Με ιδιαίτερη χαρά συμμετέχω σήμερα στις εργασίες της 66ης Ετήσιας Συνόδου της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του NATO.
Θα προτιμούσα, φυσικά, να σας καλωσορίζω όλους διά ζώσης, ωστόσο χαίρομαι ιδιαιτέρως που βρίσκουμε τρόπους για ουσιαστικό διάλογο, παρά την άνευ προηγουμένου υγειονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε όλοι.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω ευχαριστώντας τον Πρόεδρο και όλα, βεβαίως, τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης για τη σκληρή προσπάθεια και το σημαντικό τους έργο.
Όντας ο ίδιος Κοινοβουλευτικός, γνωρίζω ότι το NATO στηρίζεται σε εσάς που, μέσω της συνεργασίας με τους συναδέλφους σας και απευθυνόμενοι στους ανθρώπους που αντιπροσωπεύετε άμεσα, εξηγείτε τι είναι και τι κάνει το ΝΑΤΟ.
Ο ρόλος του NATO στην αντιμετώπιση των προκλήσεων στην Ανατολική και τη Νότια πτέρυγά του, αλλά και στη διαχείριση εξελισσόμενων απειλών, είναι υψίστης σημασίας.
Γνωρίζω ότι μπορούμε να βασιζόμαστε σε εσάς για τη διάδοση του μηνύματος ότι το NATO δεν αποτελεί απλώς μια πολιτική και στρατιωτική Συμμαχία.
Είναι και ένας Οργανισμός που εδράζεται σε κοινές θεμελιώδεις αξίες.
Οι αξίες αυτές, κατοχυρωμένες στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Δίκαιο, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του κοινού μας οράματος και σκοπού και υπό το πρίσμα αυτό, βασική μας επιδίωξη ήταν ανέκαθεν η ανάδειξη και η υπεράσπισή τους.
Αναφορικά με συγκεκριμένα ζητήματα στην ατζέντα της Συμμαχίας:
Η Ελλάδα, όπως γνωρίζετε, υποδέχθηκε θερμά τη διαδικασία διαλογισμού "NATO 2030", η οποία ευελπιστούμε ότι θα οδηγήσει στη διατύπωση εποικοδομητικών προτάσεων για τη διατήρηση της ενότητας και του πολιτικού ρόλου του NATO.
Σήμερα, το NATO πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ της αναγκαιότητας ανταπόκρισης στις εντεινόμενες παγκόσμιες προκλήσεις και του κινδύνου να υπερβεί τις δυνατότητές του και, συνεπώς, να καταστεί αναποτελεσματικό.
Είναι, επίσης, πολύ σημαντικό να διασφαλίσουμε την τεχνολογική υπεροχή του NATO η οποία αντιμετωπίζει ολοένα και περισσότερες προκλήσεις, τόσο από κρατικούς όσο και από μη κρατικούς δρώντες.
Επιπλέον, είναι αναγκαίο να συντηρήσουμε και να διατηρήσουμε τις αμυντικές μας δαπάνες.
Όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα, παρά τους εξαιρετικά αυστηρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, διατηρεί τις αμυντικές της δαπάνες πάνω από το όριο του 2%.
Παράλληλα, καταβάλλουμε προσπάθειες να πετύχουμε τον στόχο να δαπανάται το 20% σε επενδύσεις για μείζονα οπλικά συστήματα, καθώς και για έρευνα και ανάπτυξη.
Είμαι βέβαιος ότι έχετε συναφώς ενημερωθεί για τις πρόσφατες αποφάσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης αναφορικά με την αναβάθμιση του στρατιωτικού εξοπλισμού της χώρας.
Ταυτόχρονα συμμετέχουμε, όπως είναι φυσικό, και διαδραματίζουμε ουσιαστικό ρόλο στις επιχειρήσεις και τις αποστολές του NATO.
Καθώς η τεχνολογία και η καινοτομία δίνουν τη δυνατότητα στην επιθετικότητα να εκφράζεται με νέους τρόπους, μόνο συντονισμένες ενέργειες μπορούν να δώσουν λύσεις σε θέματα ασφάλειας όπως ο έλεγχος των εξοπλισμών, ο αφοπλισμός και η μη διασπορά.
Δυστυχώς, λόγω της κατάρρευσης της Συνθήκης INF, των αμφιβολιών για τη μακροβιότητα της Συνθήκης START, αλλά και λόγω της πιθανής κατάρρευσης άλλων παραμέτρων του διεθνούς καθεστώτος ελέγχου των εξοπλισμών, υπάρχουν αρκετοί λόγοι ανησυχίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, κρίνουμε απαραίτητη τη διατήρηση της διττής πολιτικής συλλογικής άμυνας αλλά και ουσιαστικού διαλόγου με τη Ρωσία.
Ταυτόχρονα, πρέπει να εργαστούμε ώστε να εντάξουμε την Κίνα στις διεθνείς πρωτοβουλίες ελέγχου των εξοπλισμών. Άλλωστε, ο ενισχυόμενος διεθνής ρόλος της Κίνας σε στρατιωτικό επίπεδο έχει ήδη επιπτώσεις στα συμφέροντα του NATO.
Παράλληλα, δεν πρέπει να σταματήσουμε να προσαρμόζουμε την αποτρεπτική και αμυντική ισχύ μας.
Η προσπάθεια αυτή πρέπει μάλιστα να αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των προκλήσεων στον Νότο και στο να μας προσδώσει επαρκή ευελιξία και μέσα για την αντιμετώπιση νέων πηγών αστάθειας, όπως τα παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, καθώς η δραστηριότητα του NATO στο Αιγαίο λειτουργεί ως διαρκής αποτρεπτική παρουσία, προσβλέπουμε όχι μόνο στη συνέχισή της, αλλά και σε αυξημένη συνεισφορά των Συμμάχων. Το τελευταίο, μάλιστα, θα ήταν το ελάχιστο, πολυαναμενόμενο, απτό μήνυμα αλληλεγγύης προς την Ελλάδα.
Σε έναν κόσμο αλληλεξάρτησης, όπως καταδείχθηκε σαφώς από την πανδημία της νόσου COVID-19, πρέπει να επενδύσουμε εκ νέου στην πολυμερή συνεργασία και στους πολυμερείς θεσμούς.
Το NATO πρέπει να καλλιεργήσει περισσότερο τη συνεργασία του με άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, και ιδίως με την ΕΕ. Η ασφάλεια του NATO και η ασφάλεια της ΕΕ είναι αλληλένδετες:
Από κοινού, οι δύο Οργανισμοί κινητοποιούν ένα ευρύ φάσμα εργαλείων και μπορούν να αξιοποιήσουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τους πόρους για τη βελτίωση της ασφάλειας των πολιτών μας.
Οι Κοινές Δηλώσεις του 2016 και του 2018, αλλά και η έγκριση και εφαρμογή 74 κοινών δράσεων, αποτέλεσαν σημαντικά βήματα, αλλά και πολιτικά μηνύματα, που καταδεικνύουν ότι η δέσμευση για τη σύσφιξη της συνεργασίας είναι ισχυρή. Οι δύο Δηλώσεις έδωσαν ώθηση στη συνεργασία μεταξύ του NATO και της ΕΕ, αφού ενστερνίζονται τις βασικές κατευθυντήριες αρχές:
(α) πρόθεση για αμφίδρομη συνεργασία (β) διαφάνεια, (γ) συμπεριληπτικότητα και (δ) αμοιβαιότητα, με πλήρη σεβασμό στην αυτονομία λήψης αποφάσεων εκάστου Οργανισμού, αλλά και διαφυλάττοντας τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα κάθε κράτους μέλους.
Επιπλέον, πρέπει να διαμορφώσουμε ένα πιο ρεαλιστικό πλαίσιο σχέσεων με όλους τους εταίρους μας, με στόχο την αντιμετώπιση του συνεχώς εξελισσόμενου διεθνούς περιβάλλοντος ασφαλείας. Ιδιαιτέρως στη Νότια πτέρυγα του NATO, οι κρίσεις σε Συρία και Λιβύη και οι παρεπόμενες μεταναστευτικές ροές, εντείνουν την αστάθεια και καθιστούν απαραίτητη τη συνεργασία με εταίρους όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Επιπροσθέτως, είναι απαραίτητο να διατηρήσουμε τις εταιρικές μας σχέσεις ανοιχτές και προσαρμόσιμες, περιλαμβάνοντας και χώρες που δεν εντάσσονται σε καμία υπάρχουσα μορφή σύμπραξης. Θα έπρεπε για παράδειγμα να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας με την Ινδία, η συμβολή της οποίας θα ήταν ουσιώδης στην αντιμετώπιση προκλήσεων για την ασφάλεια στην Ασία.
Η Ελλάδα, ως το εγγύτερο κράτος-μέλος του NATO και της ΕΕ στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική, ακολουθεί υπεύθυνες πολιτικές που προάγουν την ειρήνη, την ασφάλεια και την ανάπτυξη.
Η Ελλάδα αντιλαμβάνεται τον ρόλο της όχι μόνο ως θεματοφύλακα και κράτους πρώτης γραμμής, αλλά και ως πυλώνα σταθερότητας, δημοκρατίας και περιφερειακής συνεργασίας.
Σε αυτό το περίπλοκο περιβάλλον ασφαλείας έχουμε την ελάχιστη υποχρέωση να διατηρήσουμε τα του οίκου μας σε τάξη και να δίνουμε το καλό παράδειγμα.
Δεν πρέπει να ανεχόμαστε στους κόλπους μας πρακτικές που υποσκάπτουν τις θεμελιώδεις αξίες μας, θέτουν σε κίνδυνο την ενότητά μας και, κατά συνέπεια, πλήττουν την αποτελεσματικότητά μας στην αντιμετώπιση των επιτακτικών προκλήσεων της εποχής μας.
Και όμως, εξακολουθούμε να γινόμαστε μάρτυρες μονομερών ενεργειών και πρωτοβουλιών, ακόμα και από Συμμάχους, που παραβιάζουν κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο και τις θεμελιώδεις αρχές μας.
Τέτοιου είδους ενέργειες, οι οποίες εκδηλώνονται ορισμένες φορές εναντίον άλλων Συμμάχων, στρέφονται ευθέως κατά της ακεραιότητας και της συνοχής του NATO.
Οι ενέργειες αυτές αποτελούν, επίσης, απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα και τα διατλαντικά συμφέροντα. Τέτοιες ενέργειες πρέπει να απομονώνονται, να καταδικάζονται και να εξαλείφονται.
Η στήριξη για μια αποφασιστική και αποτελεσματική Συμμαχία μεταξύ κυρίαρχων κρατών εξαρτάται, εν τέλει, από το κατά πόσον το NATO:
- θα διατηρήσει, αφ’ ενός, τις θεμελιώδεις αξίες του, την ομοιογένεια και την αλληλεγγύη του και,
- αφ’ ετέρου, από το αν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά παλαιές και νέες επιτακτικές προκλήσεις.
Σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία, συνειδητοποιούμε για μία ακόμα φορά ότι δεν είναι καιρός για αδράνεια.
Απαιτούνται νέες, κατάλληλες στρατηγικές για την αντιμετώπιση των άνευ προηγουμένου προκλήσεων για την ασφάλεια, και η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να παραμείνει πρωτοπόρος των προσπαθειών για την υλοποίησή τους στην πράξη.
Η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στις κοινές αξίες και αρχές που ενστερνίζεται από κοινού με την Ευρώπη και τους πέραν του Ατλαντικού Συμμάχους της.
19 Νοεμβρίου, 2020