Παρέμβαση Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων (Αθήνα, 09.10.2019)

Παρέμβαση Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη στη  Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων  (Αθήνα, 09.10.2019)« Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Από το 1974 μέχρι τις μέρες μας, έχει διαμορφωθεί στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, ένα πολύτιμο μεταπολιτευτικό κεκτημένο. Η πατρότητα του κεκτημένου αυτού, ανήκει πρωτίστως στα δυο σημαντικότερα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στο πεδίο αυτό, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου, οι οποίοι τελικά συνδιαμόρφωσαν το κεκτημένο της μεταπολίτευσης.

Οι επιλογές της εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου σε ένα κόσμο διπολικό την εποχή εκείνη, ακολούθησαν πιστά τον πυρήνα όλων των στρατηγικών επιλογών, που είχαν γίνει από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Οι τελικές επιλογές του, μετέτρεψαν σε πράξη το δόγμα του «Ανήκομε εις τη Δύση» τόσο στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο και στο πεδίο του ΝΑΤΟ, δηλαδή της ευρωπαϊκής και ευρω-ατλαντικής πολιτικής ασφάλειας.

Το μεταπολιτευτικό Κεκτημένο αφορά τις κρίσιμες και διαχρονικές στρατηγικές επιλογές της χώρας:

Η 1η επιλογή μας, μια επιλογή που ξεκίνησε πάρα πολύ νωρίς, ξεκίνησε στην αρχή της δεκαετίας του 1950, αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, ήταν βεβαίως η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η παραμονή στο ΝΑΤΟ. Αλλά, στο δημόσιο διάλογο, στη συλλογική κατανόηση που έχουμε για τα πράγματα, αργήσαμε να παραδεχτούμε τη σημασία αυτής της επιλογής.

Η 2η επιλογή, είναι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, όπου βεβαίως πηγαίνουμε από πλευράς κοινωνικής πρόσληψης και δημόσιας ρητορικής με εντυπωσιακή ευκολία, από το ζενίθ στο ναδίρ και τούμπαλιν. Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι οι σχέσεις είναι σταθερές, είναι στρατηγικές, βελτιώνονται και, βέβαια, τώρα η νέα συμφωνία που υπογράψαμε με τις ΗΠΑ είναι βασικό βήμα, μέσω του οποίου προσπαθούμε να αναδείξουμε το στρατηγικό βάρος της χώρας μας και να αντλήσουμε τα μέγιστα δυνατά εθνικά οφέλη για την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή.

Η 3η σταθερά, είναι η στρατηγική της αποφυγής εντάσεων με την Τουρκία και η πολιτική ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να είναι εφικτή η αποτροπή της τουρκικής απειλής.

Η 4η σταθερά, είναι η επιλογή του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου σε όλες τις εκφάνσεις της εξωτερικής μας πολιτικής.

Η 5η σταθερά, είναι ότι η Ελλάδα είναι πάντοτε η χώρα που επιζητά σταθερότητα στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Βασική μας επιλογή είναι η ειρήνη, η ασφάλεια και η σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή, η μη αμφισβήτηση των υφιστάμενων συνόρων. Επιλέξαμε να προσπαθήσουμε να συνορεύουμε με χώρες που ανήκουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, γι’ αυτό και ήμασταν οι πρώτοι που στήριζαν και στηρίζουν την ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανικών χωρών και της Τουρκίας.

Η 6η σταθερά, είναι η επιλογή μας να έχουμε φιλικές έως προνομιακές εταιρικές σχέσεις με τη Ρωσία, τις οποίες βεβαίως έχουμε χωρίς να αποβάλλουμε την ιδιότητα της χώρας – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Η 7η σταθερά, είναι η διατήρηση της μεσογειακής μας διάστασης, σε σχέση με το βαλκανικό στοιχείο. Προτεραιότητα της εξωτερικής μας πολιτικής είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με όλες τις χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η 8η σταθερά μας, είναι οι καλές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο. Ένα απτό αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής μας είναι η στέρεη σχέση με την Αίγυπτο.

Αυτό μας οδηγεί και στην 9η και νεότερη σταθερά, που είναι οι καλές σχέσεις με το Ισραήλ.  Αυτό μας οδήγησε και στην επιλογή των τριγωνικών σχημάτων συνεργασίας Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ και στη συνέχεια Ελλάδα – Κύπρος – Αίγυπτος.

Η 10η στρατηγική επιλογή, είναι το συνειδητό και επίμονο άνοιγμα των σχέσεών μας με την Κίνα, το οποίο πράγματι οφείλεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στον ελληνικό εφοπλισμό, που τώρα όμως πια έχει πάρει στρατηγική μορφή, μετά τη συμφωνία για το λιμάνι του Πειραιά με την Cosco.

