Αγαπητοί μου φίλοι, έχω πολλούς λόγους να ευχαριστήσω σήμερα τον Ομότιμο Καθηγητή και Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων, τον κ. Στέλιο Περράκη.
Ο πρώτος είναι για το γεγονός ότι με προσκάλεσε σήμερα στην εκδήλωση αυτή, με τίμησε με την πρόσκληση και θα έχω την ευκαιρία να σας απευθυνθώ σε καιρούς, οι οποίοι είναι εξαιρετικά δύσκολοι και σύνθετοι. Ο δεύτερος λόγος είναι διότι μας αποχαιρετά από την Προεδρία και κατά τούτο θα έχω την τιμή ουσιαστικά να τον αποφωνήσω από την Προεδρία. Θα είναι βέβαια κοντά μας και στην Εταιρεία και στον δημόσιο λόγο, στον οποίο η ευθυκρισία του κ. Καθηγητή είναι ενίοτε αιχμηρή και δύσκολη για τους κυβερνώντες, αλλά είναι πάντοτε τεκμηριωμένη. Ο τρίτος και βασικός είναι ότι φέτος, κ. Καθηγητά, ρίξατε πάρα πολύ τον μέσο όρο ηλικίας. Θερμά συγχαρητήρια! Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Είναι πάντοτε το βασικό μου όνειρο να απευθύνομαι σε νεότερη γενιά ανθρώπων. Η δική μας γενιά έχει ήδη αναλώσει ένα μεγάλο κεφάλαιο από πολλές απόψεις. Έχουμε κάνει μία υπερανάλωση κεφαλαίου. Νομίζω ότι πρέπει επιτέλους να δώσουμε τόπο στις επόμενες γενιές, οι οποίες έχουν πολύ μεγαλύτερη ευρυμάθεια, πολύ μεγαλύτερη κατανόηση των φαινομένων και κυρίως, είναι μια κοσμοπολίτικη γενιά.
Θα ξεκινήσω από εκεί που το άφησε ο κ. Καθηγητής. Νομίζω ότι στην εξωτερική πολιτική πλέον δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα. Καμία. Και εξ’ αυτού του λόγου η παραδοσιακή προσέγγιση, κ. Καθηγητά, ότι σκοπός της εξωτερικής πολιτικής, της διπλωματίας, είναι να προβλέπει, είναι στην πραγματικότητα μία ουτοπία. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει οτιδήποτε.
Στις 6 Δεκεμβρίου το πρωί ξυπνήσαμε με τους συνεργάτες μου με την προοπτική να ταξιδέψουμε στο Λίβανο, όπου είχαμε κανονίσει επίσκεψη εργασίας με τον Πρωθυπουργό για να αναδείξουμε τη σημασία της επίτευξης ειρήνης μεταξύ Λιβάνου και Ισραήλ και να δηλώσουμε τη δική μας παρουσία και την ετοιμότητα για την παροχή βοήθειας. Μια επίσκεψη, η οποία πρωτίστως θα είχε συμβολικό χαρακτήρα για να αναδείξουμε τη σημασία της παύσης των εχθροπραξιών και της ειρήνευσης σε μια πολύ δύσκολη περιοχή. 6 Δεκεμβρίου χαλάει το αεροπλάνο. Δεν πάμε στις 6 Δεκεμβρίου. Κάνουμε μια αναδιοργάνωση, μια αναδιάταξη προγράμματος με την κυβέρνηση του Λιβάνου και κανονίζουμε να ταξιδέψουμε στις 16 Δεκεμβρίου. Ακριβώς 10 ημέρες μετά.
Πήγαμε, πράγματι, στον Λίβανο με μια διαφορά. Πήγαμε σε έναν άλλο κόσμο, έχοντας μεσολαβήσει το θαύμα της Συρίας. Και καταλαβαίνετε ότι πλέον από μια επίσκεψη υψηλού συμβολισμού σε ό,τι αφορά το κομμάτι της ανάδειξης της αξίας μιας επίτευξης εκεχειρίας, κατέστη στην πραγματικότητα μια επίσκεψη, στην οποία αναδείξαμε την πολυπλοκότητα των φαινομένων και την ανησυχία μας για το πού πηγαίνει εν τέλει η Μέση Ανατολή.
