Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
ευχαριστώ πολύ τη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων και την Ειδική Επιτροπή Περιβάλλοντος για την ευκαιρία που μου δίνουν να ενημερώσω τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων για ορισμένες σημαντικές εξελίξεις στο φάσμα της εξωτερικής μας πολιτικής, σε θέματα μείζονος εθνικού ενδιαφέροντος, περιφερειακού ενδιαφέροντος, αλλά και παγκοσμίου ενδιαφέροντος, όπως η Ουκρανία.
Α. Οι εξελίξεις στο Κυπριακό
Θα μου επιτρέψετε για προφανείς λόγους να ξεκινήσω από τις πρόσφατες εξελίξεις στο Κυπριακό, που είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω σε έκτακτη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής.
Η πάγια διαχρονική ελληνική θέση είναι πως στην Κύπρο συντελείται κατ' εξακολούθηση μια βάρβαρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, καθώς το πρόβλημα, από το 1974 μέχρι σήμερα, δυστυχώς, αδιαλείπτως, είναι μια παράνομη στρατιωτική εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή μεγάλου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία δεν ασκείται η δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν ισχύει το ευρωπαϊκό κεκτημένο παρά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. και στη Ζώνη του Ευρώ.
Από το 1977, από την πρώτη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Ραούφ Ντενκτάς, η Ελλάδα στηρίζοντας την ελληνοκυπριακή ηγεσία, έχει αποδεχθεί πως η λύση του Κυπριακού πρέπει να είναι φυσικά δίκαιη, βιώσιμη, να εναρμονίζεται με τις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, να είναι μια λύση διζωνική, δικοινοτική, ομοσπονδιακή και μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2004 στην Ε.Ε., έχει προστεθεί σε αυτή τη δέσμη βασικών αρχών και η ισχύς του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Αυτή είναι η αφετηρία από την οποία εκκινούμε.
Η αλήθεια είναι ότι έχουν αποτύχει ιστορικά πολλές προσπάθειες για μια λύση στο Κυπριακό. Η τελευταία προσπάθεια έγινε το 2004 με την απόρριψη του λεγόμενου «Σχεδίου Ανάν» από την ελληνοκυπριακή πλευρά, από την ελληνοκυπριακή κοινότητα στο δημοψήφισμα που οργανώθηκε, αλλά πρέπει να τονίσω ευθύς εξ αρχής ότι, από το 2004 και μετά έχει διαμορφωθεί ένα πάρα πολύ σημαντικό κεκτημένο, που είναι η αναγνώριση του κυριαρχικού δικαιώματος του κυπριακού λαού να αποφασίζει αυτός άμεσα, με δημοψήφισμα, για την τύχη του, κάτι που δεν είχε αναγνωριστεί ποτέ έως το 2004. Γιατί, όπως ξέρετε πάρα πολύ καλά, το νομικό θεμέλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου του 1960, στις οποίες είναι προσαρτημένο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960, ποτέ δεν τέθηκαν άμεσα, μέσω δημοψηφίσματος υπό την έγκριση του κυπριακού λαού.
Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι τώρα πλέον η διεθνής κοινότητα, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο Ασφαλείας, η τουρκοκυπριακή κοινότητα, η Τουρκία, που είναι υπεύθυνη για την εισβολή και την κατοχή και η ευθύνη της αυτή, η διεθνής της ευθύνη, έχει αναγνωριστεί με σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποδέχονται τη διαδικασία του δημοψηφίσματος.
Το δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι οι προσπάθειες του Προέδρου Αναστασιάδη, που στηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, βασίζονται και σε μια πιο γενναία και διορατική προσέγγιση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που θα μπορούσαν εφαρμοζόμενα πριν από την ολοκλήρωση μιας συμφωνίας και τη θέση της υπό την κρίση του κυπριακού λαού, να αλλάξουν την ατμόσφαιρα, να δημιουργήσουν ένα νέο momentum, εάν πράγματι γίνει δεκτό ότι μπορεί να υπάρχουν εξελίξεις που αφορούν την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, που αφορούν το λιμάνι της Αμμοχώστου, που αφορούν πρωτίστως την άρνηση της Τουρκίας να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο της Άγκυρας, στην πραγματικότητα την άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και να ανοίξει τα λιμάνια της και τα αεροδρόμια της σε πλοία και αεροσκάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το νέο στοιχείο που έχουμε μπροστά μας μετά από μια δύσκολη διαδικασία πολλών μηνών, είναι το Κοινό Ανακοινωθέν μεταξύ του Προέδρου Αναστασιάδη και του κ. Έρογλου, Κοινό Ανακοινωθέν που χαιρετίστηκε από τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και από τη διεθνή κοινότητα. Αυτό το Κοινό Ανακοινωθέν, που αποτελεί στην πραγματικότητα το γενικό πλαίσιο της διαπραγματευτικής διαδικασίας, δεν είναι φυσικά ένα απλό ανακοινωθέν, είναι στην πραγματικότητα μια Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου αντίστοιχη με τις συμφωνίες που μνημονεύουμε πάντα στο Κυπριακό μέχρι τώρα, δηλαδή αντίστοιχη με την Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς του 1979.
Θέλω να τονίσω, ήδη, από το σημείο αυτό ότι αυτές οι διαρκείς επαφές και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι παράλληλα ηγέτης της ελληνοκυπριακής κοινότητας και τον μη αναγνωριζόμενο, δήθεν Πρόεδρο, του δήθεν κράτους της τουρκοκυπριακής δημοκρατίας της βόρειας Κύπρου, η αναγνώριση του οποίου απαγορεύεται με ρητή Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ποτέ έως τώρα δεν έχει εκληφθεί ως μια πράξη αναγνώρισης αυτής της παράνομης κατοχικής οντότητας στο βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ένα στοιχείο που μας είχε απασχολήσει πάρα πολύ όλους κατά τη διάρκεια της περιόδου 2003-2004 και επί του οποίου δίνει ρητή απάντηση το Κοινό Ανακοινωθέν είναι η διαδικασία της επιδιαιτησίας του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, με την παρέμβαση του οποίου διαμορφώθηκε το σχέδιο που απορρίφθηκε τελικά το 2004. Είναι πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός ότι το Κοινό Ανακοινωθέν, πρώτον τοποθετεί τα πάντα υπό τον έλεγχο του κυπριακού λαού, με τη διαδικασία του δημοψηφίσματος και δεύτερον αποκλείει ρητά οποιαδήποτε μορφή επιδιαιτησίας, άρα δεν πρόκειται να επαναληφθεί η διαδικασία της Νέας Υόρκης και η συμφωνία της Νέας Υόρκης που είχε προηγηθεί της ολοκλήρωσης του σχεδίου του 2004.
Είναι, επίσης, ρητά και κατηγορηματικά σαφές στο κείμενο του Κοινού Ανακοινωθέντος ότι ανοίγει μια διαπραγμάτευση, η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο όταν συμφωνηθούν όλα τα επιμέρους σημεία της, άρα κανένα σημείο της δεν μπορεί να αποσπαστεί και να αξιοποιηθεί ή να αξιολογηθεί απομονωμένα.
Είναι εύλογο το ερώτημα που θέτουν αρκετοί στη δημόσια συζήτηση, εάν έπρεπε ή πρέπει να ανοίξει τώρα ξανά μια συζήτηση για το κυπριακό ζήτημα και να επαναληφθεί μια διαπραγματευτική διαδικασία. Θέλω να διευκρινίσω ότι η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει τις πρωτοβουλίες του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον δικό του ρυθμό ενεργειών, λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι το κυπριακό πρόβλημα είναι ένα ανοιχτό διεθνές πρόβλημα εισβολής, κατοχής και παραβίασης του διεθνούς δικαίου.
Άρα, εφόσον η βασική εθνική μας θέση είναι πως πρόκειται για τέτοιο πρόβλημα δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι το πόρισμα αυτό έχει παραμεριστεί ή έχει παγώσει. Οποιαδήποτε θεωρία υποβάθμισης, αγνόησης, παραμερισμού ή παγώματος του κυπριακού προβλήματος είναι έμμεση παραδοχή πως η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για ένα τεράστιο πρόβλημα, για μια μαύρη τρύπα στην καρδιά της Ευρώπης από πλευράς διεθνούς δικαίου. Περιττεύει να τονίσω ότι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά μια πολύ μεγάλη εθνική, διπλωματική και πολιτική επιτυχία, έγινε με ανοιχτό το πολιτικό ζήτημα, άρα με δεδομένη τη βούληση και της Ε.Ε. και της διεθνούς κοινότητας και της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας να επιλυθεί το ζήτημα αυτό.
Είναι επίσης πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός πως το 2004 παρά την απόρριψη του σχεδίου από την ελληνοκυπριακή πλευρά δεν διαταράχθηκε η υφιστάμενη κατάσταση ως προς το ψευδοκράτος, η μη αναγνώριση του οποίου επαναλαμβάνω ότι συνιστά διεθνή υποχρέωση ρητά προβλεπόμενη στα κείμενα του οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας που περιοδικά εκδίδονται για την ανανέωση της θητείας της ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο, δηλαδή για την ανανέωση της θητείας της UNFICYP, γίνεται πάντοτε μνεία της ανάγκης να λυθεί το Κυπριακό πρόβλημα ως ένα ανοιχτό διεθνές πρόβλημα. Άρα, κανείς δεν μπορεί να αγνοεί αυτές τις Αποφάσεις, ακόμα και την πολύ πρόσφατη για την τελευταία ανανέωση της UNFICYP, παρά τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από διάφορα κράτη μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Πρέπει, επίσης, να λάβουμε σοβαρά υπ' όψιν ότι το Κοινό Ανακοινωθέν εκδίδεται σε μια συγκυρία, η οποία κυριαρχείται από την περιφερειακή αστάθεια στη Συρία, στην Αίγυπτο, στο Λίβανο, στη Λιβύη, θα έλεγα από μια πολύ προσεκτική έως αρνητική κατάσταση στην ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή. Βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει αλλάξει στο μεταξύ ριζικά η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία, εξακολουθεί να υπάρχει μια πολύ σοβαρή εσωτερική και θεσμική ένταση, ενώ είναι εμφανείς πλέον οι προσπάθειες διορθωτικών κινήσεων σε όλο το φάσμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με το Ισραήλ, σε σχέση με την Αίγυπτο, σε σχέση με το Ιράκ και, ιδίως, σε σχέση με το κουρδικό ζήτημα.
Φυσικά δεν μπορούμε να αγνοούμε το γεγονός ότι η ενεργειακή διπλωματία πλέον, ιδίως στην περιοχή αυτή, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει διακηρύξει και ασκεί ενεργώς τα κυριαρχικά της δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες, κυρίως στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, στις περιοχές που δεν εφάπτονται με τα τουρκικά κυριαρχικά δικαιώματα. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στη δήλωσή του με την οποία χαιρέτισε την έκδοση του Κοινού Ανακοινωθέντος αναφέρεται ρητά στην αναγνώριση και προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως έχει και ευρίσκεται, και όχι της μελλοντικής ενωμένης Κύπρου, όπως θα προκύψει εάν ευδοκιμήσει η διαπραγμάτευση, εάν διαμορφωθεί ένα σχέδιο και εάν το σχέδιο αυτό γίνει δεκτό μέσω δημοψηφίσματος.
Αντιλαμβάνομαι, επίσης, όλους τους προβληματισμούς, που συνδέονται με την παρούσα οικονομική συγκυρία στην Κύπρο, με την οικονομική κρίση, με την ένταξη της σε πρόγραμμα προσαρμογής της κυπριακής οικονομίας, με την παρουσία της τρόικα και του ΔΝΤ ειδικότερα. Η αντίληψη που λέει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε εξωτερική πολιτική όσο διαρκεί η οικονομική κρίση, είναι μια αντίληψη επικίνδυνη, όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για την Ελλάδα, γιατί και η Ελλάδα διαρκούσης της κρίσεως και τώρα που βρισκόμαστε στην τελική φάση πριν την έξοδο από την κρίση, προφανώς ασκεί ενεργό εξωτερική πολιτική.
Έχω πει κατ’ επανάληψη ενώπιον της Επιτροπής και ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, ότι δεν έχω διαγνώσει στις διάφορες κρίσιμες θέσεις που υπηρετώ τα τελευταία χρόνια της κρίσης, στο Υπουργείο Άμυνας, στο Υπουργείο Οικονομικών, στο Υπουργείο Εξωτερικών, οποιαδήποτε πίεση, η οποία συνδέεται με το πρόγραμμα προσαρμογής, με τη δανειοδότηση, με την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Προφανώς, όλοι οι συνομιλητές μας και όλοι οι εταίροι μας γνωρίζουν, ότι υπάρχει μια κόκκινη γραμμή, ότι υπάρχει ένα ακραίο όριο εθνικής αξιοπρέπειας και αν αυτό παραβιαστεί, τότε η αντίδραση θα είναι βεβαίως απόλυτη, άκαμπτη και όποιος έχει οποιαδήποτε στόχευση στο μυαλό του, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα τελείως αντίθετο αποτέλεσμα.
Έχω ακούσει, επίσης, κατά καιρούς, τη θεωρία του status quo που υποστηρίζει ότι η καλύτερη εκδοχή για την Κυπριακή Δημοκρατία, είναι να διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση. Το status quo σημαίνει σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ένα κυρίαρχο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία υπό τον έλεγχο της ελληνοκυπριακής κοινότητας, μέλος του ΟΗΕ και της Ε.Ε. και της ζώνης του ευρώ στο νότο, ένα μη αναγνωρισμένο δήθεν κράτος, ψευδοκράτος όπως λέμε, μία οντότητα χωρίς νομική υπόσταση στον κατεχόμενο βορρά, στον οποίο δεν ισχύει η ευρωπαϊκή νομιμότητα και άρα, φυσικά, από την άποψη αυτή σύμφωνα με τη γνώμη υπέρ του status quo, είναι προτιμότερο να διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση, αρκεί να αναρωτηθεί κάποιος πως εξελίχθηκε διαχρονικά το status quo στην Κύπρο τα τελευταία 54 χρόνια.
Δηλαδή, από την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1960. Θα ήταν σκόπιμο κάποια στιγμή η Βουλή των Ελλήνων να αξιολογήσει ανά δεκαετία, εάν το status quo στην Κύπρο, βελτιώνεται ή επιδεινώνεται από τη σκοπιά των ελληνικών και κυπριακών εθνικών συμφερόντων.
Μπορούμε στη διάρκεια της συζήτησης να εμβαθύνουμε στα ζητήματα αυτά. Η αλήθεια, πάντως είναι ότι η έννοια του status quo, είναι μια έννοια που δύσκολα διαγιγνώσκεται στην πραγματικότητα στην Κύπρο, καθώς έχουμε εξελίξεις οι οποίες μπορεί να είναι ιδιαίτερα προβληματικές για μείζονα εθνικά συμφέροντα. Δεν θέλω να σχολιάσω ήδη από το σημείο αυτό προτάσεις που διατυπώνονται για λύσεις συνομοσπονδιακού χαρακτήρα, εμπνεόμενες από τη θεωρία να πάρουμε έδαφος και να δώσουμε την αναγνώριση της οντότητας που υπάρχει στο κατεχόμενο τμήμα και να μοιράσουμε την ευρωπαϊκή μας συμμετοχή, τη μία έδρα συμμετοχής μέσω μιας συνομοσπονδιακής οντότητας, στην Ε.Ε..
Το Κοινό Ανακοινωθέν, λοιπόν, συνιστά μια Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου, η οποία λογικά δίνει ιδιαίτερη σημασία στη συνταγματική πτυχή. Η Ελληνική Κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός και εγώ, ως αρμόδιος Υπουργός Εξωτερικών και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, στηρίζουμε, διατυπώνουμε την άποψή μας, τους προβληματισμούς μας, υπογραμμίζουμε τα κρίσιμα σημεία, αλλά, βεβαίως, η βασική μας αρχή είναι να στηρίζουμε τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Προέδρου της.