Τέλος 11η και ίσως η σημαντικότερη στρατηγική επιλογή είναι η ένταξη στην ΕΕ και η συμμετοχή στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.  Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε την πλέον στρατηγική επιλογή για λόγους πρωτίστως πολιτικούς.

Τα τελευταία χρόνια, διάφορες προκλήσεις έχουν ρίξει τη σκιά τους πάνω από την Ελλάδα και την Ευρώπη. Η οικονομική κρίση, το μεταναστευτικό, η τρομοκρατία, το Brexit, για να αναφέρουμε μερικές μόνο από αυτές. Δυστυχώς, οι προκλήσεις αυτές αποτελούν πρόσχημα για να κερδίσουν έδαφος οι λαϊκιστές και ακραίες φωνές από κάθε ιδεολογικό φάσμα, ισχυριζόμενοι ότι με την απομόνωση θα μπορέσουμε να τις ξεπεράσουμε. Αυτή είναι μία αφελής, ανεύθυνη και επικίνδυνη προσέγγιση.

Μετά από δέκα χρόνια κρίσης, η Ελλάδα επιστρέφει πιο ενεργά στα δρώμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και επιστρέφει δυναμικά, με όραμα, πίστη και όρεξη για δουλειά. Επιστρέφει σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση που, επίσης, γυρίζει σελίδα. Σε μία Ένωση που, μετά την οικονομική κρίση, αλλάζει ατζέντα, αφήνοντας πίσω συζητήσεις για πακέτα διάσωσης, και επιλέγει να κοιτάξει μπροστά, οικοδομώντας ένα νέο γεωπολιτικό ρόλο.

Σε αλλεπάλληλες εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές, οι ψηφοφόροι μας έχουν δώσει ηχηρό μήνυμα ότι οι πολιτικές ηγεσίες δεν μπορούν να συνεχίσουν τις ίδιες πολιτικές και ότι, επιτέλους, ήρθε η ώρα να απομονωθεί ο λαϊκισμός και οι ακραίες φωνές.

Έχουν υποδείξει πως θέλουν μια Ευρωπαϊκή Ένωση πιο αποτελεσματική και ισχυρή, πιο ασφαλή και πιο κοινωνικά δίκαιη. Με άλλα λόγια θέλουν περισσότερη Ευρώπη, πράσινη Ευρώπη, μία Ένωση όπου κανένας πολίτης, καμία κοινωνική ομάδα ή γεωγραφική περιοχή δεν θα μείνει πίσω, αποκλεισμένη από την ανάπτυξη.

Σήμερα η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις, οι οποίες πρόκειται να συζητηθούν στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο:

-  η Διεύρυνση της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια,
- ο μακροχρόνιος οικονομικός σχεδιασμός της Ένωσης με την υιοθέτηση του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου,
- η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ενός κορυφαίου κράτους-μέλους (BREXIT) και
- η προστασία των εξωτερικών συνόρων.

Σε ό,τι αφορά την πολιτική Διεύρυνσης, η Ελλάδα ανέκαθεν υποστήριζε την Ευρωπαϊκή Πολιτική Διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια, καθώς την θεωρεί ένα ισχυρό μέσο επίτευξης ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας για την ευρύτερη περιοχή.

Ωστόσο, η ελληνική υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τήρηση ισχυρής αιρεσιμότητας, καθώς και με την αρχή των ιδίων επιδόσεων των υποψηφίων χωρών. Επειδή το αλβανικό εθνικό στοιχείο είναι διάσπαρτο σε όλη την περιοχή, ο διαχωρισμός και η έναρξη διαπραγματεύσεων με μία μόνο υποψήφια χώρα, μπορεί αντί να εμβαθύνει τη σταθερότητα να προκαλέσει την επαναφορά της αποσταθεροποίησης στα βόρεια σύνορά μας. Γι’ αυτό, η χώρα μας θεωρεί ότι θα πρέπει να ληφθεί ταυτόχρονα η απόφαση έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τις δύο χώρες (coupling), αποφεύγοντας την αποσύνδεση των υποψηφιοτήτων τους (decoupling).