Τελείως διαφορετικό το περιβάλλον, τελείως διαφορετικές οι διακυβεύσεις. Σε δέκα μόνο μέρες. Γι’ αυτό, αντί για βεβαιότητες, εκείνο που προσπαθούμε στη σύγχρονη διπλωματία είναι να μπορέσουμε να αναδείξουμε όλα τα πιθανά σενάρια και να έχουμε μία ετοιμότητα με λύσεις για ό,τι πρόβλημα ανακύψει. Γιατί κανείς στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μέσα σε λίγες ημέρες το καθεστώς Assad, το οποίο φαινόταν αρκετά εδραιωμένο και με πολλούς φίλους, ισχυρούς φίλους έξωθεν, θα μπορούσε να καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Και παίρνω από εκεί το νήμα.
Θέλω να μιλήσω σήμερα για τη θεματολογία σας, μεταξύ δικαίου και πολιτικής. Όλες οι δοκιμασίες, οι οποίες ανακύπτουν, με σημείο αναφοράς τους Διεθνείς Οργανισμούς. Η απουσία αυτού του τύπου της παρουσίας Διεθνών Οργανισμών στη Συρία, σε μία χώρα, στην οποία νομίζω καταγραφόταν η μεγαλύτερη έξωθεν παρουσία, δηλαδή η παρουσία ισχυρών παικτών, οι οποίοι δεν είχαν να κάνουν με την κυριαρχία της χώρας, ανέδειξε ακριβώς αυτήν την εσωτερική διελκυστίνδα που οδήγησε και στην κατάρρευσή της. Μία πανθομολογούμενη αποτυχία της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας, η οποία συνέβη στη Συρία. Και δυστυχώς δεν είναι το μόνο παράδειγμα, επέκεινα της Λιβύης, του Αφγανιστάν και άλλων παραδειγμάτων.
Κατέρρευσε η Συρία και βεβαίως ορθώς μπορούμε να επιχαίρουμε για το γεγονός ότι πλέον δεν υφίσταται ένα καθεστώς απολύτως αυταρχικό και ολοκληρωτικό. Αλλά δικαιούμαστε επίσης να ανησυχούμε για όσα συμβαίνουν στη Συρία, για την προστασία των δικαιωμάτων, για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, για την επήρεια που θα έχει ο ξένος παράγων και βεβαίως η Τουρκία, για τη συνοχή, την εδαφική ακεραιότητα και τη συμπεριληπτικότητα στη χώρα και βεβαίως για την προστασία των θρησκευτικών κοινοτήτων και των μνημείων. Αυτά που ενδιαφέρουν στην πραγματικότητα, όχι μόνο τη Συρία, αλλά ολόκληρη την περιφέρεια και ολόκληρο τον κόσμο, διότι όλα αλληλεπιδρούν.
Η διεθνής αρχιτεκτονική κατέπεσε, όπως κατέπεσε νομίζω σε μεγάλο βαθμό και στους δύο πολέμους, όπου είχαμε φαινόμενα παντελούς αποτυχίας να μπορέσει να δημιουργηθεί ένα πλέγμα ασφαλείας, το οποίο θα εδραίωνε την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Και γι’ αυτό το λόγο, ξέρετε, εφευρέθηκαν διάφορες μεθοδεύσεις για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μία απόφαση. Η μεταπολεμική λογική της διεθνούς πολυμέρειας των Διεθνών Οργανισμών χτίστηκε πάνω στη λογική των αρνησίκυρων παικτών, της αρνησικυρίας, του βέτο. Με ποια λογική; Άλλοτε στη λογική του ότι θα πρέπει μία απόφαση να μπορεί να επικαθορίζεται από τους δυνατούς, τους ισχυρούς παίκτες, όπως συμβαίνει στο Συμβούλιο Ασφαλείας και άλλοτε από τους αδύναμους παίκτες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το κάθε κράτος, ανεξαρτήτως ισχύος, για τις μεγάλες αποφάσεις, έχει δικαίωμα αρνησικυρίας. Για εντελώς διαφορετικούς λόγους, αλλά κατ’ αποτέλεσμα στην ίδια λογική, του αρνησίκυρου παίκτη. Αυτό οδήγησε στο απόλυτο τέλμα.
