Συνέντευξη Υπουργού Εξωτερικών, Γ. Κατρούγκαλου, στην ε/φ Ιζβέστια
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, επισκεφθήκατε την Αγία Πετρούπολη ως ένας από τους συμμετέχοντες στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης (SPIEF). Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από την πόλη;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Αγία Πετρούπολη όταν ήταν ακόμα Λένινγκραντ, το 1986. Είναι μια από τις αγαπημένες μου πόλεις, και τώρα είναι τόσο όμορφη όσο ποτέ. Η ανακατασκευή του ιστορικού κέντρου υπογράμμισε την αυτοκρατορική και πολιτιστική μορφή της βόρειας πρωτεύουσας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Στο περιθώριο της SPIEF, συναντήσατε τον επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας, τον Σεργκέι Λαβρόφ. Τι συζητήσατε και πώς αξιολογείτε την έκβαση της συνάντησης;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Καταρχάς, θα ήθελα να πω ότι έχω βαθύτατο σεβασμό στον Σεργκέι Λαβρόφ. Ήταν η πρώτη μας συνάντηση, κατά την οποία ήμασταν σε θέση να μιλήσουμε άμεσα. Κατά την συζήτηση, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι και οι δύο πλευρές έχουν την επιθυμία να βελτιώσουν τις διμερείς σχέσεις, οι οποίες βρίσκονται ήδη σε υψηλό επίπεδο. Συζητήσαμε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων μέχρι την περιφερειακή ατζέντα: όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα βρίσκεται στην πολύ ταραχώδη περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου. Τόσο η Ελλάδα, όσο και η Ρωσία, θέλουν όλες οι συγκρούσεις να επιλύονται μέσω διαπραγματεύσεων και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Αυτή η άποψη ήταν ένα από τα κύρια σημεία της συζήτησης μας με τον Σεργκέι Λαβρόφ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μιλώντας για την κατάσταση στα Βαλκάνια: το τελευταίο διάστημα η κατάσταση στην περιοχή επιδεινώθηκε, το θέμα της ανεξαρτησίας της μερικώς αναγνωρισμένης Δημοκρατίας του Κοσσυφοπεδίου επιταχύνεται και πάλι. Τι πιστεύετε ως προς αυτό;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Πράγματι, η κατάσταση εκεί έχει επιδεινωθεί. Είναι απαραίτητο να εργαστούμε για να μειώσουμε τον βαθμό έντασης και τελικά να διευθετήσουμε τη σύγκρουση. Όπως δείχνει η πρακτική, είναι δυνατόν να επιλυθούν παρατεταμένες διαφορές και η κατάστασή μας είναι μια σαφής επιβεβαίωση αυτού. Όπως γνωρίζετε, σχεδόν πριν από ένα έτος καταλήξαμε σε συμφωνία με τη γειτονική μας χώρα, τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, με αποτέλεσμα να διευθετηθεί μια αντιπαράθεση που είχε κρατήσει δεκαετίες. Καταφέραμε να συμφωνήσουμε όχι μόνο για την ονομασία της χώρας αλλά και για ορισμένα άλλα προβλήματα που μας χώριζαν όλο αυτό το διάστημα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Όσον αφορά το Κοσσυφοπέδιο, η Αθήνα εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει την ανεξαρτησία αυτής της Δημοκρατίας;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Ανήκουμε σε εκείνες τις λίγες χώρες της ΕΕ που δεν έχουν αναγνωρίσει την κρατική υπόστασή του, και στο εγγύς μέλλον δεν φαίνεται να αλλάζουμε τη θέση μας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Στο πλαίσιο των σχέσεων της Ρωσίας με πολλές δυτικές χώρες, οι επαφές με την Ελλάδα είναι σε τέτοιο σημείο κοντά στο να χαρακτηριστούν ως φιλικές. Με τι το συνδέετε αυτό;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Δεν είναι “κοντά” σε αυτό, είναι φιλικές. Οι πολίτες μας επικοινωνούν πολύ καλά μεταξύ τους και καταλαβαίνουν τέλεια ο ένας τον άλλον. Νομίζω ότι οι Ρώσοι και οι Έλληνες μοιάζουν από πολλές απόψεις και έχουν πολλά κοινά σε επίπεδο νοοτροπίας. Το ίδιο συμβαίνει και σε διακρατικό επίπεδο: οι διπλωματικές μας σχέσεις είναι πολύ στενές. Φυσικά, το πολιτικό σπίτι της Ελλάδας είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά προσπαθούμε να γίνουμε ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ της Ρωσίας και της ΕΕ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν λευκές κηλίδες στις σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Αθήνας;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Εάν με ρωτάτε αν υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να βελτιώσουμε, τότε σίγουρα ναι. Και μεταξύ αυτών των τομέων είναι το διμερές εμπόριο. Ωστόσο, αυτό δεν προκαλεί προβλήματα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ποιοι τομείς εμπορίου απαιτούν περισσότερη προσοχή;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Πρώτα απ 'όλα, η γεωργία. Φυσικά, ένα από τα εμπόδια ήταν τα ρωσικά αντίμετρα εναντίον των χωρών της ΕΕ. Ωστόσο, συζητάμε αυτά τα προβλήματα και αισθανόμαστε την επιθυμία να βελτιωθεί η κατάσταση. Νομίζω ότι σε όλα τα επίπεδα υπάρχει έδαφος συνεργασίας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ο τουρισμός είναι επίσης σημαντικός στις διμερείς σχέσεις. Πώς εκτιμάτε την κατάσταση σε αυτόν τον τομέα;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Μας επισκέπτονται πάρα πολλοί Ρώσοι τουρίστες. Λόγω της μεγάλης ζήτησης, υπήρξαν καθυστερήσεις στο παρελθόν στην έκδοση θεωρήσεων, αλλά τώρα το σύστημα λειτουργεί πολύ καλύτερα. Σε γενικές γραμμές, αρκετοί Ρώσοι επιχειρηματίες ενδιαφέρονται να επενδύσουν χρήματα στην Ελλάδα: μέχρι το τέλος του 2018 επένδυσαν περίπου 663 εκατομμύρια δολάρια στη χώρα μας, τα οποία αφορούν όχι μόνο τον τουρισμό αλλά και την ενέργεια, τα χρηματοοικονομικά, τις τηλεπικοινωνίες και την ακίνητη περιουσία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μιλήσατε για τις αρνητικές συνέπειες των ρωσικών αντίμετρων στην ελληνική οικονομία ...
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Ναι, πιστεύουμε ότι τέτοια μέτρα δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για την επίλυση προβλημάτων, και τη θέση μας τη γνωρίζουν στις Βρυξέλλες. Οι κυρώσεις έχουν επηρεάσει την οικονομία της χώρας, αλλά, όπως είπα και νωρίτερα, η Ελλάδα και η Ρωσία έχουν τη βούληση να αλλάξουν την κατάσταση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Το τελευταίο διάστημα, στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου η Ρωσία έχει υποβληθεί σε κυρώσεις τα τελευταία πέντε χρόνια, εμφανίστηκαν προϋποθέσεις για άρση αυτών των περιορισμών. Κατά την άποψή σας, σε ποιο βαθμό είναι πιθανό η Ευρωπαϊκή Ένωση να αρχίσει σύντομα να τείνει προς την εγκατάλειψη τέτοιων μέτρων;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Όπως είπα, θα θέλαμε να γίνουμε ένα είδος γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και της ΕΕ. Κατά τη γνώμη μας, δεν μπορούμε να μιλάμε για κανένα σύστημα ασφαλείας στην Ευρώπη χωρίς τη συμμετοχή της Ρωσίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Μόσχα πρέπει να επιστρέψει στην αρχιτεκτονική αυτού του συστήματος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είναι δυνατή η επανέναρξη των εργασιών για την κατάργηση των θεωρήσεων;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Το θεωρούμε αυτό σημαντικό, διότι η μελλοντική κατάργηση των θεωρήσεων θα συμβάλει στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των λαών.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Νωρίτερα είπατε ότι η Ελλάδα κατάφερε να επιλύσει τη σύγκρουση με τη Βόρεια Μακεδονία. Πλέον ο δρόμος για το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανοιχτός για τη χώρα αυτή. Πότε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις σας, τα Σκόπια θα μπορέσουν να γίνουν πλήρες μέλος της ΕΕ;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Υποστηρίζουμε την υποψηφιότητα της Βόρειας Μακεδονίας να συμμετάσχει στην ΕΕ, όχι μόνο διότι έχει συνάψει τη συμφωνία των Πρεσπών μαζί μας, εξαλείφοντας έτσι μια παρατεταμένη σύγκρουση, αλλά και διότι η ηγεσία της προσπαθεί και εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για να ενταχθεί στην Ένωση. Είναι πολύ νωρίς για να μαντέψουμε, αλλά ελπίζω ότι ήδη τον Ιούνιο, μετά τα αποτελέσματα των Συμβουλίων της ΕΕ, θα γίνει γνωστή η ημερομηνία έναρξης των διαπραγματεύσεων για την ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τι γίνεται με την Τουρκία; Τα τελευταία χρόνια, αυτή η χώρα και οι Βρυξέλλες έχουν συσσωρεύσει πολλά ανεπίλυτα ζητήματα και αντιπαραθέσεις.
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες της ΕΕ που εξακολουθούν να υποστηρίζουν τη ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση. Κατά τη γνώμη μου, η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν επωφελής για όλες τις πλευρές. Ωστόσο, γι 'αυτό, θα πρέπει και η ίδια η Άγκυρα να σέβεται το διεθνές δίκαιο και το κράτος δικαίου και να εργαστεί για να συμμορφωθεί με όλες τις απαιτήσεις της Ένωσης.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ποιες άλλες χώρες θα μπορούσαν ενδεχομένως να γίνουν μέλη της ΕΕ;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Υποστηρίζουμε την προοπτική ένταξης όλων των χωρών των Βαλκανίων. Φυσικά, αν το θέλουν οι ίδιοι. Κάθε υποψήφιος πρέπει να αποδείξει ότι συμμορφώνεται με την ιδιότητα μέλους της ΕΕ, ότι σέβεται τους γενικούς κανόνες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μιλώντας για το ΝΑΤΟ, πώς η Ελλάδα εκλαμβάνει τις εκκλήσεις των ΗΠΑ για αύξηση των αμυντικών δαπανών;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Αυτό δεν μας ανησυχεί ιδιαίτερα, διότι δαπανούμε περισσότερα από ό, τι χρειάζεται: 2,3% του ΑΕΠ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό αποτελεί πρόβλημα για τον προϋπολογισμό σας;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Αποτελεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θέλουμε η ΕΕ να είναι πιο ενεργή προς την κατεύθυνση αυτή, καθιστώντας τον εαυτό της ισχυρή ένωση που προστατεύει τα μέλη της. Εάν στο μέλλον η ΕΕ διαθέτει αυτόνομη αμυντική πολιτική, αυτό θα μας δώσει την δυνατότητα να μειώσουμε τις αμυντικές μας δαπάνες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αποδεικνύεται ότι για την Ελλάδα δεν είναι εύκολο να διαθέτει ένα τόσο μεγάλο ποσό για τον στρατιωτικό τομέα;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Πρέπει να δαπανάμε αυτά τα χρήματα γιατί είμαστε σε δύσκολη “γειτονιά”. Αλλά αν ζούσαμε σε μια πιο ειρηνική περιοχή, θα πήγαιναν σε άλλους τομείς. Πρόσφατα βγήκαμε από την κρίση και γι 'αυτό πρέπει να επενδύουμε σε ένα κράτος πρόνοιας: σχολεία, νοσοκομεία και πολλές άλλες υποδομές.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αποδεικνύεται ότι είστε υπέρ της δημιουργίας του λεγόμενου πανευρωπαϊκού στρατού, για τον οποίο πρόσφατα μίλησε ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μαρκόν. Για ποιο λόγο;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αποκτήσει μια ανεξάρτητη φωνή στη διεθνή σκηνή. Και για να γίνει παγκόσμιος παίκτης και να αποκτήσει επιρροή. Εμείς, οι Έλληνες, που βρισκόμαστε στα όρια της ΕΕ, χρειαζόμαστε να προστατεύονται τα σύνορά μας. Σήμερα ζούμε σε μια άλλη εποχή: εμφανίζονται νέες ασύμμετρες απειλές, και νέες κοινωνικές προκλήσεις. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι γίνονται εξαιρετικά μη ανεκτικοί έναντι των μεταναστών.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Παρεμπιπτόντως, πώς έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα όσον αφορά τους μετανάστες;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Πολύ καλύτερα απ’ ότι, ας πούμε, το 2015, όταν περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέρασαν τα σύνορά μας. Αλλά ακόμη και τώρα το ζήτημα δεν έχει επιλυθεί πλήρως. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναπτύξει μια νέα μεταναστευτική πολιτική και να αλλάξει τους κανόνες χορήγησης ασύλου. Αυτό που έχουμε τώρα αποτελεί σημαντικό βάρος για τις χώρες στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, ιδίως για την Ελλάδα. Ως εκ τούτου, για λόγους αλληλεγγύης και αποτελεσματικότητας, πρέπει να δημιουργήσουμε νέα κοινή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πρόσφατα, η Ελλάδα απαίτησε περίπου 300 δισεκατομμύρια ευρώ από τη Γερμανία ως αποζημίωση για ζημίες στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για ποιο λόγο το ζήτημα αυτό τέθηκε και πάλι τώρα στην ημερήσια διάταξη;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Αυτές οι αποζημιώσεις αποτελούν συνεχή απαίτηση μας από τη Γερμανία. Έχει ηθική, νομική, ιστορική και πολιτική αιτιολογία. Η Γερμανία είναι εταίρος μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και απευθυνθήκαμε σε αυτήν ως σε εταίρο, προκειμένου να ξεκινήσουμε τις διαπραγματεύσεις. Θέτουμε το ερώτημα, όχι για να επιδεινώσουμε τις σχέσεις μας, αλλά διότι, χάρη στις φιλικές μας σχέσεις, μπορούμε να συζητήσουμε τα πάντα μαζί τους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έχετε ήδη λάβει απάντηση από τη γερμανική πλευρά;
Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Μέχρι τώρα, ήταν αρνητική. Ωστόσο, ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά θα μπορέσουμε να αρχίσουμε το διάλογο σχετικά με αυτό το ζήτημα.