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που θα συζητηθεί τόσο στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της επόμενης εβδομάδας, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου είναι και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Το Δημοσιονομικό Πλαίσιο της Ε.Ε., ο επταετής (2021-2027) δηλαδή προγραμματισμός των εσόδων και των δαπανών της, αποτελεί προφανώς εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα, αφού από το περιεχόμενό του εξαρτάται άμεσα η ικανότητα της Ένωσης να εφαρμόσει εκείνες τις πολιτικές και δράσεις που θεωρούνται αναγκαίες για την επίτευξη των κοινών στόχων. Κεντρική ελληνική προτεραιότητα αποτελεί η διασφάλιση στο νέο προϋπολογισμό των παραδοσιακών πολιτικών δηλαδή της πολιτικής για τη Συνοχή και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Η διατήρηση του ύψους των δαπανών για αυτές τις δύο πολιτικές, στο σημερινό περίπου επίπεδο, κρίνεται αναγκαία.

Στην κατεύθυνση αυτή η Κυβέρνηση επιδιώκει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα για τα κράτη-μέλη που υπέστησαν τις επιπτώσεις της εξαιρετικά σοβαρής οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερα δε της Ελλάδας η οποία επλήγη περισσότερο από κάθε άλλο κ-μ., με μείωση κατά 25% του ΑΕΠ της.  Στόχος είναι η πρόβλεψη αυτή, σε δημοσιονομικούς όρους, να οδηγήσει στο κατάλληλο ύψος των κονδυλίων που θα διατεθούν στην Ελλάδα, αυξάνοντας το ύψος της σχετικής χρηματοδότησης.  Αξίζει να αναφερθεί ότι το ύψος του νέου Προϋπολογισμού της ΕΕ θα επηρεασθεί σημαντικά λόγω του Brexit.

Πράγματι, το Brexit έχει πλέον μπει στην καθημερινότητα όλων μας, καθώς οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και μας επηρεάζουν άμεσα. Brexit χωρίς συμφωνία σημαίνει ότι την 1 Νοεμβρίου 2019 η Μεγάλη Βρετανία θα είναι χώρα εκτός ΕΕ. Η Συμφωνία Αποχώρησης δεν θα τεθεί σε εφαρμογή και δεν θα υπάρχει οποιαδήποτε εναλλακτική εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΒ. Σε εθνικό επίπεδο έχει υλοποιηθεί πολύ αποτελεσματικά ένας διυπουργικός σχεδιασμός από το Υπουργείο Εξωτερικών και ένα σχέδιο δράσης με σαφές χρονοδιάγραμμα ενεργειών για την έγκαιρη προετοιμασία της Ελληνικής δημόσιας διοίκησης για το σενάριο no deal.

Άμεσα πρόκειται να καταθέσουμε ένα νέο πολυνομοσχέδιο με τις επιμέρους δράσεις και ρυθμίσεις για την έγκαιρη και αποτελεσματική διαχείριση της σύνθετης αυτής πρόκλησης που συνεπάγεται το BREXIT.

Βραχίονας της νομοθετικής ρύθμισης είναι το επιχειρησιακό Σχέδιο Δράσεων (Αction Plan) με 128 εκκρεμότητες και τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν από τα Υπουργεία και τις Αρχές το οποίο βρίσκεται σε ιδιαίτερα προχωρημένο στάδιο. Παράλληλα εργαζόμαστε  για την μετά BREXIT εποχή και τη διατήρηση και εμβάθυνση  των διαχρονικών και ιστορικών σχέσεων με την Μεγάλη Βρετανία.

Ένα άλλο σημαντικό θέμα που θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης κατά την επικείμενη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 17 και 18 Οκτωβρίου είναι και η στάση της Τουρκίας, τόσο ως προς την παραβατική της συμπεριφορά στις θαλάσσιες ζώνες της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και στο προσφυγικό ζήτημα.

Όσον αφορά τις ενέργειες της Τουρκίας εντός των θαλασσίων ζωνών της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι αυτονόητο ότι η Ελλάδα θα υποστηρίξει την Κύπρο στη σχετική συζήτηση, εφόσον η κυπριακή πλευρά επιδιώξει να ληφθούν περαιτέρω στοχευμένα μέτρα/κυρώσεις κατά της Τουρκίας.

Ως προς το προσφυγικό / μεταναστευτικό ζήτημα, η Ελλάδα θεωρεί ότι η Τουρκία οφείλει να πράξει περισσότερα για τον περιορισμό των ροών, οι οποίες έχουν σημειώσει δραματική αύξηση τους τελευταίους μήνες.  Η Ευρώπη οφείλει να δράσει συλλογικά στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, με βάση τις αρχές της αλληλεγγύης και της ισότιμης κατανομής βαρών, παρέχοντας κάθε είδους συνδρομή στις χώρες πρώτης εισόδου.  Η χώρα μας είναι έτοιμη, επιπλέον, να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη υλοποίηση της Κοινής Δήλωσης, επιταχύνοντας τον ρυθμό των επιστροφών.

9 Οκτωβρίου, 2019