Συνέντευξη ΥΦΥΠΕΞ Κ. Τσιάρα στην ιστοσελίδα του ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ»

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Οι Έλληνες ομογενείς δεν είναι αυτοί των παρελθόντων ετών. Έχουν κάνει πολλά και σημαντικά βήματα στις κοινωνίες που ζουν. Είναι άνθρωποι καταξιωμένοι στην πλειοψηφία τους, οι οποίοι έχουν καταφέρει σπουδαία πράγματα σε πολλούς διαφορετικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, στον επαγγελματικό, στον επιχειρηματικό, στον επιστημονικό τομέα. Έχουν καταφέρει να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, άρα, αντιλαμβάνεστε ότι το ενδιαφέρον τους για το μέλλον, το δικό τους καταρχήν μιας και ζουν στη συγκεκριμένη χώρα, ήταν πάρα πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερα εστιασμένο.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είχατε πάει πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου είχατε ένα ευρύ κύκλο επαφών με την ομογένεια. Θα ήθελα να ρωτήσω ποιο ήταν το μήνυμα το οποίο εισπράξατε, ποιες ήταν οι αγωνίες των ομογενών;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Οι Έλληνες ομογενείς έχουν την ψυχή, τη σκέψη και την καρδιά τους στην Ελλάδα. Ενδιαφέρονται γι’ αυτό που εξελίσσεται εδώ και έχουν πραγματική αγωνία για το αν η χώρα μας θα καταφέρει να σταθεί ξανά στα πόδια της. Βεβαίως υπήρχαν και άλλα ζητήματα τα οποία κάθε φορά μου έθεταν οι Έλληνες ομογενείς, όπως αυτό του δικαιώματος της επιστολικής ψήφου. Είναι ένα μεγάλο ζήτημα που ουσιαστικά έχει αρχίσει να ξαναμπαίνει σε διαβούλευση. Θα σας θυμίσω ότι στο πρόσφατο παρελθόν, σε μία προσπάθεια συνταγματικής αναθεώρησης, η Νέα Δημοκρατία, ως Κυβέρνηση τότε, επιχείρησε να δώσει τη δυνατότητα της επιστολικής ψήφου, αλλά συνάντησε την αντίδραση των άλλων κομμάτων που εκπροσωπούνταν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο εκείνη την περίοδο. Είμαστε διατεθειμένοι μέσα από διαβούλευση να ξαναφέρουμε το συγκεκριμένο ζήτημα και ελπίζω ότι αυτή τη φορά θα έχει καλύτερη τύχη.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Διαχρονικά η αγωνία των Ελλήνων της διασποράς είναι η διάσωση της ελληνικής γλώσσας. Εσείς αναλαμβάνετε κάποια πρωτοβουλία σε αυτήν στην κατεύθυνση.

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ του αποδήμου ομογενειακού οικουμενικού ελληνισμού και της μητέρας πατρίδας Ελλάδος είναι η ελληνική γλώσσα. Επειδή στο άμεσο μέλλον έχουν προγραμματιστεί κάποιες άλλες επαφές με την ελληνική ομογένεια, σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη, θέλω να έχω μία περισσότερο ολοκληρωμένη άποψη και να ζητήσω μία σύσκεψη με τον Υπουργό Παιδείας, ούτως ώστε να βάλουμε ένα βασικό πλαίσιο υποστήριξης αυτού του εγχειρήματος. Το λέω γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μία πολύ κρίσιμη δημοσιονομική περίοδο, που δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ενδεχομένως δράσεις του παρελθόντος. Δηλαδή να δώσουμε τη δυνατότητα σε εκπαιδευτικούς με το γνωστό επιμίσθιο να βρεθούν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, αλλά να αναζητήσουμε λύσεις εκ των ενόντων, ενδεχομένως από προσωπικό που προέρχεται από τις ίδιες τις κοινότητες των Ελλήνων του κόσμου ή ενδεχομένως να δημιουργήσουμε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο-πρόγραμμα σπουδών το οποίο θα πρέπει να υποστηρίξουμε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Νομίζω ότι είναι εξαρχής μία αναγκαία συνθήκη προκειμένου να στηρίξουμε τη διάδοση και τη διατήρησης της ελληνικής γλώσσας. Υπάρχει η άποψη πολλές φορές, ότι όλα πρέπει ή μπορούν να γίνουν μόνο με οικονομικούς πόρους. Εγώ δεν πιστεύω ότι πρέπει όλα να τα πετύχουμε μέσα από τη διάθεση μεγάλων οικονομικών πόρων. Έχουμε δει στο παρελθόν πως έχουν διατεθεί συχνά για συγκεκριμένες δράσεις. Οι έξυπνες επιλογές, οι στρατηγικές επιλογές, η οριοθέτηση συγκεκριμένων στόχων μπορεί να μας φέρει στο αποτέλεσμα χωρίς την κατασπατάληση εξαιρετικά υψηλών ή μεγάλων οικονομικών πόρων. Μπορεί κανείς να το κάνει, αρκεί να καταγράψει την πραγματική ανάγκη, να οριοθετήσει τους στόχους και να θέσει το πλαίσιο.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ακούγεται συχνά το παράπονο από τους ομογενείς ότι η μητροπολιτική Ελλάδα ξεχνά την ομογένεια και δεν αξιοποιεί τις δυνάμεις του ελληνισμού. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Η ομογένεια είναι μία διαχρονική δύναμη για την Ελλάδα και η αξιοποίησή της πρέπει να είναι κυρίαρχη προτεραιότητα της πολιτικής μας. Αυτή είναι η οδηγία που μου έδωσε τόσο ο Πρωθυπουργός, ο Αντώνης Σαμαράς, όσο και ο Υπουργός των Εξωτερικών όταν οριοθέτησαν τα καθήκοντά μου μέσα από τη συγκεκριμένη θέση ευθύνης. Βεβαίως, αυτή την κρίσιμη περίοδο, κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη, μέσα από την κοινότητα που διαβιεί, μπορεί να είναι πρεσβευτής της Ελλάδος σε μία προσπάθεια να ανατάξουμε, να ανατρέψουμε την αρνητική εικόνα που αυτή τη στιγμή έχει δημιουργηθεί για τη χώρα μας. Πιστεύω ότι δεν είναι πάντα όλα αναφορά σε οικονομικούς πόρους ή σε οικονομική ενίσχυση. Η βοήθεια που μπορεί να δώσει ο οικουμενικός ελληνισμός αυτή τη στιγμή προς τη μητέρα πατρίδα Ελλάδα είναι η ανάταξη της εικόνας της.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έχει υπάρξει αρκετή συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη λειτουργία του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού. Θα ήθελα να ρωτήσω ποιες πρωτοβουλίες έχετε σκοπό να αναλάβετε σε αυτήν την κατεύθυνση;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού έγινε το 1995 δημιουργώντας πολλές προσδοκίες και για τον απόδημο ελληνισμό, αλλά και για την ίδια την Ελλάδα. Τότε, είχαμε πιστέψει ότι δημιουργούμε ένα παγκόσμιο όργανο, το οποίο εκφράζει τον απόδημο οικουμενικό ελληνισμό και μπορεί να έχει έναν ρόλο συμβουλευτικό, διεκδικητικό απέναντι στην όποια ελληνική πολιτεία. Αν καθίσει κανείς και δει όλη αυτήν την ιστορική διαδρομή του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού θα διαπιστώσει ότι δεν πέτυχε σχεδόν σε κανέναν από τους ιδρυτικούς στόχους που είχαν τεθεί. Σήμερα, θα καταγράψει κανείς μία εικόνα μάλλον θολή, με πάρα πολλά ερωτηματικά, κυρίως για τη διαχείριση των οικονομικών πόρων, αλλά πολύ περισσότερο με την αποστροφή ενός πολύ μεγάλου μέρους του αποδήμου ελληνισμού να συμμετέχει σε αυτήν την προσπάθεια.

Είμαστε, σε μία εξέλιξη αλλαγής του νόμου που αφορά το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού. Συμφώνησα πριν από δύο μήνες με το Προεδρείο του ΣΑΕ, του απερχόμενου ΣΑΕ, και τα μέλη από κοινού να προχωρήσουμε στην αλλαγή του νόμου που αφορά την ίδια τη λειτουργία του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού και αποφασίσαμε να γίνει αυτό σε τρία διαφορετικά επίπεδα, σε σχέση με το τί συνέβαινε στο παρελθόν. Το νέο λοιπόν Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού, θα είναι σε μία λογική αυτοοργάνωσης, αυτοχρηματοδότησης και θα εκπροσωπεί κάθετα και τον τελευταίο απόδημο Έλληνα.

Αισιοδοξώ το νέο ΣΑΕ να έχει έναν πραγματικά πολύπλευρο ρόλο. Μιλήσαμε νωρίτερα για τη διάδοση και τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας. Το ΣΑΕ, θα μπορούσε να είναι ο θεματοφύλακας αυτής της διαδικασίας. Πρέπει, επίσης, να καταγράψουμε τα δίκτυα των Ελλήνων, το networking, με πολύ απλά λόγια.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Βρεθήκατε προ ημερών στην Αίγυπτο μαζί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι δύο χώρες έχουν μία παραδοσιακά προνομιακή σχέση, ωστόσο το τελευταίο διάστημα υπάρχει μία θολή εικόνα. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το θέμα;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Η πρόσφατη επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας, τον οποίο συνόδευσα, επιβεβαίωσε ότι οι ιστορικοί δεσμοί της Ελλάδος και της Αιγύπτου, με την αναθέρμανση της ευκαιρίας, μπορούν να δρομολογήσουν άλλες εξελίξεις μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Έχω την ευκαιρία μάλιστα να σας αναφέρω τα τέσσερα συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία έθεσα στο νέο Πρόεδρο της Αιγύπτου, τον κύριο Morsi, και που ο ίδιος είχε την ευγένεια να απαντήσει και να τα θέσει ως θέματα πολιτικής της ατζέντας του. Ζήτησα από τον κύριο Morsi να προστατεύσει τις ελληνικές επενδύσεις.

Το δεύτερο το οποίο του ζήτησα ήταν να επανασυστήσουμε επιτέλους το Ελληνο-Αιγυπτιακό Επιμελητήριο. Θα σας πω ότι μέσω των διμερών εμπορικών μας σχέσεων, υπάρχει περίπου 1.500.000.000 Ευρώ ετησίως και η προοπτική είναι να πενταπλασιαστεί τουλάχιστον το συγκεκριμένο ποσό. Ενδεχομένως να γίνει ακόμη μεγαλύτερο. Η Αίγυπτος είναι μία τεράστια αγορά. Είναι μία χώρα η οποία φιλοδοξεί να παίξει ηγετικό ρόλο μεταξύ των αραβικών χωρών.

Το τρίτο ζήτημα ήταν η επαναλειτουργία της διευρυμένης Διυπουργικής Επιτροπής, ή οποία έγινε το 2010 στην Αθήνα και έπρεπε να γίνει στην Αίγυπτο σε μικρό χρονικό διάστημα την επόμενη χρονιά. Επαναλαμβάνω, οι εξελίξεις στην Αίγυπτο εμπόδισαν για άλλη μία φορά τη δυνατότητα της συγκεκριμένης Επιτροπής. Συμφωνήθηκε ότι στις αρχές του 2013 στο Κάιρο θα ξαναλειτουργήσει η διευρυμένη Διυπουργική Επιτροπή επ’ ωφελεία και των δύο χωρών.

Επίσης, ανέφερα στον Πρόεδρο Morsi ότι θα πρέπει να υπογράψουμε αυτό το Μνημόνιο συνεργασίας, το οποίο εκκρεμεί, μεταξύ του λιμανιού της Αλεξάνδρειας και του λιμανιού του Πειραιά. Προσέθεσα σε αυτό ότι θα μπορούσε αυτή η συμφωνία, αυτό το Μνημόνιο, να έχει και μία περαιτέρω επέκταση στα λιμάνια της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης. Εκτιμώ ότι μέσα από μια ατζέντα ζητημάτων όπως αυτά, μπορεί να πράξουμε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις Ελληνο-Αιγυπτιακές σχέσεις και να καταφέρουμε πολύ περισσότερα πράγματα σε σχέση με το παρελθόν.

3 Νοεμβρίου, 2012