ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ο Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, είναι μαζί μας και τον ευχαριστούμε πολύ, γιατί ξέρουμε ότι γύρισε αργά χθες το βράδυ από την Άγκυρα. Και σήμερα το πρωί λοιπόν είναι εδώ για να κάνουμε μια αποτίμηση αυτής της συνάντησης, με τη βοήθεια βεβαίως και του καλού συναδέλφου του Νίκου Μελέτη. Καλημέρα Νίκο και σε σένα. Λοιπόν να ξεκινήσουμε από εσάς κ. Υπουργέ, με την πρώτη ερώτηση φυσικά, που είναι η αυτονόητη. Έγινε λοιπόν η τέταρτη συνάντηση των δύο ηγετών μέσα σε δέκα μήνες. Ποια είναι η αποτίμηση; Υπάρχουν κάποια, να το πούμε έτσι, έμπρακτα οφέλη για την ελληνική πλευρά;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κύριε Παπαχλιμίντζο, νομίζω ότι μετά και τη χθεσινή συνάντηση περνάμε σε μια νέα φάση σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ελληνοτουρκική συζήτηση. Η φάση αυτή διέπεται από μία κανονικότητα. Μία όπως είπε ο Πρωθυπουργός, παραγωγική κανονικότητα. Και τι εννοώ λέγοντας κανονικότητα;
Πρώτον, ότι υπάρχει μία τακτική περιοδικότητα στις επαφές. Βρισκόμαστε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και θα συνεχίσουμε να βρισκόμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Το δεύτερο είναι ότι δεν χρειάζεται κάθε φορά που βρισκόμαστε να παράγονται πολλαπλές συμφωνίες, να υπάρχουν μείζονα θέματα τα οποία να διαχειριζόμαστε. Θα πρέπει να βρισκόμαστε και να συζητούμε τακτικά.
Και το τρίτο, νομίζω, και πιο σημαντικό, είναι να μπορούμε να συζητούμε και να διαφωνούμε χωρίς να προκαλούμε εντάσεις και εν δυνάμει κρίσεις. Διότι η βασική μας τοποθέτηση είναι ότι εστιάζουμε πάντοτε σε εκείνα τα οποία είναι αμοιβαία επωφελή. Όμως θα πρέπει να συζητάμε και για θέματα τα οποία είναι δύσκολα και διαφωνούμε, χωρίς κατ’ ανάγκην αυτό να δημιουργεί συνθήκες έντασης.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ξέρετε ο κόσμος αναρωτιέται - επειδή είπατε για νέα φάση των σχέσεων των δύο χωρών - μέχρι πότε βλέπετε να γίνεται αυτός ο διάλογος χωρίς να υπάρχει ένα αποτέλεσμα; Ή χωρίς να υπάρχει μία λύση σε οτιδήποτε που οποιοσδήποτε τώρα θα μπορούσε να θεωρήσει ότι θα πρέπει να δοθεί μία λύση;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αποτελέσματα υπάρχουν κυρία Βίδου και νομίζω ότι τα αποτελέσματα είναι εμφανή τόσο σε επίπεδο ρητορικής, όσο και σε επίπεδο πεδίου. Έχει εκλείψει το τελευταίο δεκάμηνο η οποιαδήποτε εχθροπαθής ρητορική. Έχουμε καταλαγιάσει σε ό,τι αφορά την ένταση, η οποία προκαλείτο τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και στο πεδίο. Αντιλαμβανόμαστε όλοι την αξία του να έχουμε σχεδόν μηδενικές ροές από τα ανατολικά μας σύνορα, όπως επίσης του να μην έχουμε παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Νομίζω ότι αυτές είναι καταστάσεις, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές και για την ευημερία του τόπου. Θέλω ιδιαίτερα να τονίσω ότι, σε μία εποχή στην οποία οι εχθροπραξίες στην ευρύτερη περιοχή μας δεν έχουν προηγούμενο, νομίζω το να μπορούμε να έχουμε έναν πυλώνα σταθερότητας στη δική μας περιοχή, μια ησυχία, είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Για δε το ερώτημά σας για πόσο θα διαρκέσει. Η άποψή μου είναι ότι μπορεί να διαρκέσει. Έχω την αίσθηση ότι ο διάλογος που συντελείται τώρα, με τις όποιες διαφωνίες οι οποίες καταγράφονται, είναι ένας διάλογος ο οποίος είναι ειλικρινής, διέπεται από μία αμοιβαία κατανόηση. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν θέματα, στα οποία δεν μπορεί να υπάρξει σύγκλιση. Και τα θέματα αυτά έχουν και τα δικά τους ιστορικά βάρη.
Από την άλλη πλευρά, νομίζω και οι δύο πλευρές κατανοούν ότι ιδιαίτερα σήμερα έχει πολύ μεγάλη αξία να μπορέσουμε να έχουμε μία μεγαλύτερη ησυχία στην περιοχή μας και κυρίως να έχουμε μία μεγαλύτερη προοπτική. Θέλω να επισημάνω ιδιαίτερα το γεγονός ότι το βασικό ζήτημα διεθνούς πολιτικής στο οποίο διαφωνήσαμε χθες, που είναι το ζήτημα της Μέσης Ανατολής, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μία ιδιαίτερα σύνθετη φάση. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, επίσης, βρίσκεται σε ιδιαίτερα κρίσιμη φάση. Και θέλω ιδιαίτερα να τονίσω ότι υπάρχουν και πεδία, τα οποία εν δυνάμει μπορούν να προκαλέσουν πολύ μεγάλες κρίσεις, ιδιαίτερα προερχόμενα από την Αφρική. Η κατάσταση, η οποία υπάρχει σήμερα στην Υποσαχάρια Αφρική, δημιουργεί συνθήκες πολύ μεγάλης πίεσης και στο μεταναστευτικό και στην οικονομία, αλλά κυρίως στον ανθρωπιστικό τομέα. Το να μπορούμε να συζητούμε με την Τουρκία και να έχουμε αυτήν την κατανόηση νομίζω είναι σημαντικό για όσο κρατήσει. Και η δική μας προσπάθεια θα είναι να κρατήσει για πολύ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, δεν υπάρχει ο κίνδυνος όμως να μετατραπεί σε κανονικότητα και αυτή η έγερση θεμάτων κυριαρχίας εναντίον της χώρας μας; Διότι το είδαμε και σε συνέντευξη του κυρίου Ερντογάν στην «Καθημερινή» και σε δηλώσεις προηγούμενες και με το θέμα των θαλάσσιων πάρκων. Και ουσιαστικά η Τουρκία βλέπει σε αυτή την ύφεση, αυτά τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο, ότι δεν κάνει παραβιάσεις σαν αντάλλαγμα στο να μην ασκούμε κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν υπάρχει αυτός ο κίνδυνος της κανονικότητας, της αποδεκτής κανονικότητας για τα θέματα κυριαρχίας;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Με κάθε σεβασμό διαφωνώ σε όσα είπατε. Και διαφωνώ κυρίως σε επίπεδο πραγματικού, όχι σε επίπεδο αξιολόγησης. Η αξιολόγηση ανήκει αποκλειστικά σε σας. Διαφωνώ σε επίπεδο πραγματικού για τα εξής.
Πρώτον, θέματα κυριαρχίας δεν βρίσκονται στη συζήτηση. Η τουρκική πλευρά μπορεί πράγματι να έχει τις δικές της θέσεις που αφορούν την κυριαρχία και τα θέματα, τα οποία η ατζέντα η τουρκική πάντοτε περιελάμβανε. Εντούτοις, στη δική μας συζήτηση θέματα κυριαρχίας δεν πρόκειται να ενταχθούν.
Δεύτερον, σε ό,τι αφορά την άσκηση των δικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων, δεν υπάρχει κανένα αντάλλαγμα. Η Ελλάδα ασκεί πλήρως την κυριαρχία της, ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Είναι δική μας πεποίθηση ότι μπορούμε να συζητούμε και να βρίσκουμε λύσεις στα ζητήματα χωρίς να απεμπολούμε κανένα μας δικαίωμα. Και δεν έχει υπάρξει καμία απολύτως απεμπόληση δικαιώματος, θα μου επιτρέψετε να πω κύριε Μελέτη. Αυτή τη στιγμή πράγματι υπάρχει μια πολύ μεγάλη ησυχία στο Αιγαίο.
Δεν είναι μακρινές οι εποχές, κύριε Μελέτη - εσείς τα θυμάστε καλά γιατί είστε πολύ έμπειρος συντάκτης και νομίζω έχετε και την ιστορική μνήμη εδώ στη δημόσια τηλεόραση - που βιώναμε καταστάσεις ανεξέλεγκτες. Το 2015-2016 είχαμε από τα ανατολικά μας σύνορα 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες. Η Ειδομένη και η Μόρια δεν είναι πάρα πολύ μακριά. Επιπλέον, να πω ότι η εχθροπαθής ρητορική ήταν μια καθημερινότητα για την Ελλάδα. Οι αερομαχίες στο Αιγαίο εγκυμονούσαν τους κινδύνους να έχουμε από ατύχημα μια πολεμική σύρραξη. Όλα αυτά είναι πολύ νωπά, κύριε Μελέτη.
Εγώ θέλω να σας πω το εξής. Δεν είμαι αιθεροβάμων, ούτε αφελής. Γνωρίζω ότι υπάρχουν πολύ ισχυρές θέσεις της Τουρκίας, οι οποίες ανατρέχουν σε δεκαετίες. Εκείνο το οποίο θέλω είναι να μπορέσουμε να συζητούμε σε ένα πνεύμα διαβουλευτικό, να μπορούμε να διαφωνούμε, αλλά να διαφωνούμε πολιτισμένα, να διαφωνούμε χωρίς να προκαλούμε εντάσεις και κρίσεις. Και από την άλλη πλευρά να προωθούμε μια θετική ατζέντα με αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες, οι οποίες μπορούν να προωθήσουν τις διμερείς μας σχέσεις. Καμία απεμπόληση κυριαρχίας. Καμία συζήτηση για την κυριαρχία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Επειδή αναφέρθηκαν τα θαλάσσια πάρκα, παρότι η Τουρκία διαφωνεί εμφατικά και εμφανώς. Θα προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση στον ορισμό των θαλάσσιων πάρκων; Ή αν πει η Τουρκία, όπα εδώ βάζουμε ένα στοπ, εμείς θα υποχωρήσουμε;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είμαι πάρα πολύ σαφής και επαναλαμβάνω ότι αν έχετε διαπιστώσει το τελευταίο διάστημα την οποιαδήποτε υποχώρηση, παρακαλώ να μου τη θέσετε. Διότι διαβάζω και τις ανακοινώσεις της αντιπολίτευσης για διαρκή υποχωρητικότητα, χωρίς να αναφέρεται ούτε ένα έστω στοιχειώδες επιχείρημα και ένα αντικειμενικό δεδομένο.
Η απάντηση είναι σαφής. Τα θαλάσσια πάρκα θα γίνουν. Τα θαλάσσια πάρκα είναι ουσιαστικά η επιτομή της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, που είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα μας και είναι εξαιρετικά χρήσιμη, κατά τη γνώμη μου, για όλες τις μεσογειακές χώρες. Ήταν επέκεινα του μεγάλου συνεδρίου που έγινε στην Ελλάδα με τη συμμετοχή 125 κρατών και διεθνών οργανισμών για την προστασία των θαλασσών και των ωκεανών, με δεσμεύσεις περίπου 400 σε ύψος 11,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Ελλάδα δήλωσε ότι θα καταστήσει δύο θαλάσσια πάρκα επί τη βάσει περιβαλλοντικών κριτηρίων. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση μελέτης για τον καθορισμό των τεχνικών περιβαλλοντικών κριτηρίων. Όταν ολοκληρωθούν αυτά, τότε τα πάρκα θα τοποθετηθούν στον χάρτη. Είναι ζητήματα, τα οποία ανάγονται στην ελληνική κυριαρχία και αφορούν στην πραγματικότητα τη βιωσιμότητα όχι απλά της Ελλάδας, αλλά του πλανήτη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, επειδή αντιλαμβάνομαι ότι ο σκληρός πυρήνας των θεμάτων, η οριοθέτηση, είναι ακόμα εκτός συζήτησης, δεν είναι ώριμο. Το έχετε πει και εσείς, το έχει πει ο Πρωθυπουργός. Πότε θα αντιληφθούμε αν έχει ωριμάσει η κατάσταση, εάν έχουν ωριμάσει τα θέματα για να τα ανοίξουμε; Αυτό θα το αναλάβετε εσείς με τον ομόλογό σας τον κύριο Φιντάν; Κάποια στιγμή στις συναντήσεις σας κάνετε μια ανασκόπηση των θεμάτων αυτών, να δείτε αν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα με τις διερευνητικές επαφές; Πώς θα γίνει αυτή η διαδικασία; Και πότε βλέπετε δηλαδή να μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Νομίζω, κύριε Μελέτη, έχετε δίκιο να θέτετε το ζήτημα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης ως ένα μείζον ζήτημα. Και τούτο διότι είναι το υποκείμενο θέμα από το οποίο παράγεται πολλαπλασιαστική ένταση. Και πραγματικά θεωρώ ότι αν κάποια στιγμή καταφέρουμε να επιλύσουμε τα ζητήματα αυτά του καθορισμού της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, θα έχουμε μία μακρά και βιώσιμη ειρήνη στην περιοχή μας. Για την ώρα δεν έχουμε θέσει τα ζητήματα αυτά, όπως είπατε.
Είναι η επιδίωξη μας - και νομίζω υπάρχει μία αμοιβαία τοποθέτηση για τα ζητήματα αυτά με την Τουρκία - ότι είναι χρήσιμο στο επόμενο διάστημα να τα συζητήσουμε τα ζητήματα. Αυτό θα το κρίνουν οι δύο ηγέτες, οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία το αμέσως προσεχές διάστημα να βρεθούν περισσότερες φορές. Και θα λάβουμε την εντολή έτσι ώστε να κάνουμε τη συζήτηση αυτή. Θέλω να πω, κύριε Μελέτη, ότι, όπως γνωρίζετε, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο παρελθόν στις συζητήσεις, οι οποίες γίνονται περί οριοθέτησης στο πλαίσιο των φερόμενων διερευνητικών επαφών. Δυστυχώς, μολονότι έχουμε πολλαπλούς κύκλους, 63 κύκλους διερευνητικών επαφών στο παρελθόν, δεν μπορέσαμε να φτάσουμε σε ένα σημείο, στο οποίο να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε για την οριοθέτηση ή έστω να συμφωνήσουμε να παραπέμψουμε τη διαφορά αυτή σε διεθνή δικαιοδοσία. Νομίζω ότι η ιστορική στιγμή είναι κατάλληλη για να μπορέσουμε να κάνουμε τη συζήτηση αυτή και να φέρουμε στην πατρίδα μας μια μακρά και ευδόκιμη ειρήνη. Το πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες αυτές εξαρτάται νομίζω από δύο παράγοντες.
Ο πρώτος παράγων είναι να εδραιωθεί έτι περαιτέρω η καλή κατανόηση και ειλικρίνεια μεταξύ των μερών. Και το δεύτερο είναι να αποτιμήσουμε τις συμφωνίες, οι οποίες έχουν υπογραφεί έτσι ώστε να έχει παραχθεί ένα καλό και ωφέλιμο αποτέλεσμα. Θέλω να σας πω ότι μόνο την 7η Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο της επίσκεψης της τουρκικής αντιπροσωπείας, υπεγράφησαν 15 συμφωνίες και μνημόνια. Πολύ σημαντικά κατά την άποψή μου. Και αυτές οι συμφωνίες θα πρέπει να αποτιμηθούν όταν θα βεβαιωθούμε ότι έχουν παραχθεί τα θετικά αποτελέσματα, ότι έχει παγιωθεί ένα κλίμα ειλικρίνειας και καλής κατανόησης, θα προχωρήσουμε.
Θέλω ιδιαίτερα να σταθώ, κύριε Μελέτη, κυρία Βίδου, κύριε Παπαχλιμίντζο, σε θέματα τα οποία είναι χαμηλής πολιτικής, αλλά υψηλής σημασίας και υψηλού συμβολισμού. Με προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκινήσαμε ένα πρόγραμμα για επισκέψεις Τούρκων πολιτών σε δέκα νησιά μας. Το πρόγραμμα αυτό - πέρα από την τεράστια οικονομική αξία που έχει για τα νησιά μας, διότι διαρκεί καθ’ όλο τον χρόνο, διευρύνει την τουριστική περίοδο, αλλά διευρύνει και το ίδιο το τουριστικό προϊόν - έχει μια πολύ μεγάλη αξία, διότι φέρνει κοντά τους πολίτες από τα δύο κράτη. Και νομίζω ήδη έχει υπάρξει πολύ μεγάλη ικανοποίηση και στα νησιά μας, αλλά και από πλευράς Τουρκίας για την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής. Τέτοιου τύπου συμφωνίες θέλουμε να φέρουμε, έτσι ώστε να υπάρχει καλή κατανόηση, μια καλή διπλωματία σε επίπεδο πολιτών πια, για να μπορέσουμε να συζητήσουμε και τα πιο δύσκολα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτά τα θέματα χαμηλής πολιτικής όντως είναι πάρα πολύ σημαντικά. Θα μείνω λίγο εγώ σε ένα από τα αγκάθια στις σχέσεις των δύο χωρών. Αναφέρομαι στο Κυπριακό. Δημοσίως δεν ακούσαμε κάτι στις δηλώσεις των δύο ηγετών. Δεν ξέρω αν αυτό ετέθη στις κατ’ ιδίαν κεκλεισμένων των θυρών συζητήσεις. Και πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε επίπεδο συζητήσεων κιόλας και τι πρωτοβουλίες αναλαμβάνετε εσείς;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και αν είχατε στη διάρκεια της συζήτησης μέσα, κάποιο μήνυμα εισπράξει από τον Ερντογάν ενόψει και του διαλόγου που γίνεται με την κυρία Ολγκίν.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κατ’ αρχάς να επισημάνω ότι είναι πεποίθηση τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της κυπριακής ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων συμβάλλει θετικά και στις συζητήσεις για το Κυπριακό ζήτημα. Νομίζω ότι μέσα από τη συζήτηση, η οποία διεξάγεται σήμερα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, μπορεί να παραχθεί ένα εξαιρετικά ωφέλιμο αποτέλεσμα και για τις συζητήσεις, οι οποίες γίνονται αυτή τη στιγμή, υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η απάντησή μου θα είναι σαφής. Ναι, θέσαμε το ζήτημα της Κύπρου. Υπήρξε συζήτηση για το Κυπριακό. Η δική μας θέση, αγαπητοί φίλοι, είναι ότι θα πρέπει να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις μεταξύ των μερών. Δηλαδή μεταξύ του Προέδρου Χριστοδουλίδη και του ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, Τατάρ υπό την αιγίδα της Προσωπικής Απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Μαρία Άνχελα Ολγκίν, έτσι ώστε να δούμε το πεδίο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε. Και το πεδίο δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μόνο τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία.
Θέλω να πω ότι, μολονότι υπάρχει πράγματι τα τελευταία χρόνια μία αυξημένη ρητορική εκ μέρους της τουρκικής και τουρκοκυπριακής πλευράς σχετικά με μία κυριαρχική ισότητα, η οποία είναι εκτός πλαισίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το κρίσιμο είναι αυτή τη στιγμή - και γι’ αυτό εμείς ασκούμε όλη την επιρροή μας - να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουν ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης με τον Τατάρ.
Εκείνο το οποίο θέλω να πω είναι ότι από την πλευρά τη δική μας ασκούνται όλες εκείνες οι διπλωματικές πιέσεις που είναι αναγκαίες. Θέλω να σας πω ότι σε λίγη ώρα στο γραφείο μου, στο Υπουργείο Εξωτερικών θα υποδεχθώ την Προσωπική Απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, την κυρία Ολγκίν. Θα έχουμε μία συζήτηση. Έχουμε μια πολύ τακτική επαφή με την κυρία Ολγκίν για το Κυπριακό, το οποίο πάντοτε παραμένει ύψιστης διπλωματικής σημασίας για την ελληνική κυβέρνηση. Και θέλω να σας πω ότι διατηρώ την ελπίδα ότι στο προσεχές διάστημα θα έχουμε συζητήσεις για το ζήτημα αυτό. Να μπορέσουμε να διακριβώσουμε τις δυνατότητες για να προχωρήσουμε σε μια μακρά και βιώσιμη λύση για το Κυπριακό. Δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να αφήσουμε πίσω το Κυπριακό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είπατε πριν ότι η αντιπολίτευση μέσα από την ανακοίνωση της λέει για συστηματική υποχωρητικότητα, χωρίς να αναφέρει κάτι πιο συγκεκριμένο. Διαβάζοντας τη χθεσινοβραδινή ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος λέει για υποχωρητικότητα και αναφέρει ένα παράδειγμα, το εξής: συνιστά πρωτοφανές γεγονός ότι ουσιαστικά ο κύριος Μητσοτάκης έδωσε το πράσινο φως στον Τούρκο πρόεδρο για την παράνομη μετατροπή της Μονής της Χώρας από μουσείο σε τέμενος, εστιάζοντας μόνο σε ζητήματα προσβασιμότητάς της από το κοινό.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Καλά αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι δεν έχει κανένα απολύτως πραγματικό έρεισμα η ανακοίνωση. Για να θέσουμε τα πράγματα ακριβώς ως έχουν, να πούμε τα εξής.
Πρώτον, η απόφαση για την μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τέμενος έχει ληφθεί από το 2020. Υπήρξαν πράγματι εργασίες αναστήλωσης. Την προηγούμενη εβδομάδα μεταξύ 200 μνημείων, στα οποία περιλαμβάνεται και η Μονή της Χώρας, η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη λειτουργία τους ως τεμένων. Εκείνο στο οποίο εμείς αποδίδουμε ιδιαίτερη έμφαση είναι να διατηρηθεί ο οικουμενικός πολιτιστικός χαρακτήρας της Μονής της Χώρας. Ο οικουμενικός πολιτιστικός χαρακτήρας έχει να κάνει με τη δυνατότητα όλων να μπορέσουν να δουν τους πολιτιστικούς θησαυρούς, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στη Μονή της Χώρας. Δεν ξέρω αν είχατε την ευκαιρία στο παρελθόν να την επισκεφθείτε. Πρόκειται για ψηφιδωτά, τα οποία κατά την άποψή μου, είναι η επιτομή του βυζαντινού πολιτισμού. Είναι εξαιρετικά μεγάλης αξίας και ιστορικής αλλά και καλλιτεχνικής. Και νομίζω είναι απολύτως αναγκαίο να διασφαλιστεί ο μουσειακός χαρακτήρας του μνημείου αυτού.
Θέσαμε το ζήτημα αυτό. Γνωρίζετε ότι είναι πολύ μεγάλης ευαισθησίας για τους Έλληνες πολίτες, αλλά και για την ελληνική κυβέρνηση. Το θέσαμε με ιδιαίτερη έμφαση ενώπιον της τουρκικής αντιπροσωπείας. Νομίζω άκουσε και ο Πρόεδρος Ερντογάν την ευαισθησία της ελληνικής πλευράς. Και η ελπίδα μου είναι ότι το αμέσως επόμενο διάστημα θα έχουμε μια εξέλιξη για το ζήτημα αυτό, η οποία θα μπορεί να διατηρεί τον οικουμενικό και μουσειακό χαρακτήρα του μνημείου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δηλαδή;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είμαι πάρα πολύ σαφής ότι θα πρέπει το μνημείο αυτό να είναι ανοιχτό στο κοινό και όλοι οι πολιτιστικοί του θησαυροί να μπορούν να είναι αντικείμενο και για τους πολίτες όλων των θρησκευμάτων.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Να μην είναι σκεπασμένα δηλαδή με σεντόνια.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία τού να είναι ακάλυπτα και τα ψηφιδωτά και όσα βρίσκονται εντός του ναού. Είναι πάρα πολύ σημαντικά τα ζητήματα αυτά. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει πολύ μεγάλη ευαισθησία και τη δικαιολογώ απολύτως για το ζήτημα της Μονής της Χώρας και γι’ αυτό ήταν και ένα από τα θέματα, τα οποία θέσαμε με ιδιαίτερη οξύτητα. Ξέρετε, πολλές φορές για θέματα, τα οποία για εμάς έχουν πολύ μεγάλη ιστορική και πολιτιστική αξία, μπορεί να μην υπάρχει συναντίληψη για τη σημασία τους από την άλλη πλευρά. Και γι’ αυτό τον λόγο θα προσέθετα ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνονται οι συζητήσεις αυτές, έτσι ώστε να μπορούν να κατανοούν και οι δύο πλευρές ποιες είναι οι ευαισθησίες της άλλης πλευράς. Και για εμάς η Μονή της Χώρας είναι μείζονος ευαισθησίας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Απλώς μεταφέρω και ένα μήνυμα τηλεθεατών ότι ήταν η Αγιά Σοφιά, έρχεται η Μονή της Χώρας. Υπάρχει περίπτωση να υπάρξει και κάτι τρίτο; Και αν ναι, τότε ποια θα είναι η αντίδραση της κυβέρνησης για άλλη μια φορά, της ελληνικής διπλωματίας;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κατ’ αρχάς, η αντίδραση έχει υπάρξει ήδη από το 2020 και εντεύθεν και για την Αγία Σοφία και για τη Μονή της Χώρας. Καταλαβαίνουμε ότι η θέση της τουρκικής πλευράς μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική, αλλά δεν τίθεται ζήτημα εμείς να υποχωρήσουμε ως προς αυτό. Εμείς θα θέτουμε σε όλα τα φόρα, όπως το πράξαμε στην ΟΥΝΕΣΚΟ, το πράξαμε σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς. Εγώ ενημερώνω και τους συναδέλφους μου στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την οικουμενική πολιτιστική κληρονομιά. Δεν πρόκειται να αφήσουμε σε καμία περίπτωση το ζήτημα αυτό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Λίγο πριν πάμε στο θέμα της Βορείου Μακεδονίας. Μια τελευταία ερώτηση ήθελα να κάνω μόνο