Θα σας πω δύο μικρές ιστορίες. Η πρώτη μικρή ιστορία είναι μια ιστορία, την οποία την γνωρίζετε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πριν από ακριβώς ένα χρόνο, τέτοιες μέρες, Δεκέμβριος του 2023, η ευρηματικότητα του Γερμανού Καγκελάριου Scholz οδήγησε σε λήψη απόφασης για την έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας για την Ουκρανία στην κρίσιμη στιγμή, προτείνοντας ένα «pause de café», ένα διάλειμμα για καφέ στο οποίο απεχώρησε ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Orbán για να μπορέσει να ληφθεί η απόφαση δια ομοφωνίας. Έτσι βέβαια είχαμε, όπως καταλαβαίνετε και ακέραιο το σύστημα διαδικασίας λήψης απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και από την άλλη πλευρά είχαμε το ωφέλιμο αποτέλεσμα που ήταν αυτό για την Ουκρανία, χωρίς να εκτεθεί βεβαίως και ο Orbán, ο οποίος ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση. Είναι συνεπές, είναι ακριβές; Είναι νομικά ορθό; Θα το αφήσω στην κρίση σας. Το σίγουρο είναι ότι η ευθυκρισία της στάσης είναι υπό διακύβευση, για να είμαστε δίκαιοι. Άρα καταλήξαμε στο αποτέλεσμα, παρακάμπτοντας τον κανόνα.
Στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, στο Συμβούλιο Ασφαλείας -πάω στο δεύτερο πρόσφατο παράδειγμα εργασίας- ήρθε ένα σχέδιο Ψηφίσματος, στις 18 Νοεμβρίου του 2024, πριν από ένα μήνα περίπου. Το Ψήφισμα το έφερε από κοινού το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σιέρα Λεόνε. Ήταν ένα Ψήφισμα για το Σουδάν και ακολουθούσε έναν ακόμα κύκλο τρομακτικών επιθέσεων, ένοπλων συγκρούσεων, των αντιμαχόμενων, που οδήγησαν σε τερατουργήματα, που οδήγησαν σε στυγνές δολοφονίες, σε βιασμούς, εκμετάλλευση παιδιών, σε ανείπωτες καταστάσεις. Το σχέδιο Ψηφίσματος περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να εγκαταστήσει έναν μηχανισμό, έτσι ώστε να μπορεί να παρακολουθεί την τήρηση των κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου στη χώρα, η οποία βρίσκεται σε μια τραγική κατάσταση. Έντεκα εκατομμύρια φέρεται να βρίσκονται αυτή τη στιγμή αναγκαστικά εκτοπισμένοι και περίπου 20 εκατομμύρια σε καθεστώς φτώχειας και ανέχειας. Ήρθε προς κρίση, στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Το Ψήφισμα, το οποίο επαναλαμβάνω ήταν αμιγώς ανθρωπιστικό, τελικώς δεν επέτυχε. Υπήρξε αρνησικυρία εκ μέρους της Ρωσίας. Ένα αμιγώς ανθρωπιστικό Ψήφισμα. Έχει ενδιαφέρον. Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Μαγκλιβέρας αναφέρθηκε στο Ψήφισμα 76/262 του 2022, το οποίο προσπάθησε να δημιουργήσει μια νέα ισορροπία μεταξύ του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης.
Ακούσατε ότι πλέον όταν υπάρχει βέτο μέσα σε 10 εργάσιμες ημέρες το θέμα άγεται ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης για να δούμε τι γίνεται και εν πάση περιπτώσει να υπάρχει μια, όπως θα λέγαμε στο δημόσιο δίκαιο, στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο, μια ειδικά αιτιολογημένη κρίση για τον λόγο της αρνησικυρίας. και προσήλθε η Ρωσία για να πει τα σχετικά, προβάλλοντας -αυτό έχει ένα ενδιαφέρον- ότι θα πρέπει να διασφαλισθεί η αυτοδιάθεση των αφρικανικών λαών. Διότι η πραγματικότητα είναι -δεν χρειάζεται να σας το πω- ότι οι ίδιοι οι αντιμαχόμενοι, οι οποίοι ήταν εμπλεκόμενοι στο θέατρο αυτό του παραλόγου, δεν ήθελαν το Ψήφισμα του Σουδάν. Βεβαίως, από την άλλη πλευρά ισχύει και το ανάποδο. Από τα μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, και τα τρία κράτη της Αφρικής ψήφισαν υπέρ του Ψηφίσματος. Παρά ταύτα, το τελικό αποτέλεσμα, κ. Καθηγητά, είναι ότι το Ψήφισμα δεν πέρασε.
