Παρατίθεται κείμενο από την πρωτολογία του Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
«Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Πρόεδρε. Εύχομαι να είστε «καλοτάξιδος» σε αυτή τη θέση. Το χρειάζεται και η Βουλή, εμείς ως Υπουργείο Εξωτερικών και η χώρα. Επίσης, ευχαριστώ τις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους, που βρήκαν τον χρόνο για να κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Όπως ξέρετε, είναι δύο τα όργανα-θεσμοί όπου συζητάμε την εξωτερική πολιτική. Το πρώτο είναι η παρούσα Επιτροπή και το δεύτερο είναι το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, το οποίο μετά τη λήξη των διαδικασιών στην αξιωματική αντιπολίτευση και τον ορισμό των εκπροσώπων της θα συγκαλείται τακτικά. Τώρα, το προσδιορίζω για τον Γενάρη.
Έρχομαι σε ό,τι αφορά στα τρία θέματα συζήτησης που έχουμε συμφωνήσει με τον Πρόεδρο, δηλαδή τη Μέση Ανατολή, το Κυπριακό και τα Βαλκάνια, εν γένει. Για τα Βαλκάνια, ειδικότερα, έχουμε κάνει μια συζήτηση στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και έχει απασχολήσει και μια αυθόρμητη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής. Θα πρέπει, όμως, να επανέλθουμε ειδικότερα.
Αυτό που νομίζω ότι έχει ανάγκη η εξωτερική μας πολιτική είναι οι σκέψεις σας. Βέβαια, έχουμε διαφορετικές αφετηρίες και, ορισμένες φορές, διαφορετική φιλοσοφία, αλλά φαντάζομαι ότι πάντα έχουμε κοινές αγωνίες για την τύχη και τον ρόλο της χώρας. Αυτή η κοινή αγωνία με βάση τις διαφορετικές εμπειρίες μπορεί να προσθέσει, να εμπλουτίσει, ή και να διορθώσει τις δικές μας σκέψεις στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Θα ήθελα να αναφερθώ στην αρχή σε ποιο πλαίσιο βλέπουμε τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και, κατά προέκταση, στην Κύπρο και λιγότερο στα Βαλκάνια. Ξέρουμε όλοι μας ότι το τέλος της ιστορίας, που είχαν προειπεί ορισμένοι φιλόσοφοι ή πολιτικοί, δεν επήλθε και ούτε έχουμε μια αρμονική ανάπτυξη. Έχουμε μια δύσκολη κατάσταση στην περιοχή. Ταυτόχρονα, έχουμε μια τάση στην ΕΕ να τείνει προς μια κρίση ταυτότητας. Έχει δυσκολίες να λύσει προβλήματα και, πολύ συχνά, καταλήγει σε ένα «blame game», σε ένα παιχνίδι του ποιος φταίει και γιατί και όχι σε μία δημιουργική πολιτική.
Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη, η μη ύπαρξη μεγάλων, ισχυρών πολιτικών, όπως είχαμε γνωρίσει στην Ευρώπη στη δεκαετία του ΄90, τα προβλήματα ανάπτυξης και το τρίγωνο κρίσης, έχουν επιπτώσεις και στην πολιτική που έχει η ΕΕ στην περιοχή. Για παράδειγμα, στα Βαλκάνια ορισμένα κράτη μέλη προσπαθούν να κάνουν πολιτική για λογαριασμό της ΕΕ, ακόμη και με διαχείριση των χρημάτων της, φτιάχνοντας παράλληλους οργανισμούς ή θεσμούς.
Αυτή η κρίση έχει επιπτώσεις στη Μέση Ανατολή, όπου δεν υπάρχει μία, σταθερή, ενιαία πολιτική από την πλευρά της ΕΕ. Είχε επιπτώσεις και το γεγονός, ότι τα προβλήματα που έρχονταν από τον Νότο, όντας «κολλημένη» στο πραγματικό ζήτημα της Ουκρανίας, τα είδε με καθυστέρηση και αφού πρώτα το προσφυγικό χτύπησε την πόρτα της.
Δεν είναι το θέμα μας το προσφυγικό, αλλά θέλω να πω ότι η ΕΕ έχει μια δυσκολία να κινηθεί με στρατηγική και με ενιαία αντίληψη στις τρεις περιοχές που θα εξετάσω.
Ποια είναι τα ζητήματα, κατά τη γνώμη μας, στην ανατολική Μεσόγειο; Πρώτα από όλα, θα έλεγα ότι, μετά από τα τελευταία 25 χρόνια και την εποχή της μάχης των συστημάτων και των ιδεολογιών, δεν είναι παρόντα με τον τρόπο που ήταν πριν 25 χρόνια, είναι περισσότερο ισχυρά ξανά και έχουν επανακάμψει τα ζητήματα της γεωοικονομίας και της γεωπολιτικής. Επίσης, θα έλεγα ότι, σε αντίθεση με μια χώρα της δυτικής Μεσογείου που είναι η Τυνησία, η λεγόμενη «αραβική άνοιξη» όχι μόνο δεν προχώρησε, αλλά έκανε πιο πολύπλοκη την κατάσταση και σε αυτήν την πολύπλοκη κατάσταση υπάρχει ένα τρίγωνο αστάθειας, που το έχω περιγράψει ήδη από τον Ιανουάριο όταν ανέλαβα. Στην κορυφή του είναι το ουκρανικό ζήτημα, αριστερά στη βάση του είναι η Λιβύη και δεξιά είναι η Συρία και το Ιράκ. Πρόκειται για περιοχές σε εμπόλεμη ή εμφυλιακή κατάσταση, ιδιαίτερα στον νότο, οι οποίες εντάσεις και καταστάσεις δεν οφείλονται στη δική μας πολιτική ή δεν έχει καμία ανάμειξη προς αυτήν την κατεύθυνση η Ελλάδα. Όπως διατύπωσα στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών πριν από μία εβδομάδα, θα έλεγα ότι σειρά κρατών στην περιοχή πληρώνουμε πολέμους που άρχισαν τρίτοι. Στο τρίγωνο αυτό της αστάθειας, αντί τα κύματα αστάθειας να πέσουν πάνω στη χώρα και να την εκτοπίσουν, προσπαθούμε να γίνουμε φορέας σταθερότητας, να φτιάξουμε σταθερές γραμμές μέσα στη Μεσόγειο και να μπορέσουμε να αναπτυχθούμε.
Ένα πρόβλημα, επίσης, έχει να κάνει με το γεγονός ότι η αμερικανική στρατηγική, όπως τη διατύπωσε ο Ομπάμα το 2012, δεν υλοποιήθηκε. Σας θυμίζω ότι ο Ομπάμα το 2012 έβγαλε το δόγμα εξωτερικής πολιτικής όπου οι ΗΠΑ ετοίμαζαν το μεγάλο pivot, δηλαδή το μεγάλο άλμα προς την νοτιοανατολική Ασία, θεωρώντας ότι σε εκείνο το πεδίο θα παιχτεί ο 21ος αιώνας. Όμως οι εξελίξεις στην Ευρώπη, ο τρόπος που χειρίστηκαν ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη το ουκρανικό και η παρουσία μετά και Αμερικανών και Ρώσων σε αυτό, το ότι δεν κατάφερε, παρά τις εντατικές διαπραγματεύσεις που προσπάθησε να κάνει, ο Κέρι να βρει μια λύση στην πολυετή διαμάχη Ισραήλ και Παλαιστίνης, οδήγησαν τους Αμερικανούς να παραμένουν στην περιοχή, να μην έχουν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους στη νοτιοανατολική Ασία και να θεωρούν ότι παραμένοντας στην Ευρώπη υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που μπορούν να λυθούν εύκολα - και αυτό εξηγεί και μια βιασύνη στις διατυπώσεις, όπως για το Κυπριακό.
Θα έλεγα ακόμη ότι στα μεγάλα προβλήματα, πέρα από τα υπαρκτά συμφέροντα κοινωνικών ομάδων και κρατών, έχουμε και το γεγονός ότι διαμορφώθηκαν αντιθέσεις στο εσωτερικό ισχυρών παικτών, όπως είναι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όσον αφορά την πολιτική και στρατηγική τους γραμμή στην περιοχή. Οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις αυτές είναι απόρροια της αποτυχημένης παρέμβασής τους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Κατά συνέπεια, έχουμε μια ΕΕ χωρίς σταθερή γραμμή. Έχουμε τις ΗΠΑ, με κεντρικό τους σύμμαχο το Ηνωμένο Βασίλειο, να έχουν μια ταλάντευση γύρω από αυτά τα ζητήματα. Θα είδατε ότι ο Κάμερον νιώθει ότι έχει μια αδυναμία να περάσει από το Βρετανικό Κοινοβούλιο την απόφαση για στρατιωτική δράση στη Συρία, ενώ η Γαλλία, θα έλεγα, στην κλασική μορφή εξωτερικής πολιτικής, βρίσκεται σε μια υπερέκταση ή μία υπερτέντωση λόγω στρες, με την έννοια ότι έχει επέμβει σε τέσσερις διαφορετικές χώρες χωρίς να διαθέτει τις αντίστοιχες χωρητικότητες.
Αυτό που είναι καινούργιο σε αυτά τα πλαίσια είναι η παρέμβαση της Ρωσίας στον πόλεμο της Συρίας, όπου έχουμε τη διαμόρφωση ενός «παιχνιδιού», με την έννοια της θεωρίας των παιγνίων, όπου πολλοί παίκτες παρεμβαίνουν για να αντιμετωπίσουν διαφορετικά τμήματα της συριακής κοινωνίας ή των συριακών ενόπλων δυνάμεων με διαφορετικό τρόπο. Για να το πω διαφορετικά, σήμερα στην κεντρική σκηνή πολέμου και προβλημάτων στη Μέση Ανατολή, που είναι η Συρία, έχουμε την εμπλοκή πολλών και διαφορετικών δυνάμεων και την εμφάνιση δύο διαφορετικών συμμαχιών. Έχει μια σημασία η Συρία, διότι δυναμώνει την αστάθεια στην περιοχή και, όπως ξέρετε, είναι η πηγή του κύριου όγκου του προσφυγικού.
Στη Συρία σήμερα βρισκόμαστε, ως ΕΕ και ως Ελλάδα, ενώπιον ενός κλασικού προβλήματος στις διεθνείς σχέσεις, του πώς και αν μπορεί να διαμορφωθεί συνεργασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές συμμαχίες. Από τη μια μεριά έχουμε μια συμμαχία που διαμορφώνεται ανάμεσα στη Ρωσία, τη Συρία, το Ιράν και με διαφορετικούς παίκτες όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, η οποία είναι παρούσα στη Συρία. Σε έναν βαθμό, παραδόξως για τα ιστορικά φαινόμενα, είναι και το Ιράκ. Από την άλλη, είναι τα κράτη του Κόλπου, κύρια όμως η Σαουδική Αραβία, με την ερμηνεία του Κορανίου την οποία πρεσβεύει, είναι το Μπαχρέιν και είναι σε ένα βαθμό τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που ενδιαφέρονται περισσότερο για την Υεμένη. Και οι δύο αυτές γραμμές, οι δύο αυτές συμμαχίες, εκφράζουν διαφορετικά κρατικά συμφέροντα, όμως εκφράζουν και μια βαθιά εσωτερική διαφοροποίηση στο Ισλάμ. Έχουμε, δηλαδή, κρατικά συμφέροντα που συνεκφράζονται μέσα από θρησκευτικά ρεύματα.
Σε αυτή τη διαμάχη, όπως παρατηρώ τις τελευταίες εβδομάδες, το κύριο θέμα που έχει εγκύψει στη συνεργασία αυτών των δύο συμμαχιών είναι η ιεράρχηση του εχθρού, αν δηλαδή ο κύριος εχθρός είναι ο Ασάντ ή η ISIS, αν ο κύριος εχθρός είναι οι φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι και τμήματά τους που, έτσι και αλλιώς, συνδέονται με την τρομοκρατία ή ο Ασάντ. Η μία άποψη είναι ότι ο κύριος εχθρός είναι ο Ασάντ, διότι δημιουργεί τα προβλήματα, είναι η πηγή των προβλημάτων, διότι οι περισσότεροι μετανάστες φεύγουν εξαιτίας του και η άλλη είναι ότι οι τρομοκράτες, η ακραία μορφή και η διάχυση της τρομοκρατίας είναι που αναγκάζει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις στέγες τους.
Βέβαια, σε αυτήν τη συζήτηση υπάρχουν και άλλες πηγές – και τις ξέρετε – που δημιουργούν την ένταση. Είναι τόσο οι ακραίες ιδεολογίες και ο τζιχαντισμός ανάμεσα στους ισλαμιστές, είναι η αίσθηση που υπάρχει σε τμήματα του αραβικού κόσμου ότι ο μουσουλμανικός κόσμος, αυτός ο κόσμος που πρόσφερε τεράστια επιτεύγματα στη διεθνή πολιτική, αλλά και ιδιαίτερα στον πολιτισμό, βρίσκεται σε μια μακρόχρονη κρίση και είναι τα εσωτερικά προβλήματα, σε διασύνδεση βέβαια και με την αντίθεση και τον τρόπο που χειρίζεται τα ζητήματα το Ισραήλ στο παλαιστινιακό. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα, πόλεμος, αστάθεια και διαμάχη δύο γραμμών με θρησκευτική έκφραση.
Το ερώτημα είναι ποια είναι η δική μας άποψη. Εμείς θεωρούμε ότι είναι επείγον και συμφέρον και για τη Συρία και για την περιοχή και για την Ελλάδα να υπάρξει πολιτική λύση. Ο ρόλος που έχουμε αναλάβει δεν είναι ο ρόλος του διαιτητή ανάμεσα στις δύο πλευρές, αλλά του διαμεσολαβητή. Διαμεσολαβούμε με ορισμένους όρους όπου, με μια ικανοποίηση – όχι μεγάλη βέβαια, γιατί είναι μικρός ο ρόλος μας και η σκιά μας – διαμεσολαβούμε ανάμεσα στις δύο συμμαχίες και δεν θέλω να πω ότι εμείς εκφράσαμε αυτές τις ανάγκες, αλλά αφομοιώνονται.
Η μία θέση είναι ότι πρέπει να υπάρξει ένα σύνταγμα κοινά αποδεκτό στη Συρία, το οποίο θα είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν οι αντιθέσεις, γιατί αντιθέσεις πάντα υπάρχουν. Το θέμα είναι σε ποιο πλαίσιο και με ποια μορφή κινούνται. Το δεύτερο είναι η ανάγκη να υπάρξει άμεση συνεννόηση, που υπολογίζεται ότι θα γίνει τον Ιανουάριο με Φεβρουάριο, ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές για να συζητήσουν. Ο σχεδιασμός είναι πιο εύκολος από το αν θα γίνει πράξη αυτό. Το τρίτο είναι οι εκλογές, δηλαδή να πάει η Συρία με ένα σύνταγμα και με μια συνεννόηση συντεταγμένα σε εκλογές. Δεν θέλω να κάνω θεωρίες των πιθανοτήτων, αλλά όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτό είναι δύσκολο έως απίθανο υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να βοηθήσει η ελληνική εξωτερική πολιτική σε αυτήν την κατεύθυνση. Για τις εκλογές, τη συνεννόηση και το σύνταγμα εμείς προτρέπουμε να συμπεριληφθεί η ανάγκη καθιέρωσης ενός κράτους δικαίου, να υπάρξει εξασφάλιση μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης – άρα υπάρχει πρόβλημα χρηματοδότησης της Συρίας – με νέες θέσεις εργασίας και, βέβαια, υπογραμμίζουμε τον σημαντικό ρόλο της εκπαίδευσης.
Σε αυτά τα πλαίσια, δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω, τις διαδικασίες της Βιέννης τις υποστηρίζουμε. Kαι τείνουμε να ανοίξουμε και να αλλάξουμε τη διάταξη των Προξενείων και των Πρεσβειών μας. Όπως ξέρετε, προχθές, υπέγραψα προεδρικό διάταγμα για να ανοίξουμε Προξενείο στο Ερμπίλ. Επίσης, έχουμε κλείσει πέντε Προξενεία και δύο Πρεσβείες σε περιοχές που δεν υπάρχει αρκετός ελληνικός πληθυσμός. Έχουμε αναθέσει σε κοντινές Πρεσβείες να κάνουν τις προξενικές εργασίες, πηγαίνοντας μια φορά κάθε μήνα σε αυτές τις περιοχές. Το μόνο καινούργιο Προξενείο που ανοίγουμε είναι στο Ερμπίλ, διότι πιστεύουμε ότι υπάρχουν μεγάλα στρατηγικά συμφέροντα για τη χώρα στο Κουρδιστάν του Ιράκ.
Έχουμε σταθερό σημείο της πολιτικής μας για τη Μέση Ανατολή, είναι η ανάγκη – και πιέζουμε για αυτό – να διαμορφώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση μια στρατηγική συνεκτικής στήριξης απέναντι στον Λίβανο και στην Ιορδανία. Στον Λίβανο και στην Ιορδανία έχουμε 3.000.000 πρόσφυγες, έχουμε μεγάλη κατάρρευση των οικονομικών του ΟΗΕ, καθώς και των διεθνών οργανώσεων που παρέχουν βοήθεια στους καταυλισμούς. Η κατάρρευση αυτών των οικονομικών οδηγεί εκατοντάδες χιλιάδες, δηλαδή περίπου 320.000 ανθρώπους, να κοιμούνται έξω από τους καταυλισμούς, να πουλάνε ό,τι έχουν και δεν έχουν για να κινηθούν στην Ευρώπη. Είναι ολοφάνερο, το υποστηρίζουμε, και αν συμφωνείτε και εσείς παρακαλώ να το υποστηρίξετε, ότι η οικονομική βοήθεια πρέπει να δοθεί εκεί και όχι να μετακινούνται οι άνθρωποι και να ξεριζώνονται για δεύτερη φορά επειδή δεν υπάρχει βοήθεια και να γίνεται προσπάθεια να δοθεί η βοήθεια, εδώ, στην Ευρώπη.
Σε σχέση με αυτό υπογραμμίζουμε, παρά τις όποιες κριτικές παρατηρήσεις υπάρχουν για τη μορφή του καθεστώτος της Αιγύπτου, υποστηρίζουμε την σταθερότητα και την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο και, κατά συνέπεια, τη συμπερίληψη σε μια τέτοια πολιτική της Αιγύπτου. Εάν δείτε τις στατιστικές, η Αίγυπτος έχει σήμερα πληθυσμό 96 με 97 εκατομμύρια έως το τέλος του χρόνου. Από αυτά τα 62 εκατομμύρια είναι κάτω των 28 με 29 ετών. Από τα 62 εκατομμύρια η πλειοψηφία δεν έχει εργασία, δεν συμμετέχει σε εκπαιδευτικές διαδικασίες και αποτελεί, λοιπόν, ένα μεγάλο κίνδυνο έκρηξης. Η έκρηξη της κοινωνίας είναι έκρηξη η οποία δημιουργεί προσφυγικά ρεύματα. Πίσω από την Αίγυπτο και τα 97 εκατομμύρια βρίσκονται τα 45 εκατομμύρια του Σουδάν, που μέχρι πρόσφατα είχαν εμφύλιο πόλεμο. Είναι ένας εν δυνάμει εμφύλιος πόλεμος, διότι διεξάγεται σε χαμηλό επίπεδο. Παράλληλα, πίσω από το Σουδάν υπάρχουν χώρες υπό κατάρρευση ή που έχουν ήδη καταρρεύσει, όπως είναι η Σομαλία. Εκεί μιλάμε για έναν πληθυσμό γύρω στα 150 με 200 εκατομμύρια, που δεν θα έπρεπε να επιτρέψουμε να εισέλθει σε μεγαλύτερη αστάθεια η περιοχή τους, διότι κάτι τέτοιο θα έχει άμεσες επιπτώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ταυτόχρονα στηρίζουμε τις τριμερείς συνεργασίες που σχεδιάστηκαν τη δεκαετία του ΄90 και υλοποίησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, Αυτό έγινε καλώς και με επιτυχία. Έτσι από τη δεκαετία του ΄90 έως σήμερα αυτή η πολιτική υλοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια και είναι η τριμερής Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και η τριμερής Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος, που είναι άξονες σταθεροποίησης. Όπως θα έχετε διαβάσει, έχουμε κάνει μια πρόταση στην Κύπρο και την Ιορδανία για να διαμορφωθεί ένας τρίτος άξονας τέτοιας ειδικής συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Ιορδανία.
Επίσης παρέχουμε ειδική στήριξη στους Παλαιστίνιους και στην ανάγκη να διαμορφωθεί ένα δεύτερο κράτος στην περιοχή έτσι ώστε να υπάρχουν δύο κράτη, του Ισραήλ και της Παλαιστίνης. Να σας ενημερώσω, αν και ίσως το γνωρίζετε, ότι μεθαύριο Πέμπτη πάω στο Ισραήλ συνοδεύοντας τον Πρωθυπουργό και την Παρασκευή θα πάω στο Ιράν.
Τέλος, σε σχέση με τη Μέση Ανατολή έχουμε πάρει ειδικά μέτρα αρωγής των θρησκευτικών, πολιτισμικών κοινοτήτων που υπάρχουν στη Μέση Ανατολή και που εκφράζουν μια μεγάλη κληρονομιά πολιτισμού, αλλά και πολυπολιτισμικότητας για τις κοινωνίες που υπήρξαν εκεί. Κάναμε, θα έλεγα με επιτυχία, τη Διεθνή Διάσκεψη των Αθηνών και έχουμε συμφωνήσει στη διαμόρφωση ενός Διεθνούς Παρατηρητηρίου, το οποίο θα είναι έτοιμο στις αρχές του Γενάρη.
Στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκεται και η Μεγαλόνησος, το «χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο», όπως λέει ο ποιητής. Στην υπόθεση της Κύπρου πρέπει να σας πω ότι η βασική γραμμή της κυβέρνησης, που εκδηλώθηκε από τον Φλεβάρη και την είπαμε και δημοσίως και κατ' ιδίαν τον Απρίλιο στον ΟΗΕ, είναι ότι εμάς σαν Ελλάδα δεν μας πέφτει λόγος για τις εσωτερικές εξελίξεις της Κύπρου, ούτε για τις διαπραγματεύσεις για τις εσωτερικές πλευρές του κυπριακού, παρά μόνον στο βαθμό που μας ζητάται γνώμη από την κυπριακή κυβέρνηση. Σε αυτό που μας πέφτει λόγος είναι δύο ζητήματα. Ένα είναι το ευρωπαϊκό κεκτημένο και η θέση της Κύπρου στην ΕΕ και το δεύτερο θέμα, το οποίο μετ’ επιτάσεως βάζουμε, είναι το θέμα της κατάργησης του καθεστώτος των εγγυήσεων και της απομάκρυνσης των κατοχικών στρατευμάτων. Πρέπει να σας πω ότι, κοιτώντας και στα αρχεία του Υπουργείου, αυτό το θέμα των εγγυήσεων δεν είχε τεθεί τις τελευταίες δεκαετίες και δεν είχε τεθεί και στις διαπραγματεύσεις για τις Συνθήκες που κατά καιρούς γίνονταν.
Η κυρία επιχειρηματολογία μας για την κατάργηση είναι, πρώτον, ότι αυτό το καθεστώς των εγγυήσεων είναι ιστορικά διαμορφωμένο όταν δεν υπήρχε κυπριακό κράτος, προκειμένου να συσταθεί. Σήμερα υπάρχει κυπριακό κράτος, άρα δεν χρειάζονται τέτοιου είδους πράγματα. Δεύτερον, ακόμη και αυτές οι Συνθήκες που υπήρξαν από το Λονδίνο και από τη Ζυρίχη έχουν πολλαπλώς παραβιαστεί. Οι πιο βασικές παραβιάσεις ήταν ότι προέβλεπαν διαβούλευση, πράγμα που δεν έκανε η Τουρκία, ανάμεσα στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Δεύτερον, προέβλεπαν ότι ο στόχος μιας οποιεσδήποτε παρέμβασης εγγυήτριας δύναμης, μετά από διαβούλευση, θα ήταν για αποκατάσταση του πρότερου καθεστώτος, δηλαδή θα μπορούσε να ερμηνεύσει κανείς την αποκατάσταση της διακυβέρνησης της Κύπρου από τον Πρόεδρο Μακάριο, υπάρχουν Τουρκοκύπριοι που λένε την αποκατάσταση της Ζυρίχης του 1960, αλλά, σε κάθε περίπτωση, ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν έκαναν τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής. Μπήκαν παράνομα την Κύπρο, είναι στρατεύματα κατοχής. Το τρίτο που λένε οι Συνθήκες εγγυήσεων είναι ότι μετά την αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης αποσύρονται οι εγγυήτριες δυνάμεις. Η Τουρκία όχι μόνο δεν αποκατάστησε την πρότερη κατάσταση, αλλά δημιούργησε μια καινούργια παράνομη κατοχή. Ασφαλώς, το σύστημα εγγυήσεων η Κυπριακή Δημοκρατία θέλει να το αντικαταστήσει με ένα σύστημα ασφάλειας της Κύπρου στο διεθνές σύστημα.
Το δεύτερο θέμα σχετικά με το σύστημα των εγγυήσεων είναι ότι πρόκειται για ένα αναχρονιστικό σύστημα. Όλες οι αποφάσεις του ΟΗΕ απαγορεύουν χρήση τέτοιας βίας. Είναι ένα σύστημα το οποίο διαμορφώθηκε όταν η Κύπρος δεν υπήρχε ως κράτος και κρινόταν από τις τρίτες δυνάμεις. Σήμερα η Κύπρος δεν κρίνεται από τρίτες δυνάμεις αλλά τις κρίνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η ένταξη της Τουρκίας ή το άνοιγμα κεφαλαίων στην ΕΕ είναι μια διαφορετική νομική κατάσταση, διότι η Κύπρος είναι αυτή που κρίνει την Τουρκία και όχι η Τουρκία.
Και ένα τελευταίο, πολύ σύντομα, αγαπημένο μου θέμα περί εγγυήσεων. Οι εγγυήτριες δυνάμεις στο παρελθόν ήταν για να προστατεύουν ένα κράτος διεθνώς έναντι τρίτων και όχι για να προστατεύονται τρίτοι, τα κατά ιδίαν προσδιοριζόμενα συμφέροντα εντός αυτού του κράτους.
Κατά συνέπεια, η Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη έχει τονίσει ότι δεν θέλει και δεν θα συμβάλει να διατηρηθεί, αλλά θα συμβάλει να καταργηθεί αυτό το αναχρονιστικό, ξεπερασμένο, αντιδημοκρατικό και βίαιο καθεστώς των εγγυήσεων και στηρίζουμε τις προσπάθειες λύσης από την κυπριακή πλευρά.
Έχω παρακαλέσει την κυπριακή κυβέρνηση - και όταν θα νιώσει ότι έχει προχωρήσει αρκετά η διαπραγμάτευση θα έρθει στην Επιτροπή μας, αν δεν υπάρχει αντίρρηση - να κάνουμε μια συζήτηση για το πώς βλέπουν οι ίδιοι τις εσωτερικές πτυχές του κυπριακού.
Η αλήθεια είναι ότι έχει επικεντρωθεί το θέμα στο περιουσιακό και στις λεγόμενες ειδικές πλειοψηφίες. Το περιουσιακό είναι ένα ζήτημα του ποιος και με ποιους όρους θα επανακτήσει την περιουσία που έχασε με την εισβολή και ποιος προηγείται στην κατανομή αυτής της περιουσίας, ο χρήστης, με ποιους όρους, ή ο ιδιοκτήτης, και υπό ποιες συνθήκες. Είναι μια συζήτηση που διεξάγεται αυτή τη στιγμή, η συζήτηση αυτή όμως έχει ένα ενδιαφέρον για ένα στοιχείο που θέλω να σας περιγράψω. Είναι οι λεγόμενες ειδικές πλειοψηφίες.
Όπως ξέρετε, έχει συμφωνηθεί από τις δύο πλευρές - την Κυπριακή Δημοκρατία και την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα, λέγε με Τουρκία, σε μεγάλο βαθμό, όχι πάντα όμως - η λύση του Κυπριακού να είναι δικοινοτική διζωνική. Εδώ υπάρχουν και προκύπτουν τρία ζητήματα πλειοψηφίας. Στο πρώτο, σας το λέω εξαρχής, από ό,τι αντιλαμβάνομαι υπάρχει συμφωνία. Στο δεύτερο και στο τρίτο υπάρχει μεγάλη διαφωνία.
Το πρώτο αφορά την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, δηλαδή - και είναι λογικό αυτό - σε μια δικοινοτική ομοσπονδία οι Τουρκοκύπριοι δεν επιθυμούν να υπάρχουν δύο ελληνοκυπριακές κοινότητες, κατά συνέπεια θέλουν εκλογικά να διασφαλίσουν ότι η πλειοψηφία αυτών που θα ψηφίζουν στην περιοχή της τουρκοκυπριακής κοινότητας θα είναι Τουρκοκύπριοι. Όμως και εδώ υπάρχουν διαφωνίες στη διαπραγμάτευση, απαιτούν αυτή η πλειοψηφία να εκφραστεί και με δύο διαφορετικούς τρόπους, η πρώτη είναι στην πλειοψηφία των κατοίκων, δηλαδή δεν τους αρκεί στις περιοχές που θα είναι στην ευθύνη της τουρκοκυπριακής κοινότητας να είναι η πλειοψηφία των εκλογέων Τουρκοκύπριοι, αλλά θέλουν να είναι και κάτοικοι. Αυτό σημαίνει όμως παραβίαση του κοινοτικού κεκτημένου και του ευρωπαϊκού δικαίου περί ελεύθερης μετακίνησης των προσώπων. Συνοδευτικά με αυτό ζητούνε να υπάρχει και πλειοψηφία στην περιουσία, να υπάρχει πλειοψηφία εκλογικού Σώματος, πλειοψηφία κατοίκων και πλειοψηφία ιδιοκτησίας περιουσίας στην περιοχή που είναι υπό την ευθύνη τους, το οποίο επίσης παραβιάζει το κοινοτικό κεκτημένο. Προσωπικά, πιστεύω ότι μεγάλο κομμάτι των Ελληνοκυπρίων θα προτιμήσουν την χρηματική αποκατάσταση από την επαναφορά της ιδιοκτησίας τους, αλλά είναι ένα θέμα που δεν με αφορά.
Γιατί σας μίλησα αναλυτικά για τις τρεις ειδικές πλειοψηφίες; Γιατί η δεύτερη και τρίτη πλειοψηφία βρίσκεται σε σύγκρουση με το ευρωπαϊκό δίκαιο και μάλιστα με τις θεμελιακές αρχές για την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, περιουσίας και κεφαλαίων εμπορίου κ.ο.κ. Αυτό το σημείο μας αφορά ως Ελλάδα, ως κράτος μέλος της Ευρώπης που θα πρέπει, όπως και άλλα κράτη μέλη της ΕΕ και οι θεσμοί, να αξιολογήσουμε κατά πόσο η συμφωνία στο Κυπριακό αντιστοιχεί με τις ευρωπαϊκές θεμελιακές αρχές και κανόνες λειτουργίας.
Κατά την γνώμη μας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό να υπάρχουν μόνιμες θεμελιακές παρεκκλίσεις. Παρεκκλίσεις υπάρχουν κατά κανόνα στις διευρύνσεις ή στην περίπτωση της επανένταξης της Ανατολικής Γερμανίας στην Γερμανία στην ενοποίησή της. Υπάρχουν προσωρινού χαρακτήρα. Είχαμε στη διεύρυνση προς ανατολάς παρέκκλιση μέχρι επτά έτη, που αφορούσε το εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα η Αυστρία ήταν αυτή που το διεκδίκησε για τον εαυτό της, αλλά και άλλες χώρες. Υπάρχουν λοιπόν χρονικά προσδιορισμένες αποκλίσεις όσον αφορά θεμελιακά δικαιώματα όπως είναι η διακίνηση προσώπων. Μόνιμες δεν μπορεί να υπάρξουν. Άλλο μεταβατικές, άλλο μόνιμες και μάλιστα στα θεμελιακά.
Τώρα μια εκτίμηση θα ήθελα να κάνω, για να τελειώσω με το Κυπριακό. Κατά την εκτίμησή μου, όπως παρακολουθώ το θέμα - και είναι προσωπική αξιολόγηση, δεν είναι αξιολόγηση της Κυπριακής κυβέρνησης, ασφαλώς - υπάρχει μία σχετική πρόοδος στην διαπραγμάτευση με τους Τουρκοκύπριους. Συχνά, όμως, η Τουρκία πιέζει για να τα πάρουν πίσω, δηλαδή συμφωνίες που γίνονται – άρα, στον συμβιβασμό φαίνεται σε ποιο σημείο μπορούν να συμβιβαστούν οι δύο πλευρές - η Τουρκία προσπαθεί να τις πάρει πίσω σε ορισμένα σημεία, για να πιέσει για έναν πιο δύσκολο συμβιβασμό. Το δεύτερο είναι ότι, εξαιτίας της πολύ σύντομης γεωπολιτικής ανάλυσης που σας έκανα και της μη υλοποίησης του “pivot”, υπάρχουν πολλοί διεθνείς παίκτες που βιάζονται να λυθεί το Κυπριακό πολύ γρήγορα και πιέζουν σε μια τέτοια κατεύθυνση. Η συμπύκνωση της βιασύνης είναι στο χρονοδιάγραμμα, δηλαδή ότι θέλουν να θέσουν την Κυπριακή Δημοκρατία σε χρονοδιάγραμμα για τη συμφωνία. Ίσως διαβάσατε χθες ότι η Τουρκοκυπριακή πλευρά πρότεινε, εάν δεν μπορεί να υπάρξει χρονοδιάγραμμα και επειδή την άνοιξη έχουμε εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία, να αναβληθούν αυτές οι εκλογές.
Θα έλεγα ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν προχωρήσει, υπάρχουν θετικά σημεία συνεννόησης. Ο Ακιντζί εκεί που δεν πιέζεται έχει, όπως το λέω εγώ, ακόμα κυπριακή ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι διαβάζει και καταλαβαίνει ελληνικά. Εγώ τον είχα δει το 2005-2006 σε δύο διεθνή συνέδρια στην Οξφόρδη. Τα παιδιά του δεν μιλάνε, είναι η τελευταία γενιά που έχει κυπριακή ταυτότητα και όχι μόνο τουρκοκυπριακή ή τουρκική – και, με αυτή την έννοια, είναι βοηθητική η παρουσία του, αλλά και σημαντική ιστορικά.
Βήματα γίνονται, αλλά δεν είναι τα βήματα όπως παρουσιάζεται η εικόνα τους στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ή από διεθνείς παράγοντες, που εμπλέκονται στο Κυπριακό. Υπάρχει μια υπερβολικά καλή εικόνα, που υποτιμά τα προβλήματα, προκειμένου να σπρώχνει σε μια λύση που θέλει επισταμένη συζήτηση σε πολλές πλευρές.
Προσωπικά, έχω επισημάνει πολλές φορές στον ΟΗΕ και στον εκπρόσωπό του δύο πράγματα. Πρώτον, ότι οφείλει να δίνει πραγματική εικόνα. Δίνει στους συνομιλητές του στα διεθνή φόρα, ή σε κράτη μέλη του ΟΗΕ που ενδιαφέρονται, ιδιαίτερα κράτη του Συμβουλίου Ασφαλείας, μια καλύτερη εικόνα από την πραγματική. Δεύτερον, τον έχω παρακαλέσει πολλές φορές να εκφράζει τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και όχι την πίεση της μίας ή άλλης πλευράς. Είναι εκπρόσωπος του ΟΗΕ και δεν πρέπει να δείχνει κατανόηση π.χ. σε τουρκικά αιτήματα, λέγοντας ότι έχουν και αυτοί το δίκιο τους. Εγώ του λέω ότι πάντα μέτρο του πρέπει να είναι αν αυτό που συζητάνε παραβιάζει ή αντιστοιχεί σε αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, διότι για εμάς η λύση του κυπριακού πρέπει να γίνει στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, χωρίς μόνιμες και θεμελιακές παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο· και αυτή η λύση θα δίνει ασφάλεια στον κυπριακό λαό, που δεν θα έχει την αίσθηση ότι τρίτες δυνάμεις μπορούν να παρέμβουν στη ζωή του, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τα μέγιστα δυνατά δικαιώματα στις κοινότητες, ιδιαίτερα στις τρεις μειονότητες και στην μικρότερη κοινότητα πάνω στο νησί.
Έρχομαι τώρα στα Βαλκάνια και την γενική πολιτική μας, χωρίς αναφορά ειδικά σε κράτη. Όπως ξέρετε, υπάρχει μια αναστολή της διεύρυνσης της ΕΕ μέχρι το 2019. Υπάρχει ισχνή οικονομία στα Βαλκάνια, έχει υποχωρήσει η οικονομία στις περισσότερες χώρες, όπως και η ελληνική - και ίσως εξ αντανακλάσεως επηρεάζει αρνητικά και η ελληνική κρίση πάνω τους - και έχουμε και ισχνό θεσμικό σύστημα, το οποίο δημιουργεί πάρα πολλά εσωτερικά προβλήματα όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, τις συνδικαλιστικές και άλλες ελευθερίες. Υπάρχουν δηλαδή σε όλα τα κράτη, ιδιαίτερα των δυτικών Βαλκανίων, ελλείψεις στους τομείς της δικαιοσύνης, της αποτελεσματικής διοίκησης και του κράτους δικαίου.
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι εξαιτίας της ισχνής θεσμικής υπόστασης και των οικονομικών προβλημάτων των περιοχών, υπάρχει μια έξαρση εθνικισμού. Όλα τα απαντάμε διά της διπλωματικής οδού και εδώ και στις πρωτεύουσες, όπου γίνονται ατοπήματα, αλλά δεν πιστεύω ότι θα πρέπει η Ελλάδα να μπει σε μια δημόσια αντιπαράθεση εθνικισμού και να τροφοδοτήσει τις επιλογές ηγεσιών τρίτων κρατών, που δεν μπορούν να παίξουν δημιουργικά στην βαλκανική και εξωτερική τους πολιτική. Γι’ αυτό είναι σοφό να μην υπάρχει τίποτα που να πέφτει κάτω στο πάτωμα, αλλά δεν είναι σωστό να μπαίνουμε σε συνεχείς δημόσιους διαπληκτισμούς – όταν χρειάζεται, το κάνουμε – διότι αυτό τους αρέσει και μας φέρνουν στα μέτρα τους.
Το δεύτερο, που είναι πιο ανησυχητικό, είναι η ανάδειξη – σε μια περιοχή που χαρακτηριζόταν για την κοσμικότητά της – του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και έχουμε και την εμφάνιση τζιχαντισμού ή ένοπλων εγκληματικών δράσεων σε γειτονικές χώρες.
Το τρίτο, το οποίο θέλω να το λάβετε υπόψη σας και το είπα αναλυτικά στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, είναι η επέκταση της επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια. Είναι μια επιρροή, η οποία είναι πολιτισμική, είναι η επιρροή πάνω στις ελίτ αυτών των κρατών που είχαν βαθιά φιλελληνικά αισθήματα πριν από είκοσι χρόνια. Aυτό πρέπει να το λάβετε, όλοι, σας παρακαλώ, υπόψη στον χειρισμό των επιμέρους κρατικών οντοτήτων.
Όσον αφορά στα Βαλκάνια και την εν γένει πολιτική μας μετά από αυτή την εκτίμηση, θα έλεγα ότι, όπως έχω παρακολουθήσει προσωπικά το θέμα, στα Βαλκάνια στη δεκαετία του ’90 είχαμε μια πολιτική να φτιαχτεί, με την καλή έννοια, μια κοινωνική-οικονομική ενδοχώρα. Υπήρξε αύξηση των επενδύσεων, των οικονομικών σχέσεων, φτιάχτηκε το ξενόγλωσσο αγγλόφωνο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Υπήρξαν διεθνή προγράμματα όπου συμμετείχαν φοιτητές ή άλλοι επιστήμονες ή άλλοι παράγοντες από τα Βαλκάνια. Υπήρξαν πολλές ανταλλαγές, μικτοί γάμοι, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση η οικογενειακή διασύνδεση, ιδιαίτερα στις βόρειες περιοχές, για τη σύσφιξη των σχέσεων των δύο λαών. Αυτή ήταν η γραμμή της δεκαετίας του ’90 ή τα αποτελέσματά της.
Μετά το 2003 και τη Θεσσαλονίκη το ενδιαφέρον μετακινήθηκε πιο πολύ στον προσανατολισμό των κρατών της Βαλκανικής στην ΕΕ και υπήρξε, θα έλεγα, ένας ανταγωνισμός, ποια χώρα θα πείσει τους Ευρωπαίους ή άλλους παράγοντες ότι είναι πιο κοντά τους για να εισέλθει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κατά την προσωπική μου γνώμη, να αποδιοργανωθεί η βαλκανική ενδοχώρα και να συνδεθούν μια σειρά από κράτη με ισχυρότερα εξωβαλκανικά κράτη παρά με κράτη μέλη της ΕΕ, δηλαδή τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, ακόμα και την Κροατία. Θα έλεγα ότι με αυτά έχει σπάσει, σε έναν βαθμό, η ενδοχώρα των Βαλκανίων, υπάρχει μια εξωστρέφεια.
Η προσωπική μου στρατηγική αντίληψη είναι ότι σήμερα δεν πρέπει να μπούμε στο δίλημμα το ένα ή το άλλο, αλλά να συνδέσουμε, να κάνουμε ένα αμάλγαμα ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πολιτικές και τους προσανατολισμούς σειράς κρατών των Βαλκανίων με την κατασκευή μιας ισχυρής ενδοχώρας και την ισχυροποίηση των θέσεών μας. Εάν αυτά τα κράτη, που δεν είναι του παρόντος, αλλά μετά από δέκα με δεκαπέντε χρόνια, είναι μέλη της ΕΕ - εφόσον αυτή θα υπάρχει και με τη μορφή που υπάρχει σήμερα -, αν πούμε ότι ceteris paribus, ότι είναι όλοι οι άλλοι παράγοντες σταθεροί, τότε θα πρόκειται για μια ΕΕ με παραπάνω από σαράντα μέλη, όπου ο ρόλος των μικρών κρατών θα είναι υποδεέστερος από ότι ήταν για τα μικρά κράτη στην εποχή που ήταν 9 ή 10 συνολικά τα μέλη της ΕΕ. Και τότε η ανάγκη διαμόρφωσης συνεκτικών συμμαχιών, συνεννοήσεων ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη θα είναι μεγαλύτερη, όχι μόνο για τη ενδοχώρα τους, αλλά για να υπερασπιστούν και τα συμφέροντά τους σε ευρύτερους περιφερειακούς και παγκόσμιους οργανισμούς.
Σας θυμίζω ότι, πλην των πέντε έξι μεγάλων κρατών της ΕΕ, όλοι οι άλλοι έχουν συμπτύξει κάποια μέτωπα, η ομάδα του Βίζεγκραντ, οι Βαλτικές με Πολωνία, Φινλανδία, οι τρεις χώρες της Μπενελούξ παραδοσιακά από τότε που ήταν έξι τα κράτη μέλη, οι Σκανδιναβικές χώρες. Κατά συνέπεια, πρέπει να δούμε πώς θα σφυρηλατήσουμε μια τέτοια Βαλκανική Ένωση και Συμμαχία.
Αυτό, βέβαια, πρέπει να γίνει με δύο οδηγούς. Πρώτον, ότι καμία απόφαση δεν πρέπει να λαμβάνεται υπό πίεση και το δεύτερο, που έχει σχέση με αυτό που είπα για την Τουρκία προηγουμένως, ότι η αδράνεια δεν δουλεύει για τη χώρα. Η αίσθηση που υπήρχε στη δεκαετία του ’90, ότι δεν κινούμαστε στα Βαλκάνια με μεγάλη δύναμη πέρα από την ενδοχώρα και θα αναγκαστούν να ανταποκριθούν οι άλλοι, δεν αποδεικνύεται ορθή. Πρώτον, διότι όλοι έχουν αναπτύξει σχέσεις με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις και, δεύτερον, διότι η επιρροή της Τουρκίας είναι ισχυρή.
Τι κάνουμε; Εμείς, προωθούμε τον διάλογο – όπως ξέρετε έχω επισκεφθεί όλα τα κράτη της βαλκανικής – προωθούμε, όμως, και τη διαμόρφωση δικτύων, η οποία αφορά αγωγούς, ενέργεια, αφορά μεγάλους σιδηροδρομικούς κόμβους, αφορά αυτοκινητόδρομους, αφορά και δίκτυα κοινωνικά, δίκτυα πολιτικής συνεργασίας και πολιτισμού, με στόχο να είναι δίκτυα σταθερότητας στην περιοχή, χωρίς εξαρτήσεις κάποιου από κάποιον άλλο.
Στα Βαλκάνια, όπως έχω τονίσει πολύ συχνά, η πολιτική μας στηρίζεται σε τρεις αρχές: το Διεθνές Δίκαιο, το τι συμβαίνει στην Ευρώπη και ειδικότερα στην ΕΕ, και, πριν από όλα, τα εθνικά μας συμφέροντα μέσα στο παγκόσμιο και ευρωπαϊκό πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε.
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.»
23 Νοεμβρίου, 2015