Από την άποψη αυτή, έχει πολύ μεγάλη σημασία η ερμηνεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο του κειμένου αυτού, που συνιστά το πρώτο κείμενο αναφοράς στην ανοιχτή διαδικασία. Πρέπει να είναι η ερμηνεία που συνάδει με το διεθνές δίκαιο, με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, με τα εθνικά συμφέροντα, με την κοινή λογική, με την ιστορική εμπειρία που έχει διαμορφωθεί στην Κύπρο.
Προφανώς και η ορολογικά ορθή περιγραφή ενός ομοσπονδιακού, διζωνικού, δικοινοτικού συστήματος είναι αυτή που διακρίνει ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση το ομοσπονδιακό κράτος που έχει ως θεμέλιό του το Σύνταγμα του ομοσπονδιακού κράτους και τις ομόσπονδες πολιτείες, οι οποίες ανεξαρτήτως από την ονομασία που φέρουν για τις ανάγκες της συγκεκριμένης διαπραγμάτευσης, επιστημονικά, διεθνώς ονομάζονται ομόσπονδες πολιτείες, όπως συμβαίνει σε κάθε ομοσπονδιακό κράτος, που διακρίνεται από ένα συνομοσπονδιακό μόρφωμα κατά τούτο, ότι το ομοσπονδιακό κράτος έχει ως νομικό θεμέλιο το ομοσπονδιακό σύνταγμα, ως κανόνα του εσωτερικού δημοσίου δικαίου. Ενώ η συνομοσπονδία έχει ως νομικό θεμέλιο μια διεθνή σύμβαση μεταξύ κυρίαρχων κρατών, μια διεθνή σύμβαση που διέπεται από το διεθνές δίκαιο και βέβαια, από τη Σύμβαση της Βιέννης για την ερμηνεία των συνθηκών.
Έχει, συνεπώς, πάρα πολύ μεγάλη σημασία να είμαστε ακριβείς στα ζητήματα αυτά, όπως έχει πολύ μεγάλη σημασία να τονίζουμε το γεγονός ότι στο Κοινό Ανακοινωθέν γίνεται δεκτή ως έννοια αφετηρίας, ως έννοια θεμελιακή, η ενιαία, δηλαδή η μία και μόνη διεθνής νομική προσωπικότητα της Κύπρου, η μία και μόνη ιθαγένεια, η μία και μόνη κυριαρχία, όπως αυτή που διακρίνει κάθε άλλο κράτος μέλος του ΟΗΕ. Επιπλέον δε, στη προκειμένη περίπτωση, υπάρχει και το ευρωπαϊκό κοινοτικό κεκτημένο, η εφαρμογή του οποίου στην Κύπρο πρέπει να θεωρείται αυτονόητη και πάντως επιβεβλημένη από τις ίδιες τις αρχές που διέπουν την Ε.Ε., ως μία κοινότητα αρχών και αξιών και ως μία θεσμική οντότητα.
Από την άποψη αυτή, επειδή μιλάμε για μια λύση ομοσπονδιακή, για μια λύση θεμελιωμένη σε ομοσπονδιακό σύνταγμα, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η ίδια η διαδικασία θέσπισης του συντάγματος, δηλαδή η δημοψηφισματική διαδικασία. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το γεγονός, πως ο κυπριακός λαός είναι αυτός που ασκεί εν προκειμένω, τη συντακτική εξουσία και έτσι από την άποψη αυτή, η έννοια των συνιστωσών πολιτειών, μπορεί να θεωρηθεί και ερμηνευτεί ως μία έννοια που ανάγεται τελικά σε αυτή την συνταγματική διαδικασία και έτσι πρέπει να ερμηνεύεται ο όρος αυτός που έχει γίνει δεκτός από πολύ παλιά, από το 2003.
Όταν μιλάμε για ένα Ομοσπονδιακό Σύνταγμα και για μια κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και των Ομόσπονδων Πολιτειών, πρέπει πάντα να γνωρίζουμε ότι το κρίσιμο σημείο είναι η ύπαρξη και οι αρμοδιότητες ενός ομοσπονδιακού δικαστηρίου. Τα συνταγματικά δικαστήρια διεθνώς έχουν γεννηθεί ακριβώς για να επιλύουν ζητήματα κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ ομοσπονδιακού κράτους και ομόσπονδων πολιτειών. Έτσι γεννήθηκαν σε όλες τις χώρες τα συνταγματικά δικαστήρια.
Η Κύπρος έχει μια μικρή εμπειρία Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, που προβλεπόταν από το Σύνταγμα του 1960, από τις Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Προβλεπόταν η ύπαρξη ενός Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, με ουδέτερο Πρόεδρο, με Γερμανό πρόεδρο που λειτούργησε από το 1960 έως το 1963, ακριβώς επειδή έπρεπε να γίνεται κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των δύο Κοινοτήτων, γιατί το δικοινοτικό σύστημα του 1960 ήταν, βεβαίως, μια λειτουργική ομοσπονδία χωρίς ζώνες εδαφικές, αλλά με κατανομή αρμοδιοτήτων και δικαιώματα αρνησικυρίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Δικαιώματα αρνησικυρίας, τα οποία συνήθως ή κυρίως εξέφραζε ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως προβλεπόταν από το Σύνταγμα του 1960.
Είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε το λεγόμενο κατάλοιπο αρμοδιότητας, που στην κυπριακή ιδιόλεκτο αποδίδει την έννοια του τεκμηρίου αρμοδιότητας, όπως λέμε εμείς. Στο Ελληνικό Δημόσιο Δίκαιο και στο Ευρωπαϊκό Δημόσιο Δίκαιο ανήκε σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1960 στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο απεφάσιζε με ειδικούς κανόνες πλειοψηφίας, δεν ανήκε ούτε στον Πρόεδρο, ούτε στον Αντιπρόεδρο.
Είναι προφανές, επίσης, ότι όταν μιλάμε για μια κατανομή αρμοδιοτήτων με τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των ομόσπονδων πολιτειών, μιλούμε για κάτι που συνήθως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Συνήθως, οι ρητές αρμοδιότητες είναι οι αρμοδιότητες της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, της Κεντρικής Κυβέρνησης και το τεκμήριο της αρμοδιότητας ανήκει στις ομόσπονδες πολιτείες.
Βεβαίως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης είναι η εξωτερική πολιτική, η ευρωπαϊκή πολιτική, η πολιτική άμυνας και ασφάλειας, η άσκηση όλων των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, ιδίως στις θαλάσσιες ζώνες και στον υποθαλάσσιο πλούτο, η οργάνωση της ομοσπονδιακής δικαιοσύνης, η νομισματική πολιτική. Για ένα κράτος βέβαια, που είναι ενταγμένο στο ευρώ αυτό σημαίνει πολύ λιγότερα πράγματα τώρα, η Κεντρική Τράπεζα κοκ..
Επίσης, όταν μιλάμε για ομοσπονδιακό σύνταγμα, είναι προφανές ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία να προβλέπεται ενδογενής, αυτόχθων διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Ένα από τα πολύ μεγάλα μειονεκτήματα της Συνθήκης της Ζυρίχης και του Λονδίνου και του προσαρτημένου σε αυτήν Συντάγματος του 1960, ήταν ότι αυτό ήταν ένα απολύτως αυστηρό Σύνταγμα, καθώς δεν προβλεπόταν καμία διαδικασία αναθεώρησής του.
Τώρα πρέπει να προβλέπεται μια εσωτερική φυσιολογική, ευρωπαϊκή διαδικασία αναθεώρησης. Εκείνο που έχει σημασία, πέραν και υπεράνω όλων, είναι να διασφαλιστεί η λειτουργία και η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατά τη διαπραγμάτευση και μετά τη διαπραγμάτευση, αν υπάρξει οποιαδήποτε λύση. Από την άποψη αυτή, έχει ιδιαίτερη σημασία η δήλωση του Προέδρου Ομπάμα, την οποία υπογραμμίζω για δεύτερη φορά.
Γιατί το Κοινό Ανακοινωθέν ασχολείται κυρίως με τη συνταγματική διάσταση, είναι πιστεύω προφανές. Ασχολείται κυρίως με τη διάσταση αυτή, γιατί αυτή είναι η λειτουργική διάσταση και από τη συγκρότηση και τη λειτουργία της συνταγματικής οντότητας, θα εξαρτηθεί στην πραγματικότητα ο σεβασμός οποιασδήποτε συμφωνίας σε σχέση με τις άλλες πτυχές, δηλαδή σε σχέση με το εδαφικό, με το περιουσιακό, σε σχέση με τους εποίκους και τη σύνθεση του Κυπριακού λαού, σε σχέση με την επίλυση των θεμάτων που συνδέονται με τις εγγυήσεις και την ασφάλεια.
Είναι, επίσης, προφανές, ότι η εμπειρία μας σε σχέση με τις Συνθήκες Εγγύησης και τις λύσεις του 1960, είναι μια αρνητική εμπειρία, γιατί οδήγησε στην εισβολή του 1974. Για να είμαστε απολύτως ακριβείς, οδήγησε στο πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου το 1974 και μετά στην εισβολή και τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα κατοχή εκ μέρους του τουρκικού στρατού. Άρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία να συνδυάσουμε τώρα την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την ευρωπαϊκή της θέση, με την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, με το γενικότερο πρόβλημα ασφάλειας και άμυνας της ευρωπαϊκής ηπείρου και της μεγάλης πλειονότητας των κρατών - μελών της Ε.Ε..
Αυτή είναι η κατάσταση στην Κύπρο. Πρακτικά έχουμε συμφωνήσει με την Κυπριακή Κυβέρνηση, αποδεχόμενοι σχετικό έγγραφο αίτημα του Προέδρου Αναστασιάδη προς τον Πρωθυπουργό, να αποδεχθούμε τη συνάντηση, στις 27 του μηνός, του διαπραγματευτή της τουρκοκυπριακής κοινότητας, του κ. Οζερσάι με το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, τον Πρέσβη κ. Μητσιάλη, ταυτόχρονα με τη συνάντηση που θα πραγματοποιηθεί στην Άγκυρα ανάμεσα στον διαπραγματευτή της ελληνοκυπριακής Κοινότητας τον Πρέσβη κ. Μαυρογιάννη και τον Υφυπουργό του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, Πρέσβη κ. Σινιρλίογλου.
Αποδέχθηκε ο Πρωθυπουργός και κατ’ επέκταση η Κυβέρνηση το αίτημα και την πρόταση του Προέδρου Αναστασιάδη, για να διευκολύνουμε τη συνάντηση πρωτίστως του Ελληνοκύπριου διαπραγματευτή, τονίζοντας κατ’ επανάληψη ότι αυτό συνιστά συνάντηση με τον διαπραγματευτή της τουρκοκυπριακής κοινότητας και όχι του ψευδοκράτους. Αυτό, φυσικά, δεν ενέχει καμία χροιά έμμεσης αναγνώρισης, διότι τέτοιες συναντήσεις έχουν γίνει κατ’ επανάληψη σε όλα τα επίπεδα, μεταξύ του ίδιου του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, καθώς οι κοινότητες είναι οντότητες προβλεπόμενες από το Σύνταγμα του 1960. Γι’ αυτό ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όταν ενεργούσε ως ηγέτης της ελληνοκυπριακής κοινότητας, πολύ συχνά παλαιότερα εκπροσωπείτο από διαπραγματευτή – συνομιλητή, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ορίζεται διαπραγματευτής. Θα έλεγα ότι είναι σωστό πάντα να υπάρχει ειδικός διαπραγματευτής. Τέτοιο ρόλο έχουν παίξει στο παρελθόν πολύ σημαντικές προσωπικότητες. Διαπραγματευτές - συνομιλητές της ελληνοκυπριακής κοινότητας ήταν κατά καιρούς και ο αείμνηστος Γλαύκος Κληρίδης και ο αείμνηστος Τάσος Παπαδόπουλος, κατά τη διάρκεια της μακράς Προεδρίας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Παρακολουθούμε με πολύ μεγάλη προσοχή τις εξελίξεις. Ακόμα βρισκόμαστε στην αφετηρία. Η διαδικασία είναι δύσκολη και επίπονη. Αυτό που έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία είναι να υπάρξει μια πλήρως συμφωνημένη λύση, ούτως ή άλλως δεν μπορεί να υπάρχει επιδιαιτησία. Κανείς δεν μπορεί να συμπληρώσει κενά ή να λύσει διαφωνίες.
Η λύση αυτή να είναι ώριμη, ισορροπημένη, ευρύτατης εθνικής αποδοχής και να θεμελιώνεται σε εμφανή και ασφαλή συναίνεση μεταξύ του κυπριακού λαού και ιδίως της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Γιατί θα ήταν μέγιστο εθνικό λάθος να πει η Κυπριακή Κυβέρνηση, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ηγέτης της ελληνοκυπριακής κοινότητας, ότι συμφωνεί σε μια λύση η οποία δε θα γίνει δεκτή με δημοψήφισμα, από τον κυπριακό λαό, από την ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Αυτό το γνωρίζουν οι πάντες, το γνωρίζει πάρα πολύ καλά ο Πρόεδρος Αναστασιάδης. Πρέπει να πω ότι χαίρομαι για τη δήλωσή του και τη χαιρετίζω, ότι οποιαδήποτε προσβολή και παραβίαση των κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων και κυρίως των ερευνών ή των πράξεων αξιοποίησης του υποθαλάσσιου πλούτου εκ μέρους της Τουρκίας, θα συνιστούσε λόγο διακοπής της διαπραγμάτευσης αυτής. Αυτό είναι ένα πάρα πολύ καθαρό μήνυμα, που πρέπει να το λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη όλοι οι αποδέκτες, όχι μόνο η τουρκική πλευρά αλλά και όλη η διεθνής κοινότητα.
Β. Η κατάσταση στην Ουκρανία
Από το Κυπριακό, θα μου επιτρέψετε να πάω στο πιο επίκαιρο διεθνές ζήτημα, που είναι η κατάσταση στην Ουκρανία. Όπως γνωρίζετε, είναι ένα διαρκές ιστορικό πρόβλημα που οφείλεται σε αυτά καθαυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του κράτους αυτού: Στην ύπαρξη περιφερειακών δυνάμεων, γλωσσικών διαφορών, εθνοτικών σχέσεων, στο γεγονός ότι ο ρωσικός στόλος πάντα χρησιμοποιεί ως βάση του την Κριμαία.
Η τελευταία φάση της κρίσης στην Ουκρανία κυοφορήθηκε πάρα πολλούς μήνες σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την προώθηση της ανατολικής εταιρικής σχέσης, μέσω της Συνόδου Κορυφής που πραγματοποιήθηκε επί Λιθουανικής Προεδρίας στο Βίλνιους, με φιλοδοξία να προσκληθούν οι χώρες που μετέχουν στην Ανατολική Εταιρική Σχέση, δηλαδή κυρίως η Ουκρανία, η Μολδαβία, η Γεωργία, η Αρμενία, να υπογράψουν Συμφωνίες Σταθεροποίησης και Σύνδεσης με την Ε.Ε.
Αυτό δεν ισχύει για το Αζερμπαϊτζάν. Το μεγάλο ζητούμενο της Συνόδου Κορυφής στο Βίλνιους ήταν η Ουκρανία, ήταν η πρόσκληση προς τον τότε Πρόεδρο Γιανουκόβιτς να προσέλθει για να υπογράψει τη Συμφωνία με την Ε.Ε., αλλά, όπως επίσης γνωρίζετε, η Ουκρανία πέρα από τα διαρθρωτικά προβλήματά της, εθνοτικά, γλωσσικά, γεωγραφικά, περιφερειακά, είχε να αντιμετωπίσει και έχει να αντιμετωπίσει οξύτατα δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά προβλήματα, βρίσκεται πάντα ένα βήμα πριν από την χρεοκοπία, έχει αδυναμία καταβολής μισθών και συντάξεων, αδυναμία λειτουργίας του κράτους, άρα, βρίσκεται προ ενός διλήμματος εάν θα κατέφευγε σε λύσεις τύπου Δ.Ν.Τ. ή σε άλλες λύσεις περιφερειακού χαρακτήρα.
Γνωρίζετε, επίσης, ότι λίγο μετά τη Σύνοδο Κορυφής του Βίλνιους, η Ρωσική Ομοσπονδία, ο Πρόεδρος Πούτιν, προσφέρθηκε να βοηθήσει δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά με την αγορά ουκρανικών ομολόγων ύψους 15 δις ευρώ και με την παροχή προσθέτου εκπτώσεως στο φυσικό αέριο, που προμηθεύεται η Ουκρανία από τη Ρωσία.
Ανοίγω μια παρένθεση για να αναφερθώ στο γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει στην Ουκρανία δύο γενικά προξενεία, ένα στη Μαριούπολη και ένα στην Οδησσό, κοντά σε πληθυσμούς ελληνικούς, πολύ σημαντικούς, οι οποίοι όμως, δεν βιώνουν τα πρόσφατα επεισόδια, γιατί στις περιοχές αυτές, το κλίμα είναι τελείως διαφορετικό, πρόκειται για ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας.
Επανέρχομαι, λοιπόν, στην Ανατολική Εταιρική Σχέση, στο ουκρανικό δημοσιονομικό πρόβλημα, στη ρωσική παρέμβαση για να κάνω μια μικρή σύνδεση με το μέγεθος του δημοσιονομικού προβλήματος της Ελλάδας, για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια και της διεθνούς παρέμβασης σε σχέση με την Ελλάδα. Η Ουκρανία, μια χώρα 48.000.000 κατοίκων, που έχει έκταση συγκρίσιμη με τη συνολική έκταση της Ε.Ε., έχει επείγουσες χρηματοοικονομικές ανάγκες 15 δις ευρώ και αν λάβει κανείς υπόψη του και τα επόμενα δύο δημοσιονομικά έτη, 35 δις ευρώ. Μπορείτε να κάνετε τη σύγκριση με το συνολικό πρόγραμμα των 240 δις ευρώ στην Ελλάδα με τη μείωση του δημοσίου χρέους κατά 130 δις ευρώ, με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη στήριξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που πρέπει να υπολογίζεται κατά μέσο όρο σε 100 δις ευρώ, παρά την υπομόχλευση, για να έχουμε μια αίσθηση των μεγεθών και του επιπέδου ζωής και του μεγέθους του ΑΕΠ που έχουμε στην Ελλάδα.
Εν πάση περιπτώσει, για να έρθω στις τελευταίες εξελίξεις, η παρέμβαση που έγινε μετά από τις εξελίξεις στη Μεϊντάν, δηλαδή, στην κεντρική πλατεία του Κιέβου, ήταν η Συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου, στην οποία έπαιξαν ενεργό ρόλο οι Υπουργοί Εξωτερικών της Πολωνίας, που είναι συνορεύουσα χώρα, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Η Συμφωνία αυτή, της 21ης Φεβρουαρίου είχε διάρκεια ζωής πολύ λίγων ωρών, γιατί οδήγησε σε μία ραγδαία απονομιμοποίηση της υφιστάμενης κατάστασης, στην αποχώρηση του Προέδρου Γιανουκόβιτς, στη ριζική αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό του σκληρού πυρήνα του κράτους, στην κατάρρευση των υφισταμένων θεσμών και στην ανάληψη της εξουσίας από μία κυβερνώσα Βουλή, που με την υπάρχουσα παλαιά πλειοψηφία της χειρίζεται τώρα τη μετάβαση σε μια νέα κατάσταση, η οποία αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη, χωρίς ακόμη να έχει σχηματιστεί η μεταβατική κυβέρνηση και χωρίς να μπορούν να προσδιοριστούν οι εξελίξεις, αφενός μεν οι πολιτικές και αφετέρου δε, οι συνταγματικές, γιατί προφανώς, απαιτούνται σοβαρές συνταγματικές αλλαγές, οι οποίες δεν μπορούν να επέλθουν με αποφάσεις της παρούσας Βουλής, η οποία είναι η Βουλή της προηγούμενης κατάστασης, παρότι σχηματίζεται ευρυτάτη συνταγματική πλειοψηφία, η οποία υπερβαίνει τα 2/3.
Η ευρωπαϊκή θέση στα ζητήματα αυτά, είναι ότι, βεβαίως, απαιτείται συνολική προσπάθεια από όλες τις δυνάμεις της χώρας. Όταν αναφέρομαι σε δυνάμεις της χώρας, δεν εννοώ μόνο πολιτικές δυνάμεις, αλλά και δυνάμεις περιφερειακές, εθνοτικές, οι οποίες πρέπει να διαμορφώσουν συμπεριληπτικές, inclusive λύσεις για την αντιμετώπιση των επειγόντων προβλημάτων. Και το πιο επείγον ζήτημα, είναι να διασφαλιστεί η σταθερότητα, η εδαφική ακεραιότητα και η δημόσια τάξη. Δηλαδή, η ασφάλεια των πολιτών με την απλή πρακτική έννοια του όρου, η ασφάλεια της ζωής και των περιουσιών των πολιτών.
Από την άποψη αυτή, ήταν αποθαρρυντικό το γεγονός, ότι προχθές η Ουκρανική Βουλή ψήφισε διάταξη με την οποία απαγορεύεται η χρήση των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών, ζήτημα που απασχολεί όχι μόνο τη Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά και πολλές από τις συνορεύουσες προς την Ουκρανία χώρες, που έχουν εθνικές μειονότητες ή οι γλώσσες των οποίων χρησιμοποιούνται ως περιφερειακές γλώσσες στην ουκρανική επικράτεια.
Είχα την ευκαιρία να συναντηθώ χθες στη Βουδαπέστη με τους ομολόγους μου των 4 κρατών του Βίζεγκραντ, δηλαδή, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας, που συνορεύουν με την Ουκρανία, που έχουν γλώσσες εν χρήσει στην Ουκρανία και στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχα την Παρασκευή με το Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών, τον κ. Λαβρόφ, επίσης, η επισήμανσή του ήταν πως η έννοια της συμπεριληπτικότητας, της inclusiveness, είναι μια έννοια, η οποία δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο με το πολιτικό και το κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά και με το περιφερειακό, εθνοτικό, γλωσσικό περιεχόμενο. Αυτό που επίσης επείγει μετά από τη στοιχειώδη ανασυγκρότηση και λειτουργία τους κράτους, ώστε να υπάρχουν ομόλογοι, με τους οποίους να συζητά η διεθνής κοινότητα, είναι να οργανωθεί μια διαδικασία γρήγορης, άμεσης οικονομικής βοήθειας προς την Ουκρανία, για να αποφύγει την ασύντακτη χρεοκοπία, η οποία θα οδηγούσε βεβαίως και σε ασύντακτες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Ουκρανία.
Η Ελληνική Προεδρία, όπως γνωρίζετε, δεν είναι προεδρία, όπως και καμία περιοδική προεδρία του Συμβουλίου των Εξωτερικών Υποθέσεων του οποίου προεδρεύει η Ύπατη Εκπρόσωπος και Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η κα Άστον. Ως εκ τούτου, τα θεσμικά καθήκοντα της Προεδρίας, συνδέονται με την πολιτική της Διεύρυνσης, δηλαδή, τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων και όχι του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε. Και η αποστολή των τριών Υπουργών ήταν μια αποστολή που δεν κινείτο μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά ήταν ένας συνδυασμός εθνικής και διεθνούς πρωτοβουλίας τους, γιατί η κάθε μία από τις χώρες αυτές, έχει ιδιαίτερους λόγους να ενδιαφέρεται για την κατάσταση στην Ουκρανία και το μέγεθός τους ή η γειτνίασή τους, τους επιτρέπει να έχουν μια ιδιαίτερη επαφή με τους συνομιλητές τους εκεί, οι οποίοι βεβαίως, στη συνέχεια, έπαψαν να υπάρχουν ως θεσμικά όργανα της Ουκρανίας.
Η κα Άστον επισκέφθηκε χθες το Κίεβο και μας έχει παρακαλέσει ως Προεδρία, στο πλαίσιο της πρόβλεψης για την κατάστασή της από την περιοδική προεδρία σε ορισμένες δραστηριότητες, να είμαστε έτοιμοι είτε μόνοι μας είτε σε συνδυασμό με το Τρίο της Προεδρίας ή σε συνδυασμό με την επόμενη ιταλική προεδρία, αν όχι και με τη μεθεπόμενη, να συνεχίσουμε την προσπάθεια αυτή, λαμβανομένου υπόψη και των εξελίξεων, οι οποίες είναι ραγδαίες και θέτουν φυσικά πρόβλημα ευταξίας και ασφάλειας.
Η εκτίμησή μου είναι ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι πλέον αντιλαμβάνονται πάρα πολύ σοβαρά τη λεπτότητα της κατάστασης και θέλουν μια λύση, η οποία να είναι αποδεκτή ευρύτερα από τη διεθνή κοινότητα, μία λύση που να είναι αποδεκτή και από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Βεβαίως, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι προς το παρόν, το ζήτημα της Ουκρανίας δεν έχει γίνει αντικείμενο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Για να μιλάμε καθαρά και σε ένα επίπεδο πολιτικής αρχών, όταν αντιμετωπίζεις τέτοια προβλήματα, όταν έχεις τέτοιου μεγέθους κρίσεις, το όργανο που είναι αρμόδιο να τις διαχειριστεί, δεν είναι το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε., ούτε οποιαδήποτε ομάδα χωρών συγκροτείται σε εθελοντική βάση ή στη βάση της ενεργούς διπλωματικής πρωτοβουλίας, αλλά οι δομές της διεθνούς νομιμότητας, οι οποίες πρέπει να λειτουργήσουν.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, διεθνής πρακτική είναι η συγκρότηση διασκέψεων για την αντιμετώπιση του άμεσου προβλήματος, που είναι χρηματοοικονομικό και ταυτόχρονα πολιτικό, κοινωνικό και δημοκρατικό και αυτό πρότεινα προσωπικά, ώστε να γίνει αντικείμενο διαβούλευσης στην Ε.Ε..
Αντίστοιχη πρωτοβουλία κυοφορείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αντίστοιχη πρωτοβουλία είδα ότι έλαβε και ο Πρόεδρος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας που ασκεί και τα καθήκοντα του Υπουργού Εξωτερικών. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά λεπτή και επικίνδυνη και εκφράζουμε για μια ακόμη φορά τη βαθιά μας λύπη για το θάνατο τόσων αθώων ανθρώπων, στρέφουμε τη σκέψη μας στα θύματα, επαναδιατυπώνουμε τα συλλυπητήριά μας στις οικογένειες τους, εκφράζουμε τη βαθιά μας συμπάθεια για τους τραυματίες και αυτό που θέλουμε για τον ουκρανικό λαό, που είναι λαός μιας χώρας καθοριστικής για τις γεωπολιτικές ισορροπίες, είναι να μη διολισθήσει στη βία και τον εμφύλιο πόλεμο, να μην αφήσει να γίνει η επικράτεια της Ουκρανίας το γήπεδο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, να διαμορφώσει τις συνθήκες για μια συναινετική λύση, που σέβεται τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, που σέβεται όλες τις πτυχές και, βεβαίως, που διασφαλίζει τις προϋποθέσεις της ευημερίας και της κοινωνικής συνοχής για την κοινωνία της Ουκρανίας.
Γ. Η περιοδεία στα Δυτικά Βαλκάνια
Την προηγούμενη εβδομάδα πραγματοποίησα μια περιοδεία στις έξι πρωτεύουσες των Δυτικών Βαλκανίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ επί της πολιτικής διεύρυνσης. Ήταν αναγκαίο να πραγματοποιήσουμε την επίσκεψη αυτή, γιατί η Προεδρία του πρώτου εξαμήνου του 2014 αποτελεί ιστορική συνέχεια της προηγούμενης Προεδρίας, της Προεδρίας του 2003, που κορυφώθηκε με τη Σύνοδο Κορυφής της Θεσσαλονίκης - Χαλκιδικής και με την ατζέντα «Θεσσαλονίκη 2003», που είχε ως κεντρικό σημείο την ευρωατλαντική προοπτική και, άρα, την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων. Αυτό δεν συνιστά πλέον προτεραιότητα της Προεδρίας, δηλαδή μια κυλιόμενη η περιοδική προτεραιότητα, γιατί συνιστά βασική και μόνιμη πολιτική της ΕΕ.
Από την άποψη αυτή, το κείμενο αναφοράς που ακολουθούμε σε σχέση με τα Δυτικά Βαλκάνια είναι το κείμενο των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου του 2013, που επεξεργάστηκε και αποφάσισε το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων στη σύνοδό του της 17ης Δεκεμβρίου του 2013.
Επισκέφτηκα λοιπόν τις έξι πρωτεύουσες υπό τη διπλή ιδιότητά μου, ως Πρόεδρος του Συμβουλίου για το εξάμηνο αυτό και ως Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών, πραγματοποιώντας επισκέψεις ευρωπαϊκές και επισκέψεις διμερείς, τις οποίες έπρεπε να κάνουμε, γιατί αυτή είναι η άμεση γειτονία μας, αυτές είναι οι χώρες με τις οποίες έχουμε κοινή ιστορική μοίρα, μας ενδιαφέρει πάρα πολύ η σταθερότητα και η ευημερία στην περιοχή αυτή, μας ενδιαφέρει πάρα πολύ ο οικονομικός αυτός χώρος, η παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων, των ελληνικών τραπεζών, μας ενδιαφέρει πάρα πολύ η αγορά τους, μας ενδιαφέρει πάρα πολύ το καθεστώς μέσα στο οποίο ζουν, ως καθεστώς δημοκρατικό, δικαιοκρατικό, ως ένα καθεστώς ευημερίας και προσδοκίας. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για εμάς, ιστορικά, συναισθηματικά, ηθικά και αυτό έπρεπε να το τονίσουμε.
Αρχίζω από την απώτερη πρωτεύουσα που επισκέφθηκα, που είναι το Σεράγεβο, μετά από τα μεγάλα επεισόδια των προηγούμενων ημερών και δύο μέρες μετά την επίσκεψη που είχε πραγματοποιήσει ο Επίτροπος που χειρίζεται θέματα διεύρυνσης, ο κ. Štefan Füle, ο οποίος αποχώρησε καταγγέλλοντας την αντιπαραγωγική στάση του πολιτικού προσωπικού και των πολιτειακών οργάνων της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, σε σχέση με τις συνταγματικές αλλαγές που πρέπει να εισαχθούν στη χώρα αυτή, προκειμένου να συμμορφωθεί με μια γνωστή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την απόφαση Sejdic & Finci, απόφαση που λέει πολύ συνοπτικά ότι πρέπει να διαμορφωθούν οι συνταγματικές συνθήκες, ώστε να μπορούν να θέτουν υποψηφιότητα και να εκλέγονται στα πολιτειακά αξιώματα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης όχι μόνον μέλη των τριών εθνικών ομάδων, δηλαδή Μουσουλμάνοι (Βόσνιακ), Κροάτες και Σέρβοι, οι οποίοι συγκροτούν την Republika Sprska, αλλά και πολίτες που θεωρούν ότι δεν ανήκουν σε καμία από τις τρεις αυτές εθνοτικές ομάδες, όπως είναι η περίπτωση των δύο αυτών προσφευγόντων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αυτό έχει προκαλέσει μια πολύ μεγάλη συζήτηση για τη λεγόμενη συνταγματική μηχανική που εφαρμόστηκε μετά τη Συνθήκη του Dayton στη Βοσνία και, παράλληλα, στο εσωτερικό της μιας από τις δύο ομόσπονδες οντότητες, στην Federacia, στην οποία μετέχουν οι Μουσουλμάνοι και οι Κροάτες, εξελίσσονται επεισόδια κοινωνικού χαρακτήρα, υπάρχουν προβλήματα ανεργίας, προβλήματα δυσπραγίας, προβλήματα φτώχειας, προβλήματα ανάπτυξης. Αντίστοιχα φαινόμενα, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχουν στην άλλη ομόσπονδη οντότητα, που είναι η Republika Sprska.
Είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με το Συλλογικό Προεδρείο της χώρας, με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου των Υπουργών, με τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου των Υπουργών και Υπουργό Εξωτερικών και με το Συλλογικό Προεδρείο των δύο Κοινοβουλευτικών Σωμάτων. Επισκέφθηκα το Σεράγεβο ως φίλος, όχι για να διατυπώσω συμβουλές ή για να ασκήσω πιέσεις, αλλά για να συμβάλω από την πλευρά της Ελληνικής Προεδρίας στη διευκόλυνση των εσωτερικών συζητήσεων προκειμένου να διαφυλαχθεί η οντότητα και η ενότητα της χώρας και να αντιμετωπιστούν με μια διορατικότητα και με μια ευελιξία τα πρόσθετα προβλήματα που δημιουργεί η συνταγματική δομή, γιατί, πάνω στη βάση της εθνοτικής πολυμορφίας και της δύσκολης ιστορικά συνύπαρξης, έχει εγκατασταθεί και ένα συνταγματικό σύστημα που είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και δυσλειτουργικό.
Είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα η συνταγματική μηχανική της Βοσνίας και για τη συζήτηση σε σχέση με την Κύπρο. Από την άποψη αυτή, εκφράστηκαν θερμές ευχαριστίες όλων των βοσνιακών παραγόντων και για τη βοήθεια που έχουμε παράσχει παλαιότερα -το κτίριο στο οποίο στεγάζονται οι κυβερνητικές υπηρεσίες έχει κατασκευαστεί με ελληνική αναπτυξιακή βοήθεια- και, βεβαίως, για τη στάση μας απέναντι στα θέματα που τους απασχολούν. Αναλάβαμε να ενημερώσουμε το Συμβούλιο για τα όσα εμείς αξιολογούμε ως σημαντικά σε σχέση με τη Βοσνία και αυτό έκανα και χθες στη Βουδαπέστη κατά τη διάρκεια του γεύματος εργασίας στους άλλους έξι συναδέλφους μου.
Από τη Βοσνία, ας πάμε σε μια άλλη πρωτεύουσα, η οποία έχει σχετικώς μικρότερα προβλήματα, που είναι η Ποντγκόριτσα. Αυτή τη στιγμή το Μαυροβούνιο έχει το προσόν να μετέχει σε μια ανοιχτή διαδικασία διαπραγμάτευσης για την ένταξή του στην ΕΕ. Έχουν ανοίξει πέντε νέα κεφάλαια, τα οποία είναι πάρα πολύ σημαντικά. Φυσικά, πάντα υπάρχουν προβλήματα δημοκρατίας, κράτους δικαίου, διαφθοράς, οργανωμένου εγκλήματος, υπάρχουν προβλήματα σεβασμού των βασικών ευρωπαϊκών αξιών και ελπίζουμε ότι θα διατηρηθεί ένας τέτοιος εσωτερικός πολιτικός συσχετισμός που θα διασφαλίσει την ευρωπαϊκή προοπτική του Μαυροβουνίου, ενδεχομένως και την ευρωατλαντική.
Ούτως ή άλλως και για το ΝΑΤΟ, η πιο ώριμη υποψηφιότητα είναι αυτή του Μαυροβουνίου, αλλά οι εσωτερικοί συσχετισμοί δεν είναι πάντα βέβαιοι, η δημοκρατία έχει τους δικούς της κανόνες και μπορεί ο υφιστάμενος συσχετισμός, τον οποίο εκφράζουν κυρίως ο Πρωθυπουργός και ο Πρόεδρος της Βουλής, να μην διατηρηθεί. Αυτά είναι ζητήματα, τα οποία εμφανίζονται σε κάθε δημοκρατία και θα τα λάβει υπόψη της και η ΕΕ. Η στάση απέναντι στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά θετική, μας συνδέει πρωτόκολλο συνεργασίας για την ευρωπαϊκή προετοιμασία τους και θα υπογράψουμε και πρωτόκολλο συνεργασίας για την προετοιμασία των ενόπλων δυνάμεων του Μαυροβουνίου σε σχέση με το ΝΑΤΟ.
Τις επισκέψεις μου τις ξεκίνησα για λόγους ιστορικούς και συμβολικούς από το Βελιγράδι, το οποίο επισκέφθηκα μετά την πολύ μεγάλη ευκαιρία που είχα να προεδρεύσω, στις 21 Ιανουαρίου, στην πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη που συγκλήθηκε στις Βρυξέλλες για την έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης της Σερβίας στην ΕΕ. Όπως είχα την ευκαιρία να δηλώσω τότε, από κοινού με τον Σέρβο Πρωθυπουργό και τον πρώτο Αντιπρόεδρο της Σερβικής Κυβέρνησης, η διαδικασία αυτή είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη, γιατί συνιστά ανταπόκριση στην γενναία πρωτοβουλία που είχαν οι πολιτικές ηγεσίες της Σερβίας και του Κοσόβου να ξεκινήσουν και να συνεχίζουν τον διάλογο μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας. Το άνοιγμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Σερβίας με τόσο συγκεκριμένο τρόπο είναι πολύ σημαντικό μήνυμα και για το Κόσοβο. Είχα την ευκαιρία να δω και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό και τον Αντιπρόεδρο και τον Υπουργό Εξωτερικών.
Η Σερβία βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το πιθανότερο είναι η εναλλαγή στις θέσεις του Πρωθυπουργού και του Αντιπροέδρου μεταξύ των τωρινών κατόχων των αξιωμάτων αυτών. Θέλω να ελπίζω ότι είναι κατανοητή η ελληνική θέση σε όλα τα θέματα και περιττεύει να πω ότι δώσαμε και μια ώθηση στον κατάλογο των διμερών μας θεμάτων, τα οποία είναι σε ένα καλό επίπεδο, αλλά πάντα υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης.
Η επίσκεψή μου στην Πρίστινα, στο Κόσοβο, έδωσε την ευκαιρία να κάνουμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση με τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εξωτερικών. Η ελληνική στάση σε σχέση με το διεθνές καθεστώς του Κοσόβου είναι αντιληπτή, όμως, διευκολύνουμε την ένταξή τους σε διάφορους Διεθνείς Οργανισμούς και διάφορες Περιφερειακές Συνεργασίες και ενισχύουμε τη διμερή συνεργασία σε όλα τα πεδία. Ο Έλληνας πρέσβης είναι εκπρόσωπος -facilitator- της ΕΕ στα θέματα που αφορούν στην προστασία των μνημείων του σερβικού ορθοδόξου πολιτισμού και η κυβέρνηση του Κοσόβου επιθυμεί να διατηρηθεί στη θέση αυτή και μετά την αποχώρησή του από την ελληνική διπλωματική υπηρεσία, κάτι το οποίο σημαίνει πολύ μεγάλη αναγνώριση για τον ρόλο της Ελλάδας σε ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, όπως είναι η προστασία των σερβικών ορθοδόξων μνημείων στο Κόσοβο και οι δηλώσεις που κάναμε με τον κύριο Thaçi απηχούν αυτό το πνεύμα.
Επίσης, θα αναφερθώ στις επισκέψεις μου στις δύο πιο κρίσιμες πρωτεύουσες, όπου μετά την Πρίστινα επισκέφθηκα τα Σκόπια, αλλά θα σας μιλήσω πρώτα για την επίσκεψή μου στα Τίρανα, με την οποία έκλεισε και η περιοδεία μου αυτή. Είναι η δεύτερη επίσκεψη μέσα σε λίγους μήνες και είναι πολλαπλές οι συναντήσεις που έχουμε κάνει και με τον κύριο Rama και με τον Υπουργό Εξωτερικών τον κ. Bushati και με τον νέο Πρόεδρο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και Δήμαρχο των Τιράνων και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και με τον Πρόεδρο της Βουλής και πρώην Πρωθυπουργό, τον κ. Meta.
Η Ελλάδα στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, που είναι ούτως ή άλλως μέλος του ΝΑΤΟ. Στηρίξαμε την ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ και στην κρίσιμη συνεδρίαση της 17ης Δεκεμβρίου του 2013, στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, ταχθήκαμε, υπό Λιθουανική Προεδρία τότε, υπέρ της άμεσης παραχώρησης του καθεστώτος υποψηφίας προς ένταξη χώρας στην Αλβανία. Αυτή η «γραμμή» δεν έγινε δεκτή ομόφωνα από το Συμβούλιο και συμβιβαστήκαμε στο κείμενο των συμπερασμάτων, που προβλέπει επανεξέταση του θέματος αυτού τον Ιούνιο, πάντα μέσα στο εξάμηνο της Ελληνικής Προεδρίας. Η μη παραχώρηση του καθεστώτος υποψήφιας χώρας προκάλεσε μια απογοήτευση στην εσωτερική πολιτική ζωή της Αλβανίας.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ταχθεί υπέρ της παραχώρησης του καθεστώτος είναι σημαντικό και για το κλίμα των διμερών μας σχέσεων. Στις διμερείς σχέσεις, όπως γνωρίζετε, έχουμε κάνει πολύ μεγάλα ιστορικά βήματα τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά υπάρχουν ακόμη εκκρεμότητες. Υπάρχουν εκκρεμότητες και ιστορικά βάρη και διατυπώσαμε μια ολοκληρωμένη πρόταση προς την αλβανική πλευρά, η οποία οδηγεί σε μια υπέρβαση όλων των ανοικτών θεμάτων. Δηλαδή, σε μια αντιμετώπισή τους με βάση δύο θεμελιώδη κριτήρια, που είναι ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου, συμπεριλαμβανομένου φυσικά του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, και η αποδοχή του ευρωπαϊκού κεκτημένου και της ευρωπαϊκής διπλωματικής πρακτικής για όλα τα θέματα. Αυτό αφορά στην ολοκλήρωση, δηλαδή την κύρωση της υπογραφείσας, αλλά μη κυρωθείσας Σύμβαση του 2009, για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών – και θα ήθελα να σας επισημάνω ότι είναι οριοθέτηση όχι μόνο της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αλλά και των χωρικών υδάτων μεταξύ των δύο χωρών.
Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, διότι λειτουργούν άλλοι κανόνες κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας σε σχέση με την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων και άλλοι σε σχέση με την οριοθέτηση Ζωνών Κυριαρχικών Δικαιωμάτων και όχι Ζωνών Εθνικής Κυριαρχίας, όπως είναι τα χωρικά ύδατα, διότι αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ Χωρικών Υδάτων και άλλων Θαλασσίων Ζωνών. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε όσο γίνεται περισσότερο το υφιστάμενο Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας με τη συγκρότηση διμερών επιτροπών για θέματα όπως είναι τα διασυνοριακά ύδατα και οι μεταφορές.
Έχουμε να λύσουμε ιστορικά θέματα συμβολικού και ανθρωπιστικού χαρακτήρα, όπως οι εκταφές των πεσόντων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η συγκρότηση στρατιωτικών κοιμητηρίων. Έχουμε να λύσουμε ζητήματα σχετικά με τις κοινωνικές ασφαλίσεις και υπάρχει πάντα το ζήτημα των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής μειονότητας, του καθεστώτος της αυτοκέφαλης ορθόδοξης εκκλησίας, που είναι αλβανική, αλλά στο μέτρο που συνιστά και την εκκλησία της ελληνικής ορθόδοξης μειονότητας.
Έχουμε να λύσουμε θέματα σε σχέση με την παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων και γνωρίζετε πολύ καλά ότι η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών έχει αρθεί με ομόφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήδη από το 1987, προφανώς επειδή είχαμε άρει την εμπόλεμη κατάσταση με την Γερμανία και την Ιταλία, η οποία είχε κηρυχθεί την ίδια μέρα, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Αυτό συνδέεται με τις υπό εγγύηση περιουσίες και είναι προφανές ότι δεν αναγνωρίζουμε την ύπαρξη κανενός άλλου θέματος, για να μην αναφερθώ κάπου ρητά.
Επίσης, υπάρχει και το ζήτημα της χρήσης των τοπωνυμίων στα αλβανικά διαβατήρια, τα οποία έχουν εκδοθεί πριν το νέο ψηφιακό σύστημα, και θα βρούμε μια λύση σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική και σύμφωνα με τους κανόνες που τηρούνται από όλες τις χώρες. Ήδη ο Αλβανός Υπουργός Εξωτερικών δήλωσε δημόσια ότι η χρήση τοπωνυμίων στα παλιά διαβατήρια δεν έχει κανένα πολιτικό περιεχόμενο και δεν συνιστά σε καμία περίπτωση αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας ή ακεραιότητας οποιουδήποτε γειτονικού κράτους και δεν έχει κανένα στοιχείο αλυτρωτισμού και αυτό το σημειώσαμε ως μια ικανοποιητική κίνηση.
Η επίσκεψή μου στα Σκόπια είναι η πρώτη επίσκεψη Έλληνα αξιωματούχου μετά από 10 χρόνια. Είχα συναντήσει τον Υπουργό Εξωτερικών δύο φορές και στις Βρυξέλλες και στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, και είχα συναντήσει και τον επικεφαλής του συγκυβερνώντος αλβανικού κόμματος, τον κ. Ahmeti, ο οποίος με επισκέφθηκε στην Ελλάδα πριν από λίγους μήνες. Επίσης, γνωρίζετε το περιεχόμενο των επιστολών που έχουν ανταλλαγεί και το 2012 και το 2013 μεταξύ του κ. Gruevski και του Έλληνα Πρωθυπουργού και γνωρίζετε και την απάντηση που έχει δώσει ο Πρωθυπουργός και την ελληνική πρόταση σε σχέση με την σύναψη ενός νέου Μνημονίου Συνεργασίας και Συναντίληψης, ενός νέου MoU, που θα έδινε ώθηση στη διμερή συνεργασία πέραν του εκκρεμούς ζητήματος του ονόματος.
Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι είχα την ευκαιρία πρόσφατα να αναπτύξω τις ελληνικές θέσεις και στη Σύνοδο Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, τον Οκτώβριο, και στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ, στις 17 Δεκεμβρίου, με αφορμή τα συμπεράσματα που διατύπωσε το Συμβούλιο για την ευρωπαϊκή προοπτική της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Επίσης, είχα την ευκαιρία να μιλήσω για αυτά τα θέματα εκπροσωπώντας το Συμβούλιο στη Σύνοδο της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου ένα από τα βασικά θέματα ήταν ειδικά το ζήτημα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Γνωρίζετε, επίσης, ότι το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας που διεκδικεί τώρα η Αλβανία και που ελπίζουμε ότι θα το λάβει τον Ιούνιο του 2014, έχει παραχωρηθεί στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας το 2005. Άρα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι συντάσσονται Εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες εκτιμούν ότι αυτή η χώρα πληροί τα λεγόμενα πολιτικά κριτήρια της Συνθήκης της Κοπεγχάγης, όμως το Συμβούλιο στις επαναλαμβανόμενες ανά έτος ή ανά εξάμηνο διατυπώσεις του δέχεται ότι τα κριτήρια αυτά εκπληρώνονται γενικώς και ακολουθούν μια σειρά από παρατηρήσεις που εστιάζουν στις ελλείψεις που παρουσιάζει αυτή η χώρα, σε σχέση με τα γενικά πολιτικά κριτήρια της Συνθήκης της Κοπεγχάγης.
Οι ελλείψεις αυτές αφορούν στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και, κυρίως, τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας. Η ανοικτή διεθνής διαφορά ως προς το όνομα, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, είναι ένα παράδειγμα μη συμμόρφωσης στις αρχές της καλής γειτονίας. Υπάρχουν και σχέσεις με άλλες χώρες, όπως με την Βουλγαρία, που μνημονεύονται ρητά, όπου επίσης αφορούν στις σχέσεις της καλής γειτονίας. Ο αλυτρωτισμός, η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, η πρόσληψη κρίσιμων ιστορικών γεγονότων, η αμφισβήτηση της γλώσσας και της ονομασίας της γλώσσας ενός άλλου κράτους μέλους της ΕΕ ή αντίστροφα είναι και αυτά ανοικτά προβλήματα σχέσεων καλής γειτονίας.
Εμείς λοιπόν, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου, περιμένουμε απτά βήματα των γειτόνων μας στα θέματα καλής γειτονίας, συμπεριλαμβανομένης και της εφαρμογής της λεγόμενης συμφωνίας της 1ης Μαρτίου του 2013. Η συμφωνία αυτή είναι η συμφωνία των κομμάτων, προκειμένου να βρεθεί μια διέξοδος σε σχέση με τα επεισόδια που είχαν δημιουργήσει προβλήματα λειτουργίας των συνταγματικών οργάνων στη χώρα αυτή στις 24 Δεκεμβρίου 2012. Τότε ήταν τα επεισόδια και 1η Μαρτίου 2013 η συμφωνία και 19 Δεκεμβρίου 2013 τα τελευταία σχετικά συμπεράσματα.
Είχα την ευκαιρία να μιλήσω για τα θέματα αυτά εκ μέρους του Συμβουλίου, στο πλαίσιο των συμπερασμάτων του Συμβουλίου, και για τα διμερή μας θέματα, γιατί γνωρίζετε την αντίφαση, η Ελλάδα είναι πάντα μεταξύ των πρώτων ξένων άμεσων επενδυτών στα Σκόπια, είμαστε ο αγαπημένος τουριστικός προορισμός. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι η μόνη φυσική διέξοδος προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Είχαμε λοιπόν την ευκαιρία να συζητήσουμε για όλα αυτά σε ένα κλίμα το οποίο δεν ήταν ευχάριστο, γιατί γνωρίζω ότι είχε προηγηθεί ένα κύμα επιθέσεων, οι οποίες είχαν προσλάβει και προσωπικό και αήθη χαρακτήρα, προσωπο-οικογενειακό χαρακτήρα. Και είχε οργανωθεί και μια μικρή διαμαρτυρία εναντίον της «γενοκτονίας των Μακεδόνων» μπροστά στο γραφείο του κ. Gruevski την ώρα που το επισκεπτόμουν. Χρησιμοποιώ τον όρο «γενοκτονία των Μακεδόνων» εντός εισαγωγικών, όπως έγραφαν τα πλακάτ.
Το γεγονός είναι ότι είχα την ευκαιρία να συζητήσω για τα θέματα αυτά για μια ακόμη φορά με τον Υπουργό Εξωτερικών, με τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και αρμόδιο για τα θέματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που ανήκει στο αλβανικό συγκυβερνόν κόμμα, με τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, με τον Αρχηγό του αλβανικού συγκυβερνώντος κόμματος τον κ. Ahmeti, για δεύτερη φορά, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και εν τέλει με τον Πρωθυπουργό κ. Gruevski.
Του παρουσίασα τις απόψεις του Συμβουλίου και την ελληνική θέση, όπως έχει διαμορφωθεί και έχει τεθεί υπ΄όψιν της Βουλής των Ελλήνων από διαδοχικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια και έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Η υπευθυνότητα, η μετριοπάθεια και η παραγωγική διάθεση της Ελλάδος είναι προφανής, από την άλλη μεριά δεν έχουμε μια απάντηση πλην της γνωστής ένστασης, ότι το συνταγματικό όνομα είναι κάτι το οποίο πρέπει να γίνεται απολύτως σεβαστό, αλλά γνωρίζετε ότι στην ΕΕ ο ενιαίος ευρωπαϊκός συνταγματικός χώρος διαμορφώνεται σταδιακά μέσα από αυτό που είχα την ευκαιρία από παλαιά ως επιστήμονας να ονομάσω «αλληλοπεριχώρηση» των Εθνικών Συνταγμάτων και του Ευρωπαϊκού Πρωτογενούς Δικαίου.
Η ΕΕ λαμβάνει υπόψη όσο το δυνατόν τα Εθνικά Συντάγματα, τα Εθνικά Συντάγματα λαμβάνουν υπόψη τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της ΕΕ, τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση Sejdic & Finci στη Βοσνία και έτσι διαμορφώνεται μέσα από συνεχείς αναθεωρήσεις των Εθνικών Συνταγμάτων ο Ενιαίος Ευρωπαϊκός Συνταγματικός Χώρος, η ίδια δε η Διεθνοτική Συνθήκη της Οχρίδας, που είναι ιδιόρρυθμη και διφυής, γιατί είναι και Συνταγματική και Διεθνής, δείχνει ότι και στη γειτονική μας χώρα, προκειμένου να επιλυθούν πολύ μεγάλα θέματα, επιλέγεται η οδός των συμφωνημένων λύσεων πέραν του Συντάγματος.
Αυτό ισχύει και με τη συμφωνία της 1ης Μαρτίου 2013. Άρα δεν ισχύει η θέση αυτή. Ο κ. Gruevski μου παρουσίασε τις απόψεις του, και το συμπέρασμα το οποίο θα κατέληγα εγώ και στο οποίο κατέληξα δημόσια μετά, μιλώντας στα γραφεία της Αντιπροσωπείας της ΕΕ, είναι πως γίνεται αποδεκτή, ως αρμόζουσα διαδικασία, η διαδικασία του ΟΗΕ υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα και την καθοδήγηση του Πρέσβεως κ. Nimetz, κανείς δεν έχει αντίρρηση να εντατικοποιηθεί η διαδικασία αυτή.
Ο κ. Gruevski μου επανέλαβε παρουσία της Ελληνικής Αντιπροσωπείας ότι η χώρα του δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις, ούτε καλλιεργεί κάποιο αλυτρωτισμό σε σχέση με την Ελλάδα. Του είπα όμως ότι όλα αυτά πρέπει να αντανακλώνται στις θέσεις τους σε σχέση με το όνομα, ότι το όνομα δεν είναι ένα διμερές θέμα, αλλά μια διεθνής διαφορά και ότι σε σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του, αλλά και την ευρωατλαντική προοπτική, το ζήτημα δεν είναι το όνομα, αλλά το Διεθνές Δίκαιο και οι σχέσεις καλής γειτονίας και η εκπλήρωση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης σε σχέση με την ΕΕ, των κριτηρίων του ΝΑΤΟ που συνδέονται και με την περιφερειακή σταθερότητα σε σχέση με το ΝΑΤΟ.
Το γεγονός ότι μιλήσαμε και ότι καταστήσαμε τις θέσεις μας σαφείς είναι σημαντικό. Το γεγονός ότι πήγε ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών στα Σκόπια ως διεθνές μήνυμα ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας και αυξάνει το διπλωματικό μας κεφάλαιο – και θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό το γεγονός που είχε αυτό το ταξίδι στα Δυτικά Βαλκάνια. Είχα δε την ευκαιρία να ανακοινώσω ότι τους περιμένουμε στις 24 και 25 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη σε μια μεγάλη διυπουργική διάσκεψη με τη συμμετοχή των 28 κρατών της ΕΕ σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών των έξι κρατών των Δυτικών Βαλκανίων και άλλων Υπουργών, μάχιμων, μαζί με τους Υπουργούς Εξωτερικών, μαζί με την Ύπατη Εκπρόσωπο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να αναζωπυρώσουμε την ατζέντα «Θεσσαλονίκη 2003».
Όπως περιμένουμε στις 10 Ιουνίου στην Αθήνα τους 28 Υπουργούς της ΕΕ και τους Υπουργούς των κρατών του Αραβικού Συνδέσμου, σε μια πολύ μεγάλη συνάντηση με δύο περιοχές που έχουν πρώτιστο ενδιαφέρον για εμάς.
Δ. Καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας
Τώρα θα μου επιτρέψετε πάρα πολύ γρήγορα να κάνω μια αναφορά στα όσα είπα στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής για τη διαχείριση του προγράμματος καταστροφής των χημικών όπλων στη Συρία.
Το πρώτιστο στοιχείο, το οποίο θα ήθελα να χαιρετίσω, είναι η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για την ανθρωπιστική διάσταση της συριακής κρίσης, μετά από πρωτοβουλία που κυοφορήθηκε πολύ καιρό, του Λουξεμβούργου και της Αυστραλίας, που είναι μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η απόφαση αυτή είναι μια παράμετρος σε σχέση με τη συριακή κρίση, γιατί η παρουσία του ΟΗΕ γίνεται πιο έντονη και θα αξιολογείται η κατάσταση ανά τριάντα ημέρες.
Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό και παράλληλα με τη διαδικασία της Γενεύης II, η οποία δεν έχει αποδώσει βεβαίως όπως ξέρετε αποτελέσματα, σε εκτέλεση λοιπόν της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας για την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου και μετά την προσχώρηση της Συρίας υπό το καθεστώς της Δαμασκού στον Οργανισμό για την απαγόρευση της χρήσης των χημικών όπλων, δηλαδή τον OPCW στην Χάγη.
Κινείται το πρόγραμμα αυτό, αλλά κινείται με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς. Είχα την ευκαιρία να εξηγήσω στα κόμματα διεξοδικά το τεχνικό μέρος, υπάρχουν δύο κατηγορίες υλικών. Η μια κατηγορία απλώς πρέπει να μεταφερθεί χωρίς να προηγείται οποιαδήποτε άλλη χημική δραστηριότητα τύπου υδρόλυσης. Ένα πολύ μεγάλο μέρος του υλικού θα καταστραφεί επιτόπου στη Συρία, αλλά ούτως ή άλλως το πρόγραμμα κινείται με εξαιρετικά αργό ρυθμό. Μάλιστα η ειδική αποστολή του OPCW αναγκάστηκε να επαναποθηκεύσει ορισμένες ποσότητες για λόγους ασφαλείας. Να τις επαναποθηκεύσει επί συριακού εδάφους.
Στο σχήμα μετέχουν ενεργά χώρες οι οποίες έχουν διαθέσει υποδομή. Οι χώρες αυτές είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Νορβηγία, η Δανία, η Ιταλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Νορβηγία και η Δανία έχουν διαθέσει δύο πλοία τα οποία μεταφέρουν τα υλικά αυτά, η ΗΠΑ το επί πλοίου εργαστήριο για την υδρόλυση, η Ιταλία το μεγάλο λιμάνι της, της Καλαβρίας, η Πορτογαλία είχε προσφερθεί να διαθέσει το λιμάνι των Αζορών, αλλά αυτή η επιλογή δεν έγινε, η Γερμανία έχει αποδεχθεί να ασχοληθεί με την αποθήκευση ή εν πάση περιπτώσει με την πλήρη καταστροφή ενός μεγάλου μέρους του προϊόντος της υδρόλυσης και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει κάνει το ίδιο για ένα άλλο μεγάλο μέρος και έχουν επιλεγεί μετά από διεθνείς διαγωνισμό και δύο ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες θα ασχοληθούν ή ασχολούνται ήδη με το θέμα αυτό.
Δυστυχώς, η έξοδος του χημικού οπλοστασίου από το λιμάνι της Λατάκειας γίνεται προς τη Μεσόγειο και μετά την ιταλική προσφορά να χρησιμοποιηθεί το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της στην περιοχή της Καλαβρίας υπάρχει ήδη μια μεγάλη μεσογειακή χώρα, η οποία αποδέχεται την ιδέα ότι θα είναι το κρίσιμο σημείο για τα θέματα αυτά.
Αγωνιζόμαστε επί εβδομάδες τώρα να κινητοποιήσουμε άλλες ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες, προκειμένου να γίνει μια επιλογή εκτός Μεσογείου. Αλλά το γεγονός ότι έχει προσφερθεί λιμάνι στη Μεσόγειο και ότι η απόσταση μεταξύ Λατάκειας και Καλαβρίας είναι σχετικά περιορισμένη μας δημιουργεί ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα.
Είμαστε σε συνεχή επαφή με την Αμερικανική Κυβέρνηση, με την Ιταλική Κυβέρνηση, με την Ύπατη Εκπρόσωπο, με τους αρμοδίους επιτρόπους, με τον ίδιο τον Οργανισμό για την απαγόρευση των χημικών όπλων, όπου είναι διαπιστευμένοι οι πρέσβεις μας στη Χάγη, και παρακολουθούμε τα ζητήματα αυτά με βασικό στόχο να προστατευτεί απόλυτα, εκατό τοις εκατό το θαλάσσιο μεσογειακό περιβάλλον.
Έχουν αντιληφθεί το ενδιαφέρον μας, το οποίο το θεωρούν απολύτως λογικό και αυτό μας καθιστά μια παράμετρο του διεθνούς σχεδιασμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μας πρότειναν πριν από λίγες μέρες να οργανωθεί μια μεγάλη επιστημονική τεχνική τηλεδιάσκεψη, στην οποία οι Αμερικανοί τεχνικοί θα ενημερώσουν Έλληνες εμπειρογνώμονες σε σχέση με την τεχνική που χρησιμοποιείται, που, κατά τη γνώμη τους, είναι απολύτως ασφαλής, διότι δεν υπάρχει τίποτα που να απορρίπτεται στη θάλασσα. Όλα μεταφέρονται στην ξηρά και πιο συγκεκριμένα στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Θα οργανώσουμε και την τεχνική διάσκεψη με εμπειρογνώμονες που μετέχουν στην εθνική αρχή απαγόρευσης των χημικών όπλων, οι οποίοι προέρχονται από επιστημονικά κέντρα και από το Γενικό Χημείο του Κράτους. Εδώ υπάρχει έλληνας επιστήμονας ειδικός, που συνεργάζεται με τη μόνιμη αντιπροσωπεία μας στον OPCW, τον οποίον προτείνουμε πρώτον και, εφόσον αυτό καταστεί εφικτό, να καταλάβει τη θέση του Διευθυντού Επαλήθευσης του οργανισμού, ώστε αυτή να κατέχεται από Έλληνα. Αν αυτό δεν γίνει εφικτό, να είναι ένας από τους παρατηρητές που θα παρακολουθήσουν τη δραστηριότητα αυτή και στην ξηρά και εν πλω.
Και θα έχουμε την απάντηση και του οργανισμού και της αμερικανικής διοίκησης στα θέματα αυτά, όπως έχουμε και τη διαβεβαίωση του οργανισμού ότι θα πραγματοποιήσει νέα διεθνή επικοινωνία με τις μεγάλες μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν μία εγκυρότητα στα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, προκειμένου να πληροφορηθούν τα τεχνικά δεδομένα για την παρούσα φάση της επιχείρησης.
Εάν προσφύγει κανείς στο διαδικτυακό τόπο του OPCW στη Χάγη, μπορεί να δει ένα πολύ μεγάλο μέρος των ανακοινώσιμων πληροφοριών σε σχέση με τα θέματα αυτά, σε σχέση με την πορεία των πλοίων, σε σχέση με τον διαγωνισμό για την πρόσληψη των επιχειρήσεων, σε σχέση με τη γερμανική και τη βρετανική προσφορά, σε σχέση με τον τρόπο που θα λειτουργήσει το ιταλικό λιμάνι.
Θα θέλαμε να έχουμε περισσότερες εκδηλώσεις μεσογειακής και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης στα θέματα αυτά, δυστυχώς δεν είχαμε τον βαθμό αλληλεγγύης που θέλαμε. Θα έχω την ευχέρεια να ξαναθέσω το ζήτημα αυτό στην νέα Ιταλίδα Υπουργό Εξωτερικών, την οποία ευελπιστώ να συναντήσω την Παρασκευή στη Ρώμη, και θα κρατάμε ενήμερη τη Βουλή και τα κόμματα για όλες τις εξελίξεις.
Βρισκόμαστε σε συνεργασία με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και με όλες τις άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές, ούτως ή άλλως η εθνική αρχή κατά των χημικών όπλων εδρεύει στο Υπουργείο Εξωτερικών, ώστε να έχουμε τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται πραγματικά να γίνει κάτι επισφαλές, κάτι το οποίο να θίγει στο παραμικρό το θαλάσσιο μεσογειακό περιβάλλον.
Ε. Γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις και κατοχικό δάνειο
Χωρίς αυτό να περιλαμβάνεται στα θέματα της ημερήσιας διάταξης, αλλά επειδή θέλω να τιμήσω την παρουσία του κ. Γλέζου, ο οποίος υπομονετικά παρακολουθεί τη συνεδρίαση και τη μακρά ενημέρωση που κάνω, θα ήθελα να πω και δύο λόγια για το ζήτημα των αποζημιώσεων, των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου, ενόψει και του γεγονότος ότι θα δεχθούμε και την άλλη βδομάδα την επίσκεψη του Γερμανού ομοσπονδιακού Προέδρου.
Καταρχάς, θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου και την ευαρέσκειά μου προς την ομάδα εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γιατί μετά από πολύμηνη συστηματική εργασία υπέβαλε το πόρισμά της, το οποίο μελέτησα και κατόπιν αυτού έκρινα ότι πρέπει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους να τοποθετηθεί επί του θέματος επισήμως. Όχι με πόρισμα ομάδας εργασίας, που δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και τον νόμο περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αλλά με γνωμοδότηση της Ολομέλειάς του, σύμφωνα με το άρθρο 100/Α του Συντάγματος για την τηρητέα πορεία της υπόθεσης, γιατί αυτό συνιστά άσκηση προβλεπόμενης από το Σύνταγμα αρμοδιότητας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Επίσης, θεώρησα αναγκαίο να παρακαλέσω το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους μέσω των Εισηγητών που θα ορίσει στην Ολομέλεια να συνεργαστεί ξανά πιο πρακτικά και συγκεκριμένα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το Υπουργείο Εξωτερικών και όποιον άλλον ειδικό ερευνητή προκειμένου να ορίσει αριθμητικά, να προσδιορίσει τεχνικά, χρηματοοικονομικά τις τυχόν αξιώσεις.
Όπως ξέρετε, χωρίς να αναφερθώ στο περιεχόμενο γιατί καλύπτεται από τον χαρακτηρισμό του ως απορρήτου, έχω τη δυνατότητα να σας κάνω μια πιο αφηρημένη αλλά αντιληπτή περιγραφή. Όπως λοιπόν γνωρίζετε, το πρόβλημα είναι αφενός μεν ουσιαστικό, αφετέρου δε δικονομικό. Πρέπει να μας πει το αρμόδιο κρατικό όργανο εάν έχουμε αξιώσεις που είναι ενεργές, αν αυτές προσδιορίζονται, είναι δηλαδή ορισμένες και άρα διεκδικήσιμες, και στη συνέχεια, αφού αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα από πλευράς ουσίας, να δούμε αν έχουμε δικονομικό πλαίσιο, προκειμένου να προβάλουμε οποιαδήποτε αξίωση.
Δηλαδή, αν υπάρχει αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο να μπορούσε να επιληφθεί, και αυτό ανεξαρτήτως της πολιτικής διάστασης του θέματος, η όποια πολιτική διάσταση του θέματος δεν υπάρχει γιατί η Ελλάδα έχει θέσει κατ' επανάληψη το ζήτημα αυτό. Το έχει θέσει με διακοίνωση από το 1995 μετά την επανένωση της Γερμανίας και το θέτουμε σε όλες τις διμερείς συναντήσεις που έχουμε. Εγώ πάντως το έχω θέσει σε όλες τις συναντήσεις που έκανα και με τους ομολόγους μου τους Υπουργούς Εξωτερικών και με τον Υπουργό Οικονομικών της Γερμανικής Ομοσπονδίας.
Το πόρισμα έχει ανάγκη προφανούς συμπλήρωσης σε σχέση με τα τεχνικά και τα μαθηματικά του στοιχεία, γιατί αυτά δεν κρίνονται επαρκή. Κατά την δικονομική του δε διάσταση πιστεύω ότι πρέπει να απασχολήσει την Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γιατί αν πράγματι η σύσταση είναι να ακολουθηθεί η δικονομική οδός που προτείνει το πόρισμα της ομάδας εργασίας, τότε η δική μου πρόγνωση πολιτικά και νομικά δεν είναι μια πρόγνωση την οποία θα συνιστούσα να ακολουθήσει η Ελληνική Δημοκρατία.
Υπό την έννοια αυτή πρέπει να γίνει αυτό που ζήτησα να γίνει. Δηλαδή γνωμοδότηση της Ολομέλειας και συνεργασία των εισηγητών του Νομικού Συμβουλίου με την Τράπεζα της Ελλάδος και με το Υπουργείο Οικονομικών. Εάν θέλουμε να υπερασπιζόμαστε συμφέροντα που τεκμηριώνουμε εθνικά και όχι να καλλιεργούμε μια εσωτερικής κατανάλωσης συζήτηση, η οποία δεν οδηγεί πουθενά.
Στο μεταξύ, με συγκίνησε το γεγονός ότι η Ισραηλιτική Κοινότητα της Θεσσαλονίκης, αφού εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα, προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διεκδικώντας αποζημίωση για τα λύτρα που κατέβαλε η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης προς τις δυνάμεις κατοχής, προς το Ράιχ, την περίοδο που ο ανδρικός πληθυσμός της κοινότητας βρισκόταν υπό καθεστώς καταναγκαστικής εργασίας πριν ξεκινήσουν οι δραματικές και απάνθρωπες αποστολές προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Δηλαδή, πριν ξεκινήσει η λεγόμενη τελική λύση με τη σιδηροδρομική μεταφορά και την εξόντωση 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του Ολοκαυτώματος, είχε καταβληθεί ένα πάρα πολύ σημαντικό ποσό. Η Ισραηλιτική Κοινότητα έχει καταφέρει να τεκμηριώσει μέσω του αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος, στο οποίο εντοπίστηκαν επιταγές οι οποίες εξαργυρώθηκαν την περίοδο εκείνη από τον Merten. Να τεκμηριώσει την καταβολή ενός πολύ μεγάλου μέρους του ποσού αυτού και περιμένουμε και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί της προσφυγής της πολύ συγκεκριμένης για ένα πολύ ειδικό θέμα, που είναι τα λύτρα αυτά που κατεβλήθησαν μεταξύ του 1942-1943 στη Θεσσαλονίκη.
Θα έχουμε δυνατότητα και στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή να μιλήσουμε λεπτομερέστερα για τα θέματα αυτά. Παρακαλώ δε οποιοδήποτε κόμμα ή οποιονδήποτε συνάδελφο, πρωτίστως τον κ. Γλέζο, θέλει να ενημερωθεί επί του περιεχομένου του πορίσματος να ζητήσει να συναντηθούμε για να του πω λεπτομερώς τι περιλαμβάνει το πόρισμα αυτό.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Απαντήσεις σε ερωτήσεις βουλευτών
Άκουσα με προσοχή τις παρατηρήσεις και τις ερωτήσεις των κυρίων και των κυριών Βουλευτών. Δεν μπορώ να απαντήσω σε κάθε μια απ’ αυτές, γιατί θα αργούσαμε πάρα πολύ. Θα κάνω κατ’ ανάγκη μια επιλογή του κοινού παρανομαστή των ερωτήσεων και των παρατηρήσεων, αρχίζοντας από το μείζον εθνικό θέμα που είναι το Κυπριακό.
Α. Κυπριακό
Στο Κυπριακό το δίλημμα που έχουμε πάντα ως έθνος είναι αν θα πρέπει να μετέχουμε σε μια διαδικασία που οδηγεί σε λύση, δηλαδή σε αλλαγή της υφιστάμενης πραγματικής κατάστασης του status quo, ώστε να διαμορφωθεί μια κατάσταση, η οποία θα επιτρέπει την οριστική και ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο ή αν αυτό κρίνουμε ότι ενέχει κινδύνους, ότι είναι επικίνδυνο και ότι προτιμούμε να μην γίνει τίποτα. Διότι αν δεν γίνει τίποτα, δεν βλέπω κανείς να εκφράζει την δυσαρέσκειά του. Έτσι έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση στην Κύπρο, η οποία κρατάει 51 χρόνια, όχι 40 χρόνια από το 1974, αλλά 51 χρόνια από το 1963.
Η Συνθήκη της Ζυρίχης και του Λονδίνου στην πραγματικότητα λειτούργησαν τρία χρόνια. Από την στιγμή που ξεκίνησε η προσπάθεια αναθεώρησης του Συντάγματος με τα «13 Σημεία» του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και είχαμε τα γεγονότα του 1963 και απεσύρθησαν οι Τουρκοκύπριοι από τα συνταγματικά όργανα, όπως και οι ουδέτεροι δικαστές από το Συνταγματικό και το Ανώτατο Δικαστήριο, έχουμε την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Δηλαδή στην πραγματικότητα, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αυτή που διαμορφώνει στο συνταγματικό πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία τώρα να δούμε πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση που διαρκεί 51 χρόνια στους θεσμούς και δυστυχώς, 40 χρόνια στο έδαφος, με την εισβολή και την κατοχή.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και η Ελληνική Κυβέρνηση δεν πρέπει ποτέ να αφήσουν περιθώρια να κατηγορηθούν διεθνώς ότι δεν μετέχουν σε διαδικασίες που προωθεί ο ΟΗΕ, διαδικασίες οι οποίες οδηγούν σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, όπως την έχουμε περιγράψει κατ’ επανάληψη, ομοσπονδιακή, διζωνική, δικοινοτική, βασισμένη σε Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, σε Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Επαναλαμβάνω ποια είναι τα σημαντικά θετικά στοιχεία αυτής της νέας συμφωνίας που αποτυπώνεται στο Κοινό Ανακοινωθέν:
• Πρώτον, το δημοψήφισμα. Άρα, οι Κύπριοι πολίτες, οι δύο κοινότητες, η ελληνοκυπριακή πλευρά σε τελευταία ανάλυση έχει στα χέρια της την λύση. Αν δεν θέλουν οι Κύπριοι πολίτες λύση, δεν θα υπάρξει λύση.
• Δεύτερον, η απαγόρευση κάθε επιδιαιτησίας, που είναι μια καταλυτική αλλαγή σε σχέση με το 2003 - 2004, οπότε και είχε γίνει δεκτή στη Συμφωνία της Νέας Υόρκης, με τη συμμετοχή και του αείμνηστου Προέδρου, του Τάσου Παπαδόπουλου, η αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα να ασκεί την επιδιαιτησία και να συμπληρώνει τα κενά ή να λύνει τις διαφορές.
• Τρίτον, γίνεται ρητή μνεία σε αυτά που είπα προηγουμένως, δηλαδή, ότι η λύση θα είναι ομοσπονδιακή, άρα, δεν θα μιλάμε για κυρίαρχα κράτη που μετέχουν, αλλά για ομόσπονδα κράτη, τα οποία υπάρχουν χάριν του Συντάγματος, γιατί το ομοσπονδιακό σχήμα θεμελιώνεται σε ένα Σύνταγμα. Φυσικά, μιλάμε για τα τρία singles που λέει ο κ. Αναστασιάδης, δηλαδή, για τη μία και μόνη διεθνή νομική προσωπικότητα, μια και μόνη κυριαρχία, μία και μόνη ιθαγένεια.
Βεβαίως, επαναλαμβάνω, υπάρχει και αντίστροφη ανάγνωση πολλών εννοιών και πολλών όρων, αλλά εμείς πρέπει να επιμένουμε στην ορθή ανάγνωση, αυτή που συνάδει με το διεθνές δίκαιο.
Όταν μιλάμε για μια κυριαρχία που είναι ανάλογη με αυτή που έχουν όλα τα κράτη-μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να υποβαθμίζουμε το γεγονός αυτό και προφανώς είναι άλλο η κυριαρχία και άλλο η κατανομή των αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό κάθε κράτους.
Οι αρμοδιότητες βεβαίως και κατανέμονται μεταξύ ομοσπονδιακού κράτους και ομόσπονδων Πολιτειών και βεβαίως, συμφωνώ με την παρατήρηση που έκανε ο κ. Βολουδάκης, ότι εάν επρόκειτο να διαλέξω μόνος μου τη σωστή ορολογία, δεν θα διάλεγα την ορολογία constituent states, η οποία μπορεί να ερμηνευτεί ως συστατικά ή ως συντακτικά κράτη, αλλά αυτή είναι μια ορολογία που έχει γίνει δεκτή από την προηγούμενη φάση, από την περίοδο 2003 - 2004 και είναι σαφές ότι το δημοψήφισμα γίνεται από τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω των κοινοτήτων τους και όχι σε επίπεδο ψευδοκράτους, το οποίο δεν υπάρχει και δεν αναγνωρίζεται.
Άρα, τα δύο ομόσπονδα κράτη, κρατίδια, πολιτείες, οντότητες, δημιουργούνται εκ του Συντάγματος από τη στιγμή που εγκριθεί το Σύνταγμα αυτό μέσω δημοψηφίσματος.
Η μία και μόνη διεθνής νομική προσωπικότητα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία υπάρχει, υφίσταται, λειτουργεί, είναι κράτος - μέλος του Ο.Η.Ε., της Ε.Ε., της Ευρωζώνης, έχει κυριαρχικά δικαιώματα και ο ίδιος ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών κάνει ειδική δήλωση σεβόμενος τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν πρόκειται να υπάρξει διαδοχή κράτους, υπάρχει συνέχεια του κράτους στους διεθνείς οργανισμούς και όλα αυτά που είπα ενώπιον της Επιτροπής τα έχω επισημάνει και στον Πρόεδρο, κ. Αναστασιάδη, παρουσία του Πρωθυπουργού και στον ομόλογό μου, τον κ. Κασουλίδη.
Πρέπει να προσέξουμε τη συναίνεση και την ενότητα, διότι, αν δεν υπάρχει στέρεο, ισχυρό, εθνικό μέτωπο, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Πρέπει η συμφωνία που θα εμφανιστεί ενώπιον του κυπριακού λαού να είναι ώριμη και να μπορεί να γίνει ευρύτατα αποδεκτή από το δημοψήφισμα, αλλιώς, μπορεί να προκληθεί τεράστια βλάβη στα εθνικά συμφέροντα, γιατί θα αρχίσει η συζήτηση για τη λεγόμενη «άρση της απομόνωσης των τουρκοκυπρίων» και αυτό θα έχει αρνητικές συνέπειες για την Κυπριακή Δημοκρατία και για τον συσχετισμό των δυνάμεων.
Επίσης, έχει πολύ μεγάλη σημασία, εφόσον μιλάμε για μια ομοσπονδιακή λύση, άρα συνταγματική, να υπάρχει ένα συνταγματικό δικαστήριο που να μπορεί να παίξει το ρόλο αυτό, όπως προβλέπεται στο κοινό ανακοινωθέν. Ξέρουμε την εμπειρία του Συντάγματος του 1960. Να υπάρχει η διαδικασία της αναθεώρησης, για την οποία, σας μίλησα. Να υπάρχει σαφής καταγραφή των αρμοδιοτήτων της κεντρικής κυβέρνησης και ας είναι το τεκμήριο στα ομόσπονδα κράτη, διότι και το ελληνοκυπριακό ομόσπονδο κράτος πρέπει να έχει όλες τις αρμοδιότητές του και το δικό του τεκμήριο αρμοδιότητας.
Αλλά, πρέπει να παρακολουθούμε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ποιές είναι οι στροφές της νομολογίας; Πρέπει να δούμε τις πιέσεις που υπάρχουν εξωτερικά και πόσοι άνθρωποι καταφεύγουν στη λεγόμενη «επιτροπή περιουσιών», στο κατεχόμενο μέρος, η οποία είναι όργανο της Τουρκικής Δημοκρατίας στην πραγματικότητα, γιατί, η νομολογία του Στρασβούργου δέχεται ότι παθητικά νομιμοποιείται η Τουρκική Δημοκρατία, η οποία έχει την ευθύνη για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία να μιλάμε για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης και να λέει ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατία, ότι «αν μου θίξετε τα κυριαρχικά δικαιώματα, θα φύγω από τη διαπραγμάτευση».
Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αντιληφθούμε ότι είναι αδιανόητο για ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. να λέει «θέλω εγγυήτριες δυνάμεις» και είναι παρήγορο το γεγονός ότι έγινε μια σημαντική πράξη παραχώρησης τμήματος των εκτάσεων που χρησιμοποιούν οι βρετανικές βάσεις, ώστε αυτές να αποδοθούν στους δικαιούχους. Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι πριν από το Κοινό Ανακοινωθέν του Προέδρου Αναστασιάδη και του κ. Έρογλου, είχαμε το Κοινό Ανακοινωθέν του Προέδρου Αναστασιάδη και του Πρωθυπουργού, του κ. Κάμερον, του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο εμπεριέχει πολύ σημαντικές αναφορές, ιδίως όταν αυτές προσυπογράφονται από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Βεβαίως, υπάρχει η λογική ότι όταν αρχίζουμε μια συζήτηση για το Κυπριακό, κινδυνεύουμε να φτάσουμε σε μια λύση, η οποία είναι επανάληψη του σχεδίου Ανάν. Κάθε ομοσπονδιακή, διζωνική, δικοινοτική λύση, είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που υπάρχει τώρα στην Κύπρο, από αυτό που υπάρχει 51 χρόνια στην Κύπρο. Είναι διαφορετικό από αυτό που είχε προβλέψει το Σύνταγμα του 1960, αλλά πρέπει να μιλάμε μετά λόγου γνώσεως, καθώς, όταν μιλάμε για ομοσπονδιακή λύση, πρέπει να ξέρουμε πώς λειτουργεί ένα ομοσπονδιακό σύστημα.
Όταν μιλάμε για μια ομοσπονδιακή και δη κοινοτική λύση, πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας μοντέλα και δεν χρειάζεται να έχουμε υπόψη μας το βοσνιακό μοντέλο ή το λιβανέζικο, μπορούμε να έχουμε το βελγικό μοντέλο υπόψη μας, το οποίο, είναι πιο ήπιο και κινείται σε ένα υψηλότερο επίπεδο ευημερίας και αποδοχής αυτού που λέγεται «ευρωπαϊκός νομικός και πολιτικός πολιτισμός» με προβλήματα όμως, με πάρα πολλά προβλήματα και το μοντέλο του Βελγίου, το οποίο είναι ακριβώς πολυζωνικό και πολυκοινοτικό και πολυγλωσσικό και πολύπλοκο. Πολλές κυβερνήσεις, πολλές οντότητες, πολλές αρμοδιότητες, πολλά όργανα και ούτω καθεξής.
Επομένως, με πολύ μεγάλη ψυχραιμία και πολύ μεγάλη συναίνεση και πολύ μεγάλη σωφροσύνη, πρέπει να γίνονται οι κινήσεις αυτές. Δημιουργείται ήδη ένταση μεγαλύτερη απ' ό,τι δικαιολογείται και είναι ευθύνη όλων των κομμάτων και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, να κρατήσουν ένα επίπεδο διαλόγου και συνδιαλλαγής, διότι, αν χρησιμοποιηθεί αυτό με ένα κριτήριο εσωτερικό, εκλογικό, κομματικό, αν γίνει αντικείμενο εσωτερικής κομματικής αντιδικίας, τότε δεν διαμορφώνουμε τις προϋποθέσεις μιας συναινετικής λύσης ευρύτατης αποδοχής και θα βλάψουμε τα εθνικά συμφέροντα. Είτε θα καταλήξουμε σε μια συμφωνία, η οποία θα απορριφθεί, είτε από ένα σημείο και μετά, αφού εξαντληθεί ο χρόνος, γίνουν όλα όπως πρέπει, με ηρεμία, με προσοχή, με συζήτηση, φανεί ότι δεν θέλουμε να καταλήξουμε σε μια λύση. Αυτό, θα δημιουργήσει μια πίεση, η οποία έχει τη μορφή που σας είπα προηγουμένως.
Έχει σημασία να προηγηθούν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης; Βεβαίως και έχει σημασία. Βεβαίως και είναι σημαντικό να γίνει αυτό που λέει ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, να επιστραφεί η περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου και να γίνει ένα μεγάλο αναπτυξιακό σχέδιο, να εφαρμοστεί το Πρωτόκολλο της Άγκυρας, να ανοίξει το λιμάνι.
Βέβαια και η άλλη πλευρά θα σας πει, όπως μας λέει, ότι «δεν μπορώ να αποδεχθώ και όλους τους εδαφικούς διακανονισμούς πριν τη Συμφωνία». Δεν λέμε να αποδεχθεί όλους τους εδαφικούς διακανονισμούς πριν τη συμφωνία, αλλά είναι σημαντικό να υπάρξει μια νέα γενιά ουσιαστικών Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Θέλει πολύ μεγάλη προσοχή αλλά πρέπει να σταθμίσουμε εμείς ως έθνος, ποια γενική κατεύθυνση έχουμε, διότι υπάρχουν ριζικές διαφωνίες. Υπάρχουν ελληνικά κόμματα τα οποία λένε ότι οποιαδήποτε συζήτηση και οποιαδήποτε λύση αυτού του τύπου είναι ένα πρόβλημα και ένας κίνδυνος και υπάρχουν και κυπριακά κόμματα που το λένε αυτό, όμως υπάρχουν και άλλα κόμματα τα οποία είναι ανοιχτά στη συζήτηση με πολλές επιφυλάξεις, με προσοχή, με γνώση, έχοντας μια εμπειρία για το τι σημαίνουν οι έννοιες.
Πίσω από τις έννοιες υπάρχει μια τεράστια ιστορία. Πίσω από κάθε λέξη του ανακοινωθέντος υπάρχει ένα ερμηνευτικό υπόμνημα εκατοντάδων σελίδων και είμαι βέβαιος, ότι όλοι διαβάζετε με αυτό το βάθος το Κοινό Ανακοινωθέν, επειδή όμως εγώ έτυχε να ασχοληθώ στη ζωή μου πάρα πολλά χρόνια με το Κυπριακό ζήτημα και πολιτικά και επιστημονικά, δεν έχω πρόβλημα να διαβάσω το κείμενο με όλες αυτές του, τις συμπαραδηλώσεις. Το διαβάζω, το κατανοώ και ξέρω τι γίνεται.
Αλλά είναι άλλο αυτό και άλλο είναι να βγαίνω στην Ελληνική Βουλή ή στο δημόσιο διάλογο στην Κύπρο και να λέω, ότι «ναι, η ανάγνωση είναι αυτή που κάνει η άλλη πλευρά». Αυτό κατ’ αρχάς είναι λάθος καθεαυτό, διότι δεν είναι έτσι. Είναι αντίθετο προς το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αλλά φυσικά είναι και λάθος διαπραγματευτικό.
Β. Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας
Σε σχέση με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η θέση μας είναι πράγματι μετριοπαθής, υπεύθυνη και μας επιτρέπει με αξιοπρέπεια και αποτελεσματικότητα να υπερασπιζόμαστε τα εθνικά συμφέροντα στην ανοιχτή διαδικασία του ΟΗΕ, υπό τον κ. Νίμιτς, την οποία σεβόμαστε και στην οποία μετέχουμε καλόπιστα και παραγωγικά, αλλά και σε όλες τις συζητήσεις που γίνονται στο ΝΑΤΟ, στην Ε.Ε. και σε άλλα διεθνή φόρα. Πρέπει να γνωρίζουμε τι σημαίνουν τα πράγματα.
Την προηγούμενη φορά είπα στην Επιτροπή, ότι στο Βουκουρέστι δεν προβλήθηκε βέτο και υπήρξε μια μεγάλη συζήτηση. Η Κυβέρνηση της Ελλάδος του 2008, η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή ενήργησε πάρα πολύ σωστά, αλλά νομικά δεν είχαμε ελληνικό βέτο, διότι δεν απευθύνθηκε πρόσκληση συμμετοχής.
Η Ελλάδα μετέχει πάντα στο κεντρικό ρεύμα, στο «mainstream» και στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ και φυσικά θέλουμε να εφαρμόζονται τα γενικά κριτήρια και υπάρχουν και διαφωνίες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όμως ειδικά στο πεδίο της Ε.Ε., η πολιτική γειτνίαση είναι διακυβερνητική, δεν είναι ούτε καν του Συμβουλίου, είναι κάτι παραπάνω από το Συμβούλιο, είναι τα κράτη μέλη.
Άρα, υπάρχει ο κανόνας της ομοφωνίας, διότι τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς ποιά είναι; Έχει εισηγηθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πέντε φορές ότι πρέπει να αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Η απάντηση είναι, ότι το Συμβούλιο και τελικά η Διακυβερνητική Διάσκεψη κρίνει αν έχουν πληρωθεί τα κριτήρια και συμφωνώ με τις παρατηρήσεις που έγιναν ότι υπάρχουν προβλήματα με τα κριτήρια, γι’ αυτό αναφέρθηκα σε σχέση καλής γειτονίας και στη Συμφωνία της 1ης Μαρτίου του 2013. Η συμφωνία της 1ης Μαρτίου, είναι μια προσπάθεια υπέρβασης των εσωτερικών προβλημάτων δημοκρατίας, κράτους δικαίου, ελευθεριών, καθεστώτος των μέσων ενημέρωσης, διαφάνειας κλπ.
Δεν είμαι εγώ αρμόδιος για να πω, ποιες είναι οι θέσεις των πολιτικών κομμάτων της γειτονικής μας χώρας. Ο κ. Αχμέτι και οι αρχηγοί όλων των κομμάτων, μπορούν να πουν την άποψή τους και η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν ενιαία άποψη τα κόμματα τα οποία ανήκουν στη σλαβομακεδονική κοινότητα, πλειοψηφία και τα κόμματα που ανήκουν στην αλβανική κοινότητα.
Άρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία να αντιλαμβανόμαστε και την έννοια της κοινότητας, η οποία είναι διαφορετική από τη μειονότητα ή από τη μειοψηφία, διότι έχει μια υπόσταση στο εσωτερικό του συνταγματικού συστήματος η κοινότητα. Δεν είναι απλώς μια εθνική ή γλωσσική ή θρησκευτική μειονότητα, ούτε απλώς μια μειοψηφία επί της οποίας κατισχύει η αρχή της πλειοψηφίας, η δημοκρατική αρχή. Αυτό το λέω για να το συνδέσουμε με το τι σημαίνει η επί 40 χρόνια αναφορά μας στο δικοινοτικό χαρακτήρα και τις λύσεις στην Κύπρο.
Άρα, λοιπόν, αυτό το οποίο κάνουμε τώρα με την επίσκεψή μου, με την τοποθέτησή μας στη διαδικασία Νίμιτς, με τα όσα λέμε στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ και με τα όσα λέμε στο Συμβούλιο της Ε.Ε., είναι ότι τοποθετούμε το ζήτημα σωστά. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια διμερή διαφορά σε σχέση με το όνομα, δηλαδή όλα είναι έτοιμα και ώριμα και η Ελλάδα έχει μια ένσταση η οποία έχει σχέση με το όνομα. Όχι. Κατ’ αρχάς εδώ δεν πρόκειται για μια διμερή διαφορά, πρόκειται για ένα διεθνές πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως έχει πει το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Πρέπει, όμως να παρακολουθούμε τα σχετικά με την Ενδιάμεση Συμφωνία και πρέπει να δούμε τι έγινε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε σχέση με την Ενδιάμεση Συμφωνία. Πρέπει να δούμε τι είναι όλα αυτά τα οποία επικαλούνται διάφοροι κατά καιρούς στο διεθνή δημόσιο διάλογο και έχουμε απαντήσει σε όλα αυτά. Έχει, όμως, σημασία στο εσωτερικό μας, στους θεσμούς μας και ιδίως όταν μιλούν αυτοί οι οποίοι δεσμεύουν διεθνώς τη χώρα, να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί.
Υπό την έννοια αυτή θεωρώ ότι έχει γίνει κατανοητό πλήρως από όλους τους εταίρους μας και στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., ποια είναι η θέση μας και νομίζω ότι είναι ικανοποιητικά τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου του 2013. Τα μετέφερα κατά πιστό τρόπο στην επίσκεψή μου και η εθνική μας τοποθέτηση σε σχέση με την αποδοχή μιας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό για κάθε χρήση εσωτερική και εξωτερική είναι απολύτως κατανοητή και μας προσδίδει «κεφάλαιο» διπλωματικό.
Γ. Αλβανία
Σε σχέση με την Αλβανία, νομίζω ότι έχει γίνει απολύτως σαφές προς την αλβανική κυβέρνηση ότι πρέπει να πάμε σε μια λύση των διμερών εκκρεμοτήτων, η οποία να είναι συνολική και η οποία ολοκληρώνεται με την Κύρωση της Συμφωνίας για τις θαλάσσιες ζώνες στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας και της, ας πούμε, διεθνούς αντίληψης που επικρατεί, που είναι η ευρωπαϊκή δυτική αντίληψη. Αυτή τη στιγμή δεν θέλω να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες. Η πρότασή μας, όπως έχει παρουσιαστεί προς την άλλη πλευρά είναι ολοκληρωμένη και δίνει τη δυνατότητα να αναβαθμιστούν σε σημαντικό βαθμό οι διμερείς σχέσεις, αλλά ενισχύει και το ευρωπαϊκό «πρόσωπο» της Αλβανίας, κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό και για αυτή και για εμάς, διότι και με την Αλβανία είμαστε δύο εκ των πραγμάτων διασυνδεδεμένες οικονομίες.
Στην Ελλάδα διαβιούν 600.000 Αλβανοί, η πορεία της ελληνικής οικονομίας ενδιαφέρει άμεσα την αλβανική κοινωνία, το αλβανικό εισόδημα και το αλβανικό ΑΕΠ. Υπάρχουν ξένες επιχειρήσεις και κυρίως υπάρχει η ελληνική εθνική μειονότητα, η οποία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη και η οποία έχει δικαιώματα και αυτά τα δικαιώματα απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, το οποίο καλείται να σεβαστεί απολύτως η άλλη πλευρά.
Δ. Ουκρανία
Σε σχέση με την Ουκρανία, αντιλαμβάνεστε ότι η Ελληνική Προεδρία πρέπει να κινηθεί θεσμικά. Η Ελληνική Προεδρία δεν έχει αρμοδιότητα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και θα μου επιτρέψετε να πω ορθώς, διότι έχουμε πολύ μεγάλες εμφανείς και εθνικές προτεραιότητες οι οποίες πρέπει να μετουσιώνονται σε μια σειρά από χειρισμούς. Έχουμε κάνει αυτή τη συζήτηση για την Ανατολική Εταιρική Σχέση, για τη σχέση Ε.Ε. – Ρωσίας, πάμπολλες φορές στην Ε.Ε.. Τουλάχιστον μία φορά το μήνα, αν λάβουμε υπόψη ότι από τον Ιούλιο είμαι εννέα με δέκα μήνες Υπουργός, αυτή η συζήτηση έχει γίνει εννέα φορές δια μακρόν.
Την έχουμε κάνει μόνιμα κατ’ επανάληψη, την κάναμε κάθε φορά που συνεδριάζει το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων μεταξύ των 28 Υπουργών και την έχουμε κάνει και με τον κ. Λαβρόφ σε γεύμα εργασίας πριν από ένα μήνα και η Ελλάδα τοποθετείται με πολύ μεγάλη προσοχή, μετριοπάθεια και συστηματικότητα ως προς τις σχέσεις Ε.Ε. και Ρωσίας. Το έκανε και ο Πρωθυπουργός στη συνάντηση που είχε με τον κ. Πούτιν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. - Ρωσίας , γιατί στην σύνοδο κορυφής δεν μετέχει η Προεδρία, η Περιοδική Προεδρία.
Μετέχει ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ο κ. Βαν Ρομπάι, μετέχει ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο κ. Μπαρόζο, δεν μετέχει η περιοδική Προεδρία, ούτε σε επίπεδο Πρωθυπουργού, ούτε σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών. Σε καμία Σύνοδο Κορυφής δεν μετέχει, στις Διακυβερνητικές Διασκέψεις, όπως έγινε με τη Σερβία, προεδρεύει η Προεδρία. Γι' αυτό άκουσα και την ιδέα του να φύγω από τα Σκόπια, να μην πάω στα Σκόπια και στα Τίρανα για να πάω με τους τρεις Υπουργούς της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας να συζητήσουμε τη Συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου, αυτόκλητος, για να υποστηρίξω ποιά εθνικά συμφέροντα;
Πιο σημαντικό είναι να πεις ότι «σέβομαι τις κοινοτικές διαδικασίες, τις αρμοδιότητες της Υπάτης Εκπροσώπου», πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι είχα τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Λαβρόφ και πιο σημαντικό είναι να έχεις μια γραμμή η οποία είναι αυτή που είπαμε προηγουμένως.
Με ρώτησε κάποιος ποιά είναι η ελληνική θέση για την κατάσταση που επικρατεί στην Ουκρανία;
Ποιά είναι η ευρωπαϊκή θέση; Υπάρχει μια διεθνής αμηχανία, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει μια συντεταγμένη κατάσταση, διαμορφώνεται. Υπάρχει ένας Πρόεδρος της Βουλής που ασκεί καθήκοντα προσωρινού Προέδρου της Δημοκρατίας και αυτό που είπαμε και η κυρία Κάθριν Άστον και εγώ, είναι ότι πρέπει να υπάρξει μια Κυβέρνηση η οποία να είναι Κυβέρνηση συναινετική, συμπεριληπτική, inclusive. Η οποία να μπορεί να διαφυλάξει τη σταθερότητα, την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη, να αποτρέψει το διχασμό, την αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας και να σώσει τη χώρα από τη χρεοκοπία, αυτό είπαμε και αυτό λέμε.
Και φυσικά αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την Ρωσική Ομοσπονδία, χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς τους Διεθνείς Οργανισμούς όπως είναι ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά, εμείς με την εμπειρία που έχουμε και λέμε τη λύση στο πρόβλημα του θεσμικού, οικονομικού και αναπτυξιακού μέλλοντος της Ουκρανίας είναι εντός του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου;
Και με τι quota, τι ποσοστό έχει να λαμβάνει η Ουκρανία από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο; Σας έκανα έναν παραλληλισμό των μεγεθών, των ελληνικών και των ουκρανικών για να καταλάβουμε τι σημαίνει και πού βρισκόμαστε. Για να έχουμε μια αίσθηση του τι σημαίνει Ελλάδα. Αυτός ο προσδιορισμός είναι ένας προσδιορισμός δημοσιονομικός σε σχέση με τον Προϋπολογισμό και τις ανάγκες που έχει. Ήταν μια δική μας εκτίμηση λανθασμένη, οι Ουκρανοί ζήτησαν 15 δισ. τα οποία προσφέρθηκε να δώσει η Ρωσία πριν από την κρίση, πριν από την κατάρρευση του συστήματος Γιανουκόβιτς. Αυτά για την Ουκρανία νομίζω ότι αρκούν.
Ε. Συριακά χημικά όπλα
Σε σχέση με τα χημικά όπλα, επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά, δεν πρόκειται να απορριφτεί απολύτως τίποτα στη θάλασσα, διότι η απόρριψη στη θάλασσα απαγορεύεται ρητά από την υφιστάμενη Διεθνή Συνθήκη για τα χημικά όπλα. Εάν πιστεύει κανείς σας ότι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και ο ίδιος ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων σε συνεργασία με Κυβερνήσεις όπως είναι η Κυβέρνηση της Δανίας και της Νορβηγίας που έχουν αποδεδειγμένες οικολογικές ευαισθησίες θα πάνε να ρίξουν το προϊόν της υδρόλυσης στη Μεσόγειο, κάνετε λάθος. Και είναι και μια στάση προσβλητική απέναντι σε κορυφαίους Διεθνείς Οργανισμούς και φιλικές χώρες.
Και οι ίδιοι έχουν ευαισθησίες σε σχέση με το οποιοδήποτε δυστύχημα, ατύχημα, τεχνικό πρόβλημα και σας λέω το εξής, αυτή τη στιγμή μεταφέρονται τα φορτία με πλοία της Δανίας και της Νορβηγίας από την Λατάκεια. Τα πλοία αυτά πλέουν στη Μεσόγειο, έχουν μεταφερθεί φορτία. Γιατί μας απασχολεί το ατύχημα στο αμερικανικό πλοίο, στο οποίο δεν θα πάει ένα μεγάλο μέρος των μεταφερόμενων χημικών διότι δεν θέλουν υδρόλυση;
Τα χημικά λοιπόν προτεραιότητας δύο, τα οποία μεταφέρουν Νορβηγοί, δεν πάνε πουθενά, μεταφέρονται όμως. Γι αυτό το οποίο είναι η προπανόλη, η καταστροφή θα γίνει επί Συριακού εδάφους και ήδη έχει γίνει κατά 93%. Ήδη στις 10 Φεβρουαρίου, ο Γενικός Διευθυντής του OPCW ανακοινώσε δημόσια τη μεταφορά του τρίτου μεγάλου φορτίου, άρα, έχουν μεταφερθεί ήδη τρία φορτία στη Μεσόγειο. Η Ιταλία, η οποία είναι μια χώρα που έχει οικολογικές ευαισθησίες, ακτές, τουρισμό, προσέφερε το λιμάνι της, θα μπορούσε να πει δεν το προσφέρω, ας πάνε στις Αζόρες.
Όπως υπήρχε η προσφορά της Πορτογαλίας.
Οι εταιρείες οι οποίες έχουν επιλεγεί, μετά από διαγωνισμό στον οποίο μετείχαν οι 14 Διεθνείς Εταιρείες για όλο το εγχείρημα, είναι μια Φιλανδική εταιρία και μια Αμερικανική, άρα, στην πραγματικότητα έχουμε τη Νορβηγία, Δανία, Φιλανδία. Τρεις χώρες με ευαισθησίες μεγάλες οικολογικές που μετέχουν στην όλη επιχείρηση. Η Γερμανία έχει πει ότι από το προϊόν της υδρόλυσης μπορώ εγώ να πάρω ως προσφορά, 370 μετρικούς τόνους. Αυτό είπα στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, ότι υπολογίζω ότι είναι περίπου το μισό ή λιγότερο από το μισό του συνολικού προϊόντος.
Το άλλο θα πάει στο Ηνωμένο Βασίλειο ή όπου υποδείξουν οι εταιρείες, οι οποίες, εμπορικά πλέον, θα κάνουν τη διαχείριση γιατί αυτό είναι περιζήτητο ως προϊόν. Άρα, δε πρόκειται να απορριφθεί τίποτα, θα πάει όλο για αξιοποίηση, και εκμετάλλευση ή απόθεση στη ξηρά και μάλιστα όταν λέμε ξηρά εννοούμε τη Γερμανία, την Αγγλία ή τέτοιες περιπτώσεις.
Η (απόρριψη στη) θάλασσα απαγορεύεται ρητά από την Συνθήκη. Η κυρία συνάδελφος ρώτησε τι πέφτει στη Μεσόγειο. Όταν η Μεσόγειος έχει αυτό το πρόβλημα, όταν, όπως μου είπε ο OPCW ότι η ιταλική μαφία ρίχνει τα ραδιενεργά υπόλοιπα στη Μεσόγειο, εμείς έχουμε ενοχοποιήσει τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τον Οργανισμό για την Απαγόρευση Χημικών Όπλων και Κυβερνήσεις χωρών με αποδεδειγμένη οικολογική ευαισθησία;
Έχει σημασία το επιχείρημα γιατί δημιουργούμε μια συζήτηση, την οποία δημιουργούμε εμείς, και καλά κάνουμε, αλλά μετά στοχεύουμε και τον εαυτό μας σε σχέση με το τουριστικό προϊόν. Είναι γεγονός, εμείς και παρατηρητή θα στείλουμε και τη θέση του Διευθυντή επαλήθευσης στον OPCW διεκδικούμε, αλλά δεν βλέπω να το κάνει αυτό καμία άλλη χώρα Μεσογειακή. Λάβετε το και αυτό υπόψη. Και όταν λέω Μεσογειακή εννοώ Ευρωπαϊκή, δεν έχω την αξίωση οι χώρες της Μεσογείου, οι οποίες είναι όλες σε κρίση ή μη Ευρωπαϊκές να λένε «θα στείλω και έχω παρατηρητή». Η Λιβύη θα στείλει παρατηρητή; Αν θέλει μπορεί να στείλει.
Βεβαίως και εν πλω γίνεται αυτό, διότι πρέπει να σας πω ότι δεν μπορούσαν ενδεχομένως να βρουν σε ποια χώρα της ευρύτερης περιοχής θα γίνει στο έδαφός της.
Όλα τα τεχνικά στοιχεία βρίσκονται στο site του OPCW. Ανοίξτε να δείτε όλες τις τεχνικές προδιαγραφές και είναι όλοι έτοιμοι να δώσουν τις εξηγήσεις τεχνικά. Πρόκειται για μια διαφανή διαδικασία εξηγούν, λένε: «ελάτε, μπείτε στο πλοίο, είστε παρατηρητές και θα σας εξηγήσουμε».
Δεν μπορούμε εμείς να καταλάβουμε τι μας λένε, πρέπει να πάει ο αρμόδιος επιστήμονας να καταλάβει τι του λένε. Δεν υπάρχουν πολλοί που ξέρουν από αυτά. Έχουμε αγωνιστεί πολύ να εντοπίσουμε Έλληνα τεχνοκράτη με εμπειρία στα θέματα αυτά τον οποίον και βρήκαμε και προτείνουμε.
Λοιπόν πώς θα γίνει; Και ένα πολύ μεγάλο μέρος των λυμάτων γιατί περί λυμάτων πρόκειται, αυτά που θα πάρει η Γερμανία τα χαρακτηρίζει λύματα, θα τα μεταφέρει στην Αμερική το πλοίο μετά, αλλά αδρανοποιημένα. Θα τα μεταφέρει στην Αμερική, γιατί τα θέλουν, είναι για βιομηχανική επεξεργασία. Δεν μπορεί να ταξιδεύει πριν την υδρόλυση. Δεν θεωρείται σωστό, ασφαλές τεχνικά να ταξιδεύει πριν την υδρόλυση, γι' αυτό και η υδρόλυση γίνεται σχετικώς κοντά στο λιμάνι της Καλαβρίας, αλλά αυτό θα μας τα πει το Γενικό Χημείο του Κράτους που θα συνομιλήσει με την αμερικανική κυβέρνηση τους τεχνικούς και με τον OPCW για να διαβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και γι' αυτό και εμείς στέλνουμε και τον παρατηρητή.
Σας είπα προηγουμένως ότι υπάρχει εθνική αρχή ελέγχου των χημικών όπλων στην οποία παίζει καθοριστικό ρόλο το Γενικό Χημείο του Κράτους. Είναι μέλος το Γενικό Χημείο του Κράτους. Αν ανοίξετε τον εθνικό νόμο και δείτε ποιος νόμος συγκροτεί την εθνική αρχή ελέγχου των χημικών όπλων, θα δείτε ότι το χημείο του κράτους, όπως και άλλοι οργανισμοί παίζουν ρόλο. Όταν έχουμε μια χημική διεργασία, ποιός είναι ο αρμόδιος κρατικός φορέας; Δεν είναι το Γενικό Χημείο του Κράτους; Ποιός είναι κατά τη γνώμη σας;
ΣΤ. Γερμανικές επανορθώσεις και κατοχικό δάνειο
Λοιπόν, και σε σχέση τώρα με τις επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο. Κοιτάξτε, έχω ακούσει τα ποσά αυτά κατά καιρούς τα οποία είναι εντυπωσιακά, το μεγάλο ζήτημα είναι να μπορείς να τα προσδιορίσεις και να τα διεκδικήσεις. Για να τα διεκδικήσεις θέλεις να έχεις δικαστήριο. Υπάρχει κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό φοβάμαι. Εμείς θέτουμε το ζήτημα αυτό στη γερμανική κυβέρνηση.
Η γερμανική κυβέρνηση το απορρίπτει. Εάν εμείς θέλουμε να σταματήσουμε να το θέτουμε και να ισχυριστούμε, να πούμε ότι υπάρχει διεθνής διαφορά πρέπει να πάρουμε την απόφαση να προβάλουμε τη διεθνή αξίωση μας ενώπιον ενός δικαστικού οργάνου. Είναι τόσο απλό.
Και η απάντηση που δίνει το πόρισμα ως προς τις δικονομικές δυνατότητές μας είναι μια απάντηση που κατά τη γνώμη μου μπορεί να έχει μια θεωρητική αξία πολύ μεγάλη, αλλά πρακτικά δεν είναι μια απάντηση η οποία μπορεί να οδηγεί σε αποτέλεσμα. Δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποτέλεσμα.
Και την προσφυγή της Ισραηλιτικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης και πάλι στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου την ανέφερα γιατί έχει ένα μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς κρατικής ασυλίας, γιατί το μεγάλο θέμα το οποίο κρίθηκε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δεν συμφωνώ καθόλου με όσα είπε ο κ. Μαριάς, κατά τη γνώμη μου δεν είναι καθόλου ακριβή νομικά, γιατί το θέμα το οποίο έκρινε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι το η ασυλία του κράτους.
Λοιπόν, η νομολογία σε σχέση με την ασυλία του κράτους είναι απολύτως συμπαγής σε όλα τα επίπεδα. Σε εθνικό επίπεδο τη διατύπωση από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο το ελληνικό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και σε διεθνές επίπεδο το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας. Όταν θα έρθετε να σας εξηγήσω ή να διαβάσετε μόνοι σας τι είναι αυτό που εισηγείται το πόρισμα, θα αντιληφθείτε γιατί λέω ότι πρέπει αυτό να μας το πει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ως γνωμοδότηση. Εκτός και αν δεν θέλουμε να κάνουμε την περαιτέρω κίνηση και εμμένουμε στα προκαταρκτικά, εντάξει, το αντιλαμβάνομαι αυτό.
Από τη στιγμή πάντως που ανέλαβα τα καθήκοντα μου στο Υπουργείο Εξωτερικών, έχω επικοινωνήσει πάμπολλες φορές εγγράφως και προφορικώς με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για να επισπευθεί αυτή η διαδικασία και η διαδικασία δεν ήταν εύκολη. Από την έκταση και την πολυπλοκότητα των θεμάτων που περιλαμβάνονται στο πόρισμα θα δείτε γιατί δεν ήταν εύκολη.
Και πρέπει να σας πω με όλο το σεβασμό και την αγάπη κ. Γλέζο, ότι και αυτή η προσέγγιση σε σχέση με το τι επιδίκασε στην Ελλάδα η Διάσκεψη του 1946 και αυτή αμφισβητείται. Θα δείτε στο πόρισμα. Μακάρι αυτό το ποσό να είναι το ποσό το οποίο αφορά μόνο την Ελλάδα. Μακάρι. Εγώ θα χαιρόμουν πάρα πολύ και θα ήθελα να μου το πει αυτό το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, αλλά αφού μου το πει πρέπει μετά να αποφασίσει η Βουλή ότι θα κάνουμε και την δικονομική κίνηση, διότι η θέση της Γερμανίας είναι σαφής. Η Γερμανία δεν θεωρεί ότι έχει υποχρέωση να καταβάλει καμία αξίωση, σου λέει «μου κάνεις μια διπλωματική κίνηση, μια διπλωματική διακοίνωση», σου λέω «εντάξει όχι δεν δέχομαι ότι έχω περαιτέρω ευθύνη». Κατόπιν αυτού γεννάται η διεθνής διαφορά.
Συμφωνώ με όλα όσα είπατε για τα ηθικά δικαιώματά μας, για τα επιχειρήματά μας, για το τι έκανε η Ελλάδα και το ότι υπέστη. Για όλη την ιστορική εξέλιξη των θεμάτων αυτών, απολύτως συμφωνώ αλλά ψάχνω να βρω την πρακτική οδό, την πρακτική και ασφαλή οδό, γιατί πρέπει αυτό να οδηγήσει σε αποτέλεσμα. Αλλιώς, άμα είναι να τα λέμε μεταξύ μας και να χαιρόμαστε, δεν κερδίζουμε κάτι. Η ευθύνη μου, όμως, υπερβαίνει την οποιαδήποτε ηθική ή ιστορική αντίδραση.
Διότι πρέπει να κάνουμε ως Ελληνική Δημοκρατία, επιλογές διπλωματικές, διαδικαστικές, νομικές, δικανικές, οι οποίες να προστατεύουν τα εθνικά συμφέροντα. Δεν πρέπει να κάνουμε κάποιο λάθος και να δημιουργήσουμε μια φευγαλέα αίσθηση ευφορίας, η οποία στη συνέχεια θα οδηγήσει σε μια αρνητική έκβαση. Αυτό λέω. Νομίζω ότι είναι κατανοητό αυτό, είναι πάρα πολύ απλό. Διότι, είναι άλλο να κάνουμε μια συζήτηση, η οποία είναι μια συζήτηση ιστορική, πολιτική, ηθική και άλλο να πάρουμε μια απόφαση η οποία θέτει τα συμφέροντά μας και τις αξιώσεις μας υπό διεθνή δικαστικό έλεγχο. Είναι κατανοητό αυτό που λέω.-
25 Φεβρουαρίου, 2014