Και αναρωτιέται κανείς είναι αυτή η διεθνής αρχιτεκτονική ασφαλείας, τέτοιας δυναμικής, έτσι ώστε να μπορεί πράγματι να επιβάλλει το δίκαιο; Ή μήπως τελικά στη δοκιμασία κατισχύει η πολιτική του δικαίου, όπως είναι δομημένο το σύστημα; Παρένθεση. Μια μικρή ανάσα θα ήταν η επόμενη, γιατί θέλω να το τονίσω, δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των αρνησίκυρων παικτών.
Δεν έχει να κάνει με το αν είναι πέντε, όπως στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ή 27 όπως είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει να κάνει με την εγγενή διάθεση συναινέσεων στα πράγματα, παραδείγματος χάριν στον ΟΑΣΕ, στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, στην οποία συμμετέχουν 57 κράτη, εξαιτίας του ότι έπρεπε να υπάρχει συναίνεση (consensus), δεν μπορούσαν να συγκροτηθούν τα όργανα για πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα ο μεγαλύτερος Οργανισμός ασφαλείας στην Ευρώπη, ο οποίος θα μπορούσε να επιτελέσει και ένα ουσιαστικό ρόλο, να είναι σε καθεστώς πλήρους αδράνειας. Μετά από πολλά χρόνια συγκροτήθηκαν τα όργανα, υπήρξε το consensus και περιελάμβανε την από κοινού πρόταση της Ελλάδας και της Τουρκίας για να αναλάβουν τις δύο πιο σημαντικές θέσεις, με την παρούσα κυρία Τελαλιάν να αναλαμβάνει την πιο κρίσιμη θέση, του ODIHR. Βαρύ έργο, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα το επιτελέσει με επιτυχία.
57 κράτη -προσέξτε- συναίνεσαν, μεταξύ των οποίων η Ρωσία και η Ουκρανία, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, η Γεωργία έναντι πάντων, προφανώς η Κύπρος. Άρα καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι ένα ζήτημα, το οποίο έχει να κάνει με το δίκαιο. Έχει να κάνει με την πολιτική και δυστυχώς, με τις πολιτικές ισορροπίες.
Τι απαιτείται για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε μια ισορροπία; Πρέπει νομίζω, να ξαναδούμε το οργανωτικό και το λειτουργικό της διεθνούς λειτουργίας μας, της λειτουργίας των Διεθνών Οργανισμών. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι η συζήτηση σε ό,τι αφορά την αλλαγή στον τρόπο λήψης απόφασης, αλλά ακόμη και στη σύνθεση, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα είναι μεγάλη συζήτηση σε επίπεδο δικαίου των Διεθνών Οργανισμών για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ήδη η συζήτηση υφίσταται αδρομερώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα ξεκινήσει και στο επίπεδο του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Ειδικά για το Συμβούλιο Ασφαλείας, στο οποίο αναλαμβάνουμε σε 12 ημέρες, στη χειρότερη δυνατή νομίζω συγκυρία που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί μεταπολεμικά -και σκεφθείτε ότι παλέψαμε σκληρά για να είμαστε μέσα και να έχουμε αυτό το καταπληκτικό αποτέλεσμα, σχεδόν ομοφώνως από τα 182 κράτη που μας ψήφισαν- τίθενται δύο μεγάλα ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα έχει να κάνει συνολικά με τον τρόπο, με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, δηλαδή την έκφραση της αρνησικυρίας και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ Συμβουλίου Ασφαλείας και Γενικής Συνέλευσης. Η ισορροπία εντός του Οργανισμού. Αυτή τη στιγμή αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι πρόκειται για μία μη λειτουργική κατάσταση, η οποία θέλει μόχλευση.
Προς τα πού θα κινηθεί η μόχλευση είναι κάτι που θα δούμε, αλλά η μόχλευση βεβαίως δεν συνδέεται μόνο με τον τρόπο λήψης της απόφασης. Συνδέεται και με τη συγκρότηση καθ΄ εαυτού του οργάνου. Όταν έχεις μη μόνιμα μέλη, τα πέντε ιστορικά μέλη, τα οποία προέκυψαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποκλειομένων μεγάλων περιφερειών, όπως είναι για παράδειγμα η Αφρική ή η Νότιος Αμερική, οι χώρες της Ασίας, οι οποίες σήμερα αποτελούν τις ανερχόμενες δυνάμεις, καταλαβαίνουμε ότι δεν αδυνατίζει μόνο τη νομιμοποίηση στη λήψη των αποφάσεων, αλλά αδυνατίζει αρκετά και το ισοζύγιο σε ό,τι αφορά την πραγματική έκθεση των διεθνών προβλημάτων.
Θα καταλήξω, λέγοντας το ακόλουθο. Πιστεύω ότι η άσκηση για την προσπάθεια ανάταξης του δικαίου των Διεθνών Οργανισμών και της πραγματικής ισχύος των Διεθνών Οργανισμών είναι μια άσκηση, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολη. Είναι σχεδόν σισύφειο αυτό, το οποίο θα αναληφθεί τα επόμενα χρόνια για να μπορέσουμε να διασώσουμε την πολυμέρεια, η οποία σε στιγμές κρίσης, μεταξύ δύο πολέμων, δυστυχώς σήμερα βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα σε σχέση με εκείνη που βρισκόταν πριν από τρία χρόνια -πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Και η πραγματικότητα είναι ότι θέλει γενναίες αποφάσεις. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να πιστέψουμε σε αυτήν τη διεθνή πολυμέρεια. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτήν τη στιγμή, κ. Καθηγητά, δεν υπάρχει κρίση, η οποία να είναι εστιασμένη ή έστω να είναι διμερής ή έστω περιφερειακή. Καμία κρίση. Βλέπετε ότι αυτή τη στιγμή κατέρρευσε το καθεστώς Assad και ολόκληρη η οικουμένη ασχολείται με τη Συρία. Και αφήνω στην άκρη τις υπόλοιπες μεγάλες προκλήσεις που δεν έχουν να κάνουν με συρράξεις. 55 συρράξεις αυτήν τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη στην υφήλιο στα 197 κράτη. Περισσότερο από το 25% των κρατών βρίσκονται σε καθεστώς ένοπλης σύρραξης ή άλλης μορφής ένοπλης έντασης -περισσότερο από το ένα τέταρτο. Άρα, αντιλαμβανόμαστε και το μέγεθος του πράγματος. Αυτήν τη στιγμή χρειάζεται μια γενναιότητα στην προσέγγιση, την οποία θα έχουμε. Και πάνω απ’ όλα βεβαίως χρειάζεται μια πίστη στο διεθνές δίκαιο. Όπως σωστά λέει και ο καθηγητής Περράκης, το διεθνές δίκαιο δεν μπορεί να εφαρμόζεται à la carte. Με την εξής διαφορά, ότι για να εφαρμόσεις ισότιμα και erga omnes το διεθνές δίκαιο δεν αρκεί να υπάρχει ο κανόνας της διεθνούς νομιμότητας.
Θα πρέπει να υπάρχει και ένα σθένος διεθνούς νομιμότητας. Και το σθένος σε ό,τι αφορά τη διεθνή νομιμότητα έρχεται περισσότερο με την εφαρμογή αρχών, μιας διπλωματίας αρχών. Η διπλωματία, δυστυχώς, η οποία ασκείται σήμερα στη συντριπτική πλειονότητα των κρατών, είναι μια διπλωματία, η οποία είναι συναλλακτική. Είναι μια διπλωματία, η οποία είναι στενά ωφέλιμη, ενώ η διπλωματία θα έπρεπε να είναι διπλωματία αρχών με το διεθνές δίκαιο και μόνο με αυτό. Διότι η διπλωματία, είτε είναι αμιγώς με το διεθνές δίκαιο, είτε δεν είναι διπλωματία. Αυτό θα είναι το δικό μας motto από την 1η Ιανουαρίου που μπαίνουμε στη μάχη και να ελπίσουμε όλοι να βγούμε αλώβητοι και κυρίως να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι, το οποίο σήμερα φαίνεται αδύνατο. Να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε την αληθινή έννοια των εννοιών και των όρων του διεθνούς δικαίου και πρώτα απ’ όλα της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
21 Δεκεμβρίου, 2024