Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Καρτάλη.
Εξοχότατη Κυρία Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, αγαπητοί φίλοι,
Είναι σήμερα μεγάλη χαρά και τιμή να βρίσκομαι ανάμεσά σας. Και ιδιαιτέρως να βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, οι οποίοι έχουν υπηρετήσει την ελληνική διπλωματία, ως Προϊστάμενοι του Υπουργείου Εξωτερικών. Και έχουν συμβάλει στο να έχουμε σήμερα ένα πολύ μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο. Διότι η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα, συν τω χρόνω, η Ελλάδα έχει αποκτήσει ένα πολύ ισχυρό διπλωματικό αποτύπωμα. Ένα διεθνές αποτύπωμα, το οποίο της επιτρέπει να μπορεί όχι μόνο να έχει έναν περιφερειακό ρόλο, αλλά και έναν ρόλο, ο οποίος είναι αμιγώς διεθνής. Να μπορεί να συγκαθορίζει τη διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας, να μπορεί να έχει λόγο και να μπορεί να επιβάλει, αν θέλετε, και τις αρχές του διεθνούς δικαίου, για τις οποίες εμείς είμαστε εξαιρετικά υπερήφανοι.
Η Ελλάδα, σε περίπου είκοσι ημέρες, αναλαμβάνει μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Βρίσκεται ήδη στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος του ΝΑΤΟ. Έχει τον πιο καίριο ρόλο στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη, ο οποίος στην πραγματικότητα αναβίωσε μετά από μία μακρά περίοδο αδράνειας. Έχει καταφέρει, χάρη ακριβώς στην εξωτερική πολιτική αρχών την οποία ασκεί, να έχει ίσο μέτρο απέναντι σε όλες τις καταστάσεις, με εμμονή στο διεθνές δίκαιο, με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, κατά τρόπο ώστε ακόμη και στα πεδία των συρράξεων να μπορούμε υπερηφάνως να πούμε ότι έχουμε κερδίσει την εκτίμηση, τον σεβασμό όλων των διεθνών δρώντων. Έχουμε καταφέρει να έχουμε μια άριστη στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, ενώ ταυτόχρονα να έχουμε επίσης άριστες σχέσεις με όλο τον αραβικό κόσμο. Έχουμε καταφέρει να έχουμε μεγάλες στρατηγικές συμμαχίες, την αμυντική συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη στρατηγική συμμαχία με τη Γαλλία, να έχουμε αυτή τη στιγμή πολύ ισχυρούς συμμάχους, οι οποίοι εκτιμούν τη δική μας στάση, τη στάση αρχών την οποία τηρούμε. Και με αυτό το διεθνές κεφάλαιο η Ελλάδα θα συνεχίσει να πορεύεται.
Εμείς, κατά την άποψή μου, αξιότιμοι κύριοι Υπουργοί, ως χώρα, δεν μπορούμε να είμαστε συναλλακτικοί. Οφείλουμε να είμαστε πιστοί στις αρχές μας. Και οι αρχές αυτές δεν μπορεί να είναι άλλες από την πλήρη, πιστή εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Το διεθνές δίκαιο είναι εκείνο, το οποίο αποτελεί το μεγάλο έρεισμα των κρατών όταν θα βρεθούν σε κατάσταση κρίσης, έντασης. Και το διεθνές δίκαιο είναι αυτό, το οποίο εμείς πάντοτε θέτουμε ως προμετωπίδα της δικής μας εξωτερικής πολιτικής.
Και θέλω να πω το ακόλουθο. Και ξέρω ότι έχω δίπλα μου δύο ανθρώπους, οι οποίοι υπηρέτησαν αυτή την άποψη. Για την ελληνική εξωτερική πολιτική δεν υπάρχει φοβικό σύνδρομο. Εμείς δεν διεπόμεθα από τη λογική της δογματικής ακινησίας, η οποία θεωρούμε ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα μπορέσει να μας φέρει σε μια καλύτερη θέση. Όχι μόνο δεν έχουμε φοβικό σύνδρομο, αλλά αντιθέτως, χάρη ακριβώς στην ισχυρή θέση που έχει σήμερα η Ελλάδα στο περιφερειακό και το διεθνές στερέωμα, είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε βήματα μπροστά. Και νομίζω ότι αυτό έχει αποδειχθεί, ιδιαιτέρως τους 16 τελευταίους μήνες που έχω τη μεγάλη τιμή να προΐσταμαι του Υπουργείου Εξωτερικών σε όλα τα πεδία. Όχι μόνο επειδή η Ελλάδα βρίσκεται στους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους έχει την τιμή να έχει ένα πολύ ισχυρό λόγο, αλλά και στα θέματα, τα οποία ήταν επί μακρόν λιμνάζοντα.
Θα αναφερθώ προφανώς πρώτα και πάνω απ’ όλα στο ζήτημα του Κυπριακού, στο οποίο ο αξιότιμος κύριος Καρτάλης αναφέρθηκε. Η πραγματικότητα είναι ότι το Κυπριακό, συν τω χρόνω και ιδίως μετά το Κραν Μοντανά, είχε περιέλθει σε μία ακινησία, η οποία ενίσχυσε και την αποτύπωση επί του εδάφους ακριβώς αυτής της αξίωσης, η οποία έχει προέλθει από την παράνομη εισβολή και κατοχή και η οποία αποτελούσε στην πραγματικότητα τη δαμόκλειο σπάθη. Χάρη και στις συντονισμένες ενέργειες της ελληνικής διπλωματίας έναντι του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά παράλληλα και χάρη στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, έχουμε καταφέρει και έχει επανεκκινήσει η διαδικασία για την επίλυση του Κυπριακού. Θέλω να είμαι σαφής. Κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί, εάν πρώτα δεν υπάρξει μία παραγωγική διαβουλευτική συζήτηση. Η συζήτηση αυτή θα πρέπει να στηρίζεται πάνω σε θεμελιώδεις αρχές. Είπε ο κύριος Καρτάλης προηγουμένως για τη θέση της Τουρκίας, η οποία αναφέρεται στη λύση των δύο κρατών. Η λύση δύο κρατών δεν μπορεί να υπάρξει. Και δεν μπορεί να υπάρξει για έναν απλούστατο λόγο. Διότι αυτή η λύση αντιβαίνει στο πλαίσιο, το οποίο ο ίδιος ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών έχει υιοθετήσει μέσω των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ήδη, λοιπόν, εφόσον ο Γενικός Γραμματέας έχει αναλάβει, ως προσωπική του ατζέντα, το θέμα του Κυπριακού, έχοντας πρώτα διορίσει Προσωπική Απεσταλμένη, τον τελευταίο χρόνο και ήδη έχοντας εκκινήσει, υπό τη δική του σκέπη τις άμεσες συζητήσεις - επικείμενης δε της συνάντησης με διευρυμένη σύνθεση - αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι το πλαίσιο δεν μπορεί να είναι άλλο παρά το πλαίσιο, το οποίο καθορίζει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.
Και ναι, φοβικό σύνδρομο δεν υπάρχει ούτε σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Γνωρίζω ότι υπάρχει μία άποψη, η οποία θέλει να αντιμετωπίζουμε πάντοτε με επιφύλαξη την Τουρκία. Η απάντηση σε αυτό είναι απλή. Διάλογος δεν σημαίνει εξ ορισμού ότι θα υπάρχουν υποχωρήσεις. Αντιλαμβανόμαστε κάθε μορφή συζήτησης ότι θα πρέπει υποχρεωτικώς να περιλαμβάνει συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Είναι αυτό το σύνδρομο που θα έλεγε ο καθηγητής, ο κύριος Βενιζέλος, το σύνδρομο Ζυρίχης-Λονδίνου, το οποίο μας κατατρέχει, ο φόβος της στρατηγικής ήττας ή ο φόβος του πολιτικού κόστους. Η απάντηση είναι μία και είναι σαφής. Θα μπορέσουμε να χτίσουμε μία σχέση καλής γειτονίας μόνο εάν έχουμε την καλή προαίρεση να προχωρήσουμε μαζί. Χτίσαμε έναν διάλογο, ο οποίος διαφέρει σε σχέση με το παρελθόν, κατά το ότι δεν αφορά μία τεχνική αμιγώς συζήτηση, όπως συνέβαινε επί διερευνητικών επαφών, αλλά είναι ένας γνήσιος πολιτικός διάλογος. Ένας πολιτικός διάλογος, ο οποίος είναι δομημένος, στηρίζεται σε αρχές, σε πρόγραμμα, σε χρονοδιαγράμματα, σε ιδιοκτήτες αυτών των πολιτικών, όπως είναι τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, η Θετική Ατζέντα, ο Πολιτικός Διάλογος.
Δεν είπαμε και δεν θα λέγαμε ποτέ ότι από τη μια στιγμή στην άλλη επιλύσαμε όλα μας τα προβλήματα. Ούτε ότι αφιστάμεθα από τις βασικές μας θέσεις. Η ίδια η Διακήρυξη των Αθηνών της 7ης Δεκεμβρίου του 2023, ρητά αναφέρει ότι οι χώρες διατηρούν τις βασικές νομικές τους θέσεις. Εκείνο, όμως, το οποίο μπορούμε να χτίσουμε είναι τα σημεία εκείνα, τα οποία μας ενώνουν. Και θέλω να πω ότι πράγματι έχουμε κάνει πολύ σημαντικά βήματα. Γνωρίζουμε όλοι ότι το μεγάλο θέμα, στο οποίο διαφοροποιούνται οι δύο χώρες, είναι το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Είναι ένα θέμα, στο οποίο έχουμε μια θεμελιακή αφετηριακή διαφορά. Και για τον λόγο αυτό δεν είμαστε ακόμη σε θέση να προχωρήσουμε σε ουσιαστική συζήτηση. Η Ελλάδα πιστεύει ότι, με βάση το διεθνές δίκαιο, η μόνη διαφορά, η οποία μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας - και είναι η οριοθέτηση αυτή - θα μπορούσε να είναι αντικείμενο συζήτησης για τα δύο μέρη. Με τη βασική όμως παραδοχή της πλήρους εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και της μίας και μόνης διαφοράς, που αποτελεί την εθνική μας θέση.
Θα πρέπει να σταματήσουμε, κατά την άποψή μου, να θεωρούμε ότι ο διάλογος αποτελεί πάντοτε ένα πρόσχημα. Ο διάλογος είναι το μέσο της λύσης. Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά. Η φενάκη του ότι τα προβλήματα μπορούν να λύονται χωρίς να υπάρχει συζήτηση, χωρίς να υπάρχει παραγωγή, χωρίς να υπάρχει σθένος, δυστυχώς στη σημερινή εποχή δεν μπορεί να ισχύσει. Το βλέπουμε καθημερινά. Τα δεδομένα αλλάζουν με μία ταχύτητα που πλέον η πολιτική σχεδόν δεν μπορεί να τα απορροφήσει.
Σήμερα συζητάμε για τη Συρία, η οποία αλλάζει γεωπολιτικά δεδομένα και ενδεχομένως να μπορέσει πιθανότατα να αλλάξει ακόμη και σύνορα σε ένα διάστημα. Μία χώρα, στην οποία έχουμε όλους τους μεγάλους διεθνείς δρώντες. Έχουμε σήμερα που μιλάμε 55 ένοπλες συρράξεις ανά τον κόσμο. Έχουμε ένα τόξο, το οποίο ξεκινά από τον Καύκασο και στην ουσία αγκαλιάζει την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Υποσαχάρια Αφρική. Έχουμε μεγάλες προκλήσεις, οι οποίες είναι κοινές για όλους. Και για τον λόγο αυτό η Ελλάδα, με ισχύ, με αυτοπεποίθηση, αλλά και με φρόνηση, θα προχωρήσει δυναμικά για να μπορέσει να επιλύσει τα μεγάλα χρονίζοντα προβλήματα.
Και θέλω να κλείσω λέγοντας ότι σήμερα, στο σημείο που έχει φτάσει η πατρίδα μας να έχει αυτές τις ισχυρές συμμαχίες, να είναι ενεργειακός κόμβος, να μπορεί να συνομιλεί με τους μεγάλους παίκτες με όρους ισότητας, είναι η μεγάλη ευκαιρία να κάνουμε το άλμα μπροστά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Νομίζω ότι το πιο καίριο αυτή τη στιγμή και το οποίο δεν έχει γίνει αντιληπτό και δεν έχει θιγεί, είναι τι κάνουμε τώρα με τη νέα κρίση στη Μέση Ανατολή, όπου από παντού εμφανίζεται να ενισχύεται ο ρόλος της Τουρκίας; Αυτό θα επηρεάσει τον ελληνοτουρκικό διάλογο; Και αν ναι, πώς; Και θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τον κύριο Υπουργό. Είναι φαντάζομαι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή σε αυτόν τον συγκεκριμένο τομέα. Παρακαλώ, κύριε Γεραπετρίτη.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι ένα από τα πολλά προβλήματα. Κάθε μέρα βγαίνει και από ένα καινούριο πρόβλημα. Θα ήθελα να είμαι σαφής. Επειδή ακούστηκαν πολλά, δεν θέλω να μπούμε σε έναν διάλογο για την κατάσταση. Αλλά ο πραγματικός μελετητής της ιστορίας αντιλαμβάνεται. Και αντιλαμβάνεται ποια είναι τα απτά αποτελέσματα που έχουν παραχθεί τόσο σε ό,τι αφορά στα ελληνοτουρκικά όσο και σε ό,τι αφορά στο Κυπριακό.
Όλοι αντιλαμβάνονται ότι την τελευταία πενταετία υπήρξε η επέκταση των χωρικών υδάτων έως το ακρωτήριο Ταίναρο. Την τελευταία πενταετία υπήρξε η συμφωνία με την Ιταλία. Την τελευταία πενταετία υπήρξε η συμφωνία με την Αίγυπτο. Την τελευταία πενταετία έχει υπάρξει η Διακήρυξη Φιλίας και Καλής Γειτονίας με την Τουρκία. Το τελευταίο 1,5 έτος έχει υπάρξει μηδενισμός των παραβιάσεων του εναέριου χώρου. Τον τελευταίο χρόνο έχει υπάρξει η επανεκκίνηση του Κυπριακού. Ας μη μιλάμε για χαμένες ευκαιρίες.
Να επισημάνω το εξής. Θέλει τόλμη. Ας αναγνωρίσουμε την τόλμη όπου της προσήκει. Αλλά ας μην είμαστε από την άλλη πλευρά και αιθεροβάμονες. Δεν είναι δυνατόν να ξεκινούμε στη λογική του, ναι, θέλουμε διάλογο, το οποίο να υποδεικνύει μια γνήσια διαβουλευτική στάση. Ότι μπορώ, εάν πειστώ, να αλλάξω γνώμη, να πάω στη φωνή της λογικής. Και από την άλλη πλευρά, να έχω ως παράμετρο της συζήτησης αυτής όλα εκείνα, τα οποία μπορείς να προσάπτεις στην άλλη πλευρά δογματικά. Δεν μπορεί να γίνει αυτό. Όλοι αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει διάλογος σε σύνθετα ζητήματα, τα οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε.
Από την άλλη πλευρά, είναι καλό η γνώση, η φρόνηση να μην φτάνει έως το σημείο του μηδενισμού. Και θέλω να πω, πράγματι, όπως σωστά είπε ότι και τα ζητήματα του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι ζητήματα, τα οποία είναι εξαιρετικά πολυπαραγοντικά. Επηρεάζονται από όλες τις εξελίξεις. Η Μέση Ανατολή προφανώς και επηρεάζει τη δική μας γεωστρατηγική θέση. Επηρεάζει και το Κυπριακό, το οποίο εν δυνάμει επηρεάζεται και από το μεταναστευτικό, επέκεινα της κρίσης στη Μέση Ανατολή, όπως επίσης και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η διάσταση, την οποία θέτετε και η διάσταση, η οποία ετέθη περί ενίσχυσης του ρόλου της Τουρκίας, θα μου επιτρέψετε να πω ότι εμένα δεν με προβληματίζει, εάν ισχύει. Είναι ακόμα κατ’ αρχάς πάρα πολύ ρευστό και πρόχειρο, θα μου επιτρέψετε να πω, να κάνουμε μία αποτίμηση της κατάστασης στη Συρία, η οποία δεν έχει καν πέντε ημέρες από τη στιγμή που ανελήφθη η νέα de facto εξουσία. Δεν έχουμε πέντε ημέρες από τη στιγμή που είχαμε την κάθοδο της οργανωμένης ΗTS, η οποία είναι μία ακόμη καθορισμένη ως τρομοκρατική οργάνωση, και την ανάληψη της ηγεσίας. Δεν έχουμε ούτε πέντε ημέρες από τη στιγμή της αποχώρησης των έξωθεν ενεργών παραγόντων, όπως είναι το Ιράν και η Ρωσία. Άρα, ας είμαστε λίγο περισσότερο στο μέτρο πριν κάνουμε την αποτίμηση για τους κερδισμένους και τους χαμένους.
Όμως, εγώ θα πω κάτι μεγαλύτερο και κάτι υψηλότερο. Εγώ και η κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ετεροκαθοριζόμαστε. Το είπα όσο πιο σαφώς μπορούσα. Έχουμε το σθένος, τη δύναμη, το διπλωματικό αποτύπωμα σήμερα στον κόσμο για να μην έχουμε την ανάγκη να ετεροκαθοριζόμαστε. Προφανώς, θα κάνουμε την αξιολόγηση για όλους τους γείτονές μας και όλους τους εταίρους μας, πώς επηρεάζονται από τις κρίσεις. Η Τουρκία πιθανώς θα επηρεαστεί από την κατάσταση στη Συρία. Η Τουρκία έχει 5 εκατομμύρια πρόσφυγες, εκ των οποίων η συντριπτική πλειονότητα προέρχεται από τη Συρία. Προφανώς θα επηρεαστεί. Είναι εντός της Συρίας αυτή τη στιγμή ενεργός δρων. Αλλά άλλο το ζήτημα ότι αξιολογούμε και άλλο ότι ετεροκαθοριζόμαστε. Δεν έχουμε ανάγκη να ετεροκαθοριστούμε. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Και θα μου επιτρέψετε να πω, αξιότιμε κύριε Υπουργέ, κύριε Κοτζιά, ότι η λογική του δυνατού και του αδύνατου είναι ακριβώς η πολιτική εκείνη ψυχολογία που μας έχει φέρει σε αυτό το σημείο. Η Ελλάδα δεν είναι ο αδύνατος και ειδικά δεν είναι ο αδύνατος σήμερα. Σήμερα, είναι ένας εξαιρετικά ισχυρός διεθνής πόλος, συμπαραγωγός της διεθνούς πολιτικής σε σημείο, στο οποίο δεν είχε φτάσει ποτέ. Και όταν αναφερόμαστε στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, πράγματι υπήρξε μία κοινή υποψηφιότητα με την Τουρκία, η οποία θεωρώ ότι έχει ένα εξαιρετικά θετικό αποτύπωμα. Φανταστείτε 57 χώρες του Οργανισμού, ο μόνος Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, ο οποίος εγκολπώνει το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών και οι οποίες 57 χώρες βρίσκονταν σε αδυναμία επί μία δεκαετία για να συγκροτήσουν όργανα, με αποτέλεσμα ο Οργανισμός να παραμένει αδρανής. Και ήταν η κοινή μας υποψηφιότητα, η οποία έφερε την αναβίωση του Οργανισμού. Με ομοφωνία από τη Ρωσία, από την Ουκρανία, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από τη Γεωργία, από το Αζερμπαϊτζάν. Από όλους τους δρώντες. Και θα μου επιτρέψετε να πω ότι η θέση του επικεφαλής του Γραφείου για τους Δημοκρατικούς Θεσμούς και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στην Ευρώπη, είναι η ισχυρή θέση, κύριε Κοτζιά, δεν είναι η θέση του Γενικού Γραμματέα.
Καλό είναι όταν μιλάμε να αναφερόμαστε στα θεσμικά δεδομένα. Ας δούμε λοιπόν το καταστατικό του Οργανισμού για να δούμε ποιος είναι ο ισχυρός πόλος. Ποιος είναι εκείνος, ο οποίος είναι επικεφαλής της έρευνας για τη δημοκρατία, για το κράτος δικαίου, για όλα τα ζητήματα ασφάλειας στην Ευρώπη πριν κρίνουμε. Αυτή λοιπόν τη θέση έχουμε καταλάβει. Άρα, εγώ, ό,τι και αν νομίζουμε ότι μπορεί να συμβαίνει στον κόσμο, εμείς κάνουμε όλα τα δυνατά σενάρια. Εξωτερική πολιτική πλέον, θα μου επιτρέψετε, κύριε Υπουργέ μου, δεν μπορεί να κάνεις στη βάση της προβλεψιμότητας. Έχει χαθεί κάθε έννοια μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στην εξωτερική πολιτική. Όπως σωστά ειπώθηκε, ο γεωπολιτικός χρόνος έχει συντμηθεί.
Εκείνο, το οποίο πρέπει να κάνουμε και οφείλουμε να το κάνουμε στη διπλωματία είναι να κάνουμε όλα τα δυνατά σενάρια. Τα «what if» σενάρια. Γιατί αυτά τα σενάρια, από εκεί που η λογική θα μπορούσε να θεωρεί ότι θα έρθουν σε 10 ή σε 20-30 χρόνια, μπορούμε να τα δούμε αύριο μπροστά μας. Άρα εκείνο, το οποίο μας δίνει πολλαπλασιαστική αξία και διπλωματικό κεφάλαιο είναι η γνήσια ωφέλιμη προετοιμασία. Και γι’ αυτόν το λόγο εμείς ενισχύουμε τη διπλωματική μας θέση στον κόσμο, έτσι ώστε να μπορούμε να συνομιλούμε με όλους από θέση ισότιμη, αν όχι ισχύος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα ήθελα να κάνουμε έναν γύρο σχολιασμών, μια και έχουμε μπει τώρα σε αυτόν τον πυρήνα των θεμάτων, ο οποίος είναι πάρα πολύ δύσκολος και να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τις κομματικές αντιπαραθέσεις και να μπούμε στην ουσία. Θα ήθελα, όμως, πριν τελειώσουμε και αφού πείτε τη γνώμη σας για αυτά, να μου πείτε αυτό που δεν θίξαμε ως τώρα και που το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό. Πόσο οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης επηρεάζουν την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Ξεκίνησα την πρωτολογία μου για να μιλήσω επί της αρχής. Δεν αναφέρθηκα ούτε στα πεπραγμένα. Αντιθέτως, είχα, όχι την ευπρέπεια, αλλά νομίζω τη δικαιοσύνη να αποδώσω το σημερινό πολύ υψηλό διπλωματικό κεφάλαιο σε όλες τις κυβερνήσεις, οι οποίες συνέβαλαν για να φτάσουμε στο επίπεδο αυτό και να μπορούμε σήμερα να μιλάμε από όρους ισχύος. Θα το πω και θα το ξαναπώ. Όταν βρίσκεσαι σε μία συζήτηση, είτε διμερή, είτε πολυμερή, είναι απολύτως προτιμότερο να έχεις μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο. Η εξωτερική πολιτική είναι σαν τη μετοχή. Πουλάς, όταν είσαι ψηλά. Αυτό θέλω να θυμόμαστε όλοι. Να πω όμως ότι δυστυχώς, στο επίπεδο αυτό αρχής άκουσα πράγματα - που θα με συγχωρέσετε που θα το πω - τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και θα αναφερθώ μόνο σε λίγα. Είπα για τον ΟΑΣΕ, αλλά να πω και ένα δύο ακόμα, διότι προφανώς μάλλον δεν έχουμε κοινή κατανόηση. Απλά και ωραία πράγματα. Είπε ο αγαπητός μου κύριος Κοτζιάς ότι έχουμε παραμελήσει τη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Απλά πράγματα. Και θα σας τα πω γιατί είναι και πρόσφατα. Με την Ιορδανία πριν από 25 μέρες κάναμε την Τριμερή με την Κύπρο. Δεν θα το παρατήρησε ο Υπουργός. Τον Ιανουάριο έχουμε Τριμερή με την Αίγυπτο και την Κύπρο. Δεν θα το άκουσε ο κύριος Υπουργός. Δεν θα είχε ακούσει επίσης ότι εγώ ο ίδιος…. θα μου επιτρέψετε να ολοκληρώσω, κύριε Υπουργέ!
Ν. ΚΟΤΖΙΑΣ: Με την Παλαιστίνη και τον Λίβανο κάνατε;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Εγώ ο ίδιος έχω ταξιδέψει επανειλημμένως στην Παλαιστίνη. Έχουμε πάρει πολύ συγκεκριμένη θέση υπέρ του διεθνούς δικαίου, έχουμε υπερψηφίσει όλα τα Ψηφίσματα. Εγώ ο ίδιος είχα την τιμή, πριν από περίπου δεκαπέντε ημέρες, να υποδεχθώ στο Υπουργείο Εξωτερικών Πρέσβεις των δεκαπέντε αραβικών χωρών. Το ξέρουν ορισμένοι από τους παρισταμένους. Και όλοι οι Άραβες πρέσβεις εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους για την Ελλάδα. Εγώ ο ίδιος προσωπικά το τελευταίο διάστημα μίλησα και με τον Αιγύπτιο και με τον Ιορδανό και με τον Λιβανέζο, και θα ταξιδέψουμε με τον Πρωθυπουργό στον Λίβανο. Και εγώ ο ίδιος θα κάνω περιοδεία στον αραβικό κόσμο. Κάθε, δε, εξάμηνο έχω τακτική συνάντηση με τον Γενικό Γραμματέα του Αραβικού Συνδέσμου. Αυτά είναι τα πραγματικά δεδομένα. Δεν κάνω κριτική. Μπορεί να θεωρούμε ότι κάνουμε λάθος που προσεγγίζουμε τον αραβικό κόσμο. Αλλά θέλω να πιστώσουμε το γεγονός ότι έχουμε διατηρήσει τη στρατηγική μας σχέση με το Ισραήλ και ταυτοχρόνως έχουμε μια άριστη σχέση με όλο τον αραβικό κόσμο και με τις αναδυόμενες δυνάμεις. Θυμίζω τη σχέση μας με την Ινδία, η οποία βρίσκεται στο απώτατο σημείο της και ευελπιστούμε ότι πολύ σύντομα θα έχουμε και απτά αποτελέσματα σε σχέση με τον Οικονομικό Διάδρομο Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης.
Βαλκάνια. Άκουσα ότι δεν κάνουμε τίποτα. Να επισημάνω το εξής. Η Ελλάδα από το 2003 είναι η επισπεύδουσα δύναμη σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων. Και κάνουμε πάρα πολλά γι’ αυτά. Αντιθέτως με ό,τι κάποιος μπορεί να θεωρεί, εμείς βρισκόμαστε διαρκώς στα Βαλκάνια και έχουμε μια άριστη σχέση. Έχουμε καταφέρει, δε, να έχουμε αναβαθμίσει τα ζητήματα, τα οποία μας αφορούν διμερώς, σε επίπεδο ευρωπαϊκό. Να σας πω ένα απλό παράδειγμα για την Αλβανία. Εμείς ανοίξαμε το πρώτο Κεφάλαιο, το οποίο αφορά τα θεμελιώδη για την ενταξιακή πορεία της Αλβανίας πριν από περίπου ένα μήνα. Πώς συνέβη αυτό; Περιλαμβάνοντας μέσα στην κοινή θέση των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα ολόκληρο ορόσημο, το οποίο αφορά την προστασία της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας και ένα ολόκληρο ορόσημο, το οποίο αφορά τα περιουσιακά. Διότι η εξωτερική πολιτική με αυτόν τον τρόπο συντελείται. Όταν μπορείς και αναβαθμίζεις τα ζητήματα που έχεις, σε επίπεδο που να μπορεί να ασκηθεί πολύ μεγαλύτερη πίεση.
Κοιτάξτε, για το ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων, της συμφωνίας με την Αίγυπτο και της συμφωνίας με την Ιταλία, ακούσαμε αυτό το οποίο ακούμε πολύ τακτικά από το 2019 και μετά. Δεν προλάβαμε. Το ακούσαμε σε όλους τους τόνους σήμερα. Να πω όμως και το άλλο ότι αλήθεια, το 2019 πώς προήχθη το Κυπριακό; Όταν παραδώσαμε το 2019, όταν ανέλαβε ο κύριος Δένδιας, ο προκάτοχός μου και τώρα που ανέλαβα εγώ, πώς έχει προαχθεί στην πραγματικότητα; Πόσο είχε προαχθεί το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων;
Να έχουμε το θάρρος να ομιλούμε όπως πρέπει να ομιλούμε. Δεν θα πιάσω τα ζητήματα, τα οποία αφορούν σημαντικές συνιστώσες και των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Διότι το μεταναστευτικό να θυμηθούμε πώς ήταν το 2015 και το 2016 και πώς είναι σήμερα. Και σήμερα, χάρη στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, έχουμε τη δυνατότητα να συντονιζόμαστε για να μπορούμε να καταπολεμούμε τα δίκτυα διακινητών. Είναι ένα πάρα πολύ απτό αποτέλεσμα από τη συνεργασία Ελλάδος και Τουρκίας. Άρα, αυτήν τη στιγμή εγώ θέλω να πω ότι γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια.
Είναι σημαντικό. Αλήθεια η κοινή γνώμη, ο κόσμος, ο απλός πολίτης, τι είναι αυτό που θέλει από την εξωτερική του πολιτική; Θα σας πω τη δική μου αντίληψη, η οποία όμως είναι προσωπική και μπορεί όντως να κάνω λάθος. Εκείνο, το οποίο θέλει από την εξωτερική του πολιτική και από την άμυνα, είναι η ασφάλειά του και η αυτοπεποίθηση και η υπερηφάνεια. Από την κοινωνική πολιτική θέλει την ευημερία. Θέλω όμως να σας πω ότι αισθάνομαι μια σχετική ικανοποίηση εκ του γεγονότος ότι, όταν ανέλαβα εγώ πριν από 16 μήνες, στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες γίνονταν και αναφέρονταν στα προβλήματα των Ελλήνων πολιτών, τα εθνικά ζητήματα ήταν στο ίδιο επίπεδο με την ακρίβεια. Ήταν περίπου δηλαδή στο 35%. Και σήμερα έχουμε φτάσει να είναι στο 7%. Γιατί ο πολίτης θέλει ασφάλεια. Και αντιλαμβάνεται ότι σε έναν κόσμο, ο οποίος είναι τόσο γρήγορα μεταβαλλόμενος, έχει τόσο μεγάλες προκλήσεις, που υπάρχουν συρράξεις, οι οποίες είναι στα 1.000 μίλια από εμάς, καταλαβαίνει την αξία του να υπάρχει μία σταθερή κυβέρνηση με προσήλωση στο διεθνές δίκαιο, με ίσες αρχές για όλους, η οποία να μπορεί να του προσφέρει τη σταθερότητα αυτή.
Έχω την αίσθηση πολλές φορές ότι η κοινή γνώμη, ο απλός πολίτης, είναι πιο μπροστά από το πολιτικό σύστημα. Ο απλός πολίτης θέλει την ειρήνη και την ευημερία στη γειτονιά μας, ενώ, πολλές φορές, το πολιτικό προσωπικό, έχοντας στο βάθος του μυαλού του το κόστος, το οποίο μπορεί να επιφέρει, διακατέχεται από αυτήν την, κατά τη γνώμη μου, αδικαιολόγητη φοβία. Ας ακούσουμε, λοιπόν, τον κόσμο.
12 Δεκεμβρίου, 2024