδιαιτερότητα και γεωγραφία αυτού του κράτους και ταυτόχρονα να μην προσβάλλει καμία από τις δυο πλευρές. Διότι, πιστεύω βαθιά -και το έχω καταλάβει από την ιστορία και την πείρα μου- ότι αν κάνεις διαπραγματεύσεις και επιβάλλεις μια λύση που η άλλη πλευρά δε θέλει, απλώς της επιβλήθηκε, γεννιέται ο ιστορικός αναθεωρητισμός, η διάθεσή της να τ’ αλλάξει όλα. Από τον τρόπο που χειριστήκαμε τ’ αποτελέσματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πήγαμε στ’ αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πιστεύω ότι ο καλός, ο έντιμος συμβιβασμός, θα συμβάλλει στην αύξηση, στον πολλαπλασιασμό των σχέσεών μας μ’ αυτό το κράτος, στη σταθερότητα και ασφάλεια στην περιοχή, στη διεθνή αναβάθμιση της χώρας και θα μας φέρει πιο κοντά με τους άλλους λαούς της περιοχής.

Και όταν άρχισα τις διαπραγματεύσεις -κι εξακολουθώ να το λέω- είπα στον κ. Νίμιτς μια φράση: Εμείς, κι εγώ προσωπικά, με το χέρι στην καρδιά, θέλω λύση. Έντιμη. Ούτε θα μου επιβάλλουν κάτι, ούτε θα επιβάλλω. Θέλω έναν έντιμο συμβιβασμό. Να έχει τη λέξη «Μακεδονία» μέσα, να περικλείεται αυτό, αλλά αυτή η «Μακεδονία» να είναι σαφές ότι δεν έχει σχέση με την κληρονομιά της ελληνικής ιστορίας. Αν τους αρέσει, με γεια τους με χαρά τους. Και ότι αυτή η «Μακεδονία» έχει γεωγραφικό προσδιορισμό, διότι είναι κομμάτι μιας ευρύτερης, γεωγραφικά προσδιορισμένης, περιοχής. Και ότι θα πρέπει να το λύσουμε το πρόβλημα με το χέρι στην καρδιά. Και θα πρέπει και η άλλη πλευρά, ν’ απαντήσει με το χέρι στην καρδιά: θέλει πράγματι λύση ή πιστεύει ότι μπορεί να βρει, με διαφορετικό τρόπο, δρόμους γι’ αυτό που ζητά;

Και το λέω «με το χέρι στην καρδιά» γιατί έχω μια αντίληψη για το τί είναι πατριωτισμός. Πατριωτισμός είναι ν’ αγαπάς τα πάτρια εδάφη, και τα μητρικά εδάφη, βέβαια. Πατριωτισμός είναι ν’ αγαπάς την ιστορία σου, την κουλτούρα σου, τις κατακτήσεις του λαού σου, τους αγώνες του λαού σου, την ομορφιά των ανθρώπων του λαού σου, την ομορφιά της πατρίδας σου, να ονειρεύεσαι ότι το καλοκαίρι θα πας σε μια παραλία, σ’ ένα νησί που αγαπάς, που είναι κομμάτι αυτής της πατρίδας σου, να ονειρεύεσαι και να χορεύεις ελληνικούς χορούς, να ξέρεις και ξένους, να σιγοψιθυρίζεις ελληνική μουσική, να νιώθεις ότι αυτός ο λαός έχει κάνει πολλά και σπουδαία πράγματα, για τα οποία είμαστε περήφανοι μ’ όλες μας τις αδυναμίες. Δεν είναι όμως πατριωτισμός, να αρνείσαι το δικαίωμα στην άλλη πλευρά να είναι κι αυτή περήφανη για τη δική της ιστορία. Την πραγματική, όχι την πλαστή. Ότι και αυτή της αρέσει ν’ ακούει τη δική της μουσική. Διότι αυτός τότε δεν είναι πατριωτισμός, είναι σωβινισμός, είναι ακραίος εθνικισμός. Αρνείσαι στον άλλον ότι κι αυτός δικαιούται να ταυτίζεται με τη δική του ιστορία, την πραγματική, όχι την ψεύτικη. Ότι κι αυτός δικαιούται να ταυτίζεται με το δικό του πολιτισμό, τον πραγματικά δικό του, όχι τρίτων.

Για μένα, λοιπόν, πατριωτισμός σημαίνει μια σύνθετη ονομασία. Αυτή η σύνθετη ονομασία πρέπει να ισχύει. Εξετάζοντας τις διαπραγματεύσεις τα τελευταία 20 χρόνια, είδα συχνά ένα μπέρδεμα, αν πρέπει να ισχύει μόνο για Διεθνείς Οργανισμούς, αν πρέπει να ισχύει και για διακρατικές σχέσεις. Το να ισχύει έναντι όλων πολλοί τ’ ονομάζουν erga omnes, αλλά το πραγματικό erga omnes είναι να ισχύει για όλους και για όλες τις σχέσεις, δηλαδή και για το εσωτερικό. Να ισχύει και να εκφράζεται αυτό και από τη διεθνή συμφωνία που θα κάνουμε στον ΟΗΕ, και από τη διακρατική συμφωνία που θα κάνουμε και από τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο Σύνταγμά τους. Γιατί; Διότι δεν πρέπει ν’ αφήσουμε στο μέλλον να γεννηθούν καινούργια προβλήματα τέτοιας φύσης. Διότι δεν θα πρέπει, εάν δεν το κάνουμε erga omnes, να έχουμε έναν καθημερινό καυγά με εσωτερικά έγγραφα που χρησιμοποιούνται διεθνώς και που εμείς θα τρέχουμε από πίσω να λέμε «παραβίαση της συνθήκης» κι εκείνοι θα σκέφτονται πώς να την παρακάμψουν αυτήν τη συνθήκη και να εμφανίσουν διεθνώς τα εσωτερικά τους έγγραφα που δεν έχουν τη διεθνή ονομασία. Διότι, χωρίς erga omnes θα έχουμε επενδύσει σε μελλοντικές τριβές καθημερινότητας που θα συσσωρεύσουν πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Επίσης, διότι η αλλαγή του Συντάγματος είναι αναγκαία όχι μόνο για τη δική μας εξασφάλιση, όπως ορθά ειπώθηκε εδώ και συμφωνώ, αλλά και για τη δική τους. Γιατί, ο επόμενος ‘Γκρουέφσκι’ θα τους εγκαλέσει: με ποιο δικαίωμα  διαπραγματεύτηκαν μια διεθνή ονομασία που αντίκειται στο Σύνταγμά τους; Υπάρχει, δηλαδή,  και η αντίστροφη οπτική.

Γι’ αυτό, πρέπει η συμφωνία που κάνουμε και που ελπίζω και δουλεύουμε και παλεύουμε να γίνει, να έχει σταθερότητα. Να μπορεί να επιβιώσει των δυσκολιών. Να αναπτύσσει την εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δυο πλευρές και όχι τη δυσπιστία. Να μπορεί να κάνει τη ζωή και εκείνων των ανθρώπων και των δικών μας ανθρώπων και των λαών μας και των κρατών μας, πιο εύκολη, πιο φιλική και πιο ειρηνική.

Η Ελλάδα είναι χώρα ευθύνης. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα με αυξημένες ευθύνες στην περιοχή. Γιατί έχει σχετικά μεγάλες χωρητικότητες, μεγάλες παραδόσεις, μεγάλη ιστορία, μεγάλες ικανότητες, αλλά όλα αυτά σημαίνουν μεγάλη ευθύνη. Δεν είναι παιχνίδι η εξωτερική πολιτική. Δεν είναι παιχνίδι η σχέση μας με τρίτους. Δεν είναι ο γείτονας που έχουμε τσακωθεί. Είναι η ευθύνη να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη της περιοχής, της χώρας μας, της σταθερότητας και ασφάλειας.

Σας ευχαριστώ πολύ.

28 Μαρτίου, 2018