Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
H σημερινή κοινή συνεδρίαση της
Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων και της Διαρκούς Επιτροπής
Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί
αγγίζει ένα θέμα, αυτό των Γερμανικών αποζημιώσεων, που, πέραν όλων των
άλλων πτυχών του, έχει να κάνει με τον τεράστιο αγώνα και της θυσίες του
ελληνικού λαού στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Διάβασα με προσοχή τα
πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης της 20ης Μαρτίου, στην οποία
συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί και νομικοί, ο
Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και, βεβαίως, ο Πρόεδρος του
Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης Γερμανικών Αποζημιώσεων, κ. Μανώλης
Γλέζος.
Το ευρύτερο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων ως συνέπεια
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – όπως και το κατοχικό δάνειο - απασχολεί από
μακρού χρόνου την Ελλάδα και αποτελεί πολυσχιδές ζήτημα με ιστορικές,
ανθρωπιστικές, πολιτικές, οικονομικές και νομικές παραμέτρους.
Στο
πλαίσιο της σημερινής συνεδρίασης, δίδεται η δυνατότητα στα τρία
Υπουργεία που έχουν εμπλοκή στο θέμα, να ενημερώσουν τη Βουλή κατά τομέα
αρμοδιότητας. Εγώ από την πλευρά μου, θα σας μιλήσω για τις πολιτικές
και διπλωματικές παραμέτρους σε συνάρτηση και με το σχετικό διεθνές
δίκαιο, ενώ ο Υπουργός Οικονομικών θα παρουσιάσει τις οικονομικές πτυχές
και ο Υπουργός Δικαιοσύνης τη νομική διάσταση.
Όπως επισημάνθηκε
και στην προηγούμενη κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών, το ζήτημα των
γερμανικών αποζημιώσεων παρουσιάζει στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου
ιδιαίτερη πολυπλοκότητα. Ως ζήτημα ανθρωπιστικό και ιστορικό όμως,
αγγίζει την ψυχή κάθε Έλληνα, γιατί, συν τοις άλλοις, η Ελλάδα στον
Πόλεμο πλήρωσε αναλογικά το βαρύτερο τίμημα από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Η
εκκρεμότητα των γερμανικών αποζημιώσεων υφίσταται και διατηρούμε πάντα
το δικαίωμα και τις δυνατότητες για τον χειρισμό του, ώστε να έχει τη
δέουσα και προσφορότερη κατάληξη για τη χώρα μας. Για να μην υπάρχει
καμία αμφιβολία, επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά ότι η Ελλάδα ουδέποτε
παραιτήθηκε των αξιώσεών της και δεν πρόκειται να το κάνει.
Και
για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η Κυβέρνηση διατηρεί το δικαίωμα να
χειρισθεί τα θέματα των γερμανικών αποζημιώσεων και του αναγκαστικού
κατοχικού δανείου τη στιγμή και με τον τρόπο που θα κρίνει ως
καταλληλότερο προς τούτο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σύνολο των παραμέτρων
και, βεβαίως, με την κατάλληλη προετοιμασία όλων των πτυχών.
Δεν
θα μπω στις λεπτομέρειες της πρόσφατης απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου
για την υπόθεση των αποζημιώσεων για τα θύματα του Διστόμου, για τις
οποίες, ίσως, μπορεί να σας μιλήσει ο κ. Παπαιωάννου, θα συγκρατήσω όμως
δύο βασικά σημεία:
1) Η Απόφασή επιβεβαίωσε τον εθιμικό χαρακτήρα και την ισχύ του κανόνα της ετεροδικίας για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
2)
Το Δικαστήριο, όμως, τόνισε ότι το προνόμιο της ετεροδικίας δεν
επηρεάζει το ζήτημα της διεθνούς ευθύνης του ξένου Κράτους σε περίπτωση
που έχει διαπράξει εγκλήματα πολέμου.
Η Απόφαση αυτή θα πρέπει να αξιολογηθεί με προσοχή.
Στα
60 χρόνια περίπου που έχουν περάσει από το 1953, όταν υπεγράφη η
Συμφωνία του Λονδίνου, που δεν ρύθμισε με οριστικό τρόπο το ζήτημα, η
ελληνική πλευρά έχει θέσει κατ’ επανάληψη το θέμα προς τη γερμανική και
το θέμα παραμένει ανοικτό.
Στο πλαίσιο αυτό, η ενασχόληση του
Κοινοβουλίου με το ζήτημα των αποζημιώσεων είναι πολύ χρήσιμη και
απαραίτητη, όπως αποδείχθηκε ήδη, από την πρώτη κοινή συνεδρίαση των
Επιτροπών. Στη συνεδρίαση αυτή, νομίζω ότι ήταν κοινή διαπίστωση ότι για
τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης εικόνας είναι απαραίτητη η περαιτέρω
συνολική μελέτη όλων των νομικών, οικονομικών και πολιτικών στοιχείων
του ζητήματος και η προσεκτική αξιολόγηση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων.
Θα
πρέπει λοιπόν να γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια συγκέντρωσης όλων
αυτών των στοιχείων που τεκμηριώνουν τα ελληνικά δικαιώματα, είτε
αφορούν το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, είτε αφορούν τις επανορθώσεις,
είτε αφορούν τις αποζημιώσεις και την επιστροφή των αρχαιολογικών
θησαυρών.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Κανένας δεν μπορεί
να διαγράψει το δράμα που έζησε η πατρίδα μας κατά τη διάρκεια του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως είπα και πριν, είναι χαραγμένο στη συλλογική
μας μνήμη.
Στα χρόνια που πέρασαν από τον Πόλεμο όμως, Ελλάδα και
Γερμανία έγιναν συνοδοιπόροι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Μαζί οικοδομήσαμε
την ευρωπαϊκή ειρήνη στα δύσκολα χρόνια μετά τον πόλεμο και αργότερα,
στην περίοδο της αστάθειας και της ρευστότητας που ακολούθησε την πτώση
του τείχους του Βερολίνου.
Ακόμα και σήμερα, τον αγώνα για να βγει η Ευρώπη από την κρίση, μαζί πρέπει να τον δώσουμε.
Επιτρέψτε, λοιπόν, μου να θίξω και ένα άλλο θέμα σχετικά με τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
Ενοχλούνται
οι Γερμανοί όταν βλέπουν να καίγεται η γερμανική σημαία. Τόσο, όσο
ενοχλούνται οι Έλληνες όταν βλέπουν να καίγεται η ελληνική. Είναι
προσβλητικό να συγκρίνεται η σημερινή Γερμανία με τη ναζιστική Γερμανία.
Τόσο προσβλητικό όσο οι προτάσεις να πουλήσουμε τα νησιά μας, ή την
Ακρόπολη. Ο λαϊκισμός τρέφει το λαϊκισμό και δηλητηριάζει τις σχέσεις
μεταξύ των δύο λαών. Αυτές είναι πρακτικές που δεν αρμόζουν στον
πολιτισμό μας.
Οι σημερινές σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας πρέπει να
διέπονται από αλληλοσεβασμό, φιλία και εμπιστοσύνη. Σε αυτό το πνεύμα
μπορεί και πρέπει να συζητηθεί ξανά το ζήτημα των γερμανικών
αποζημιώσεων, με τη δέουσα τεκμηρίωση που θα ενισχύσει την ισχύ των
επιχειρημάτων μας.
28 Μαρτίου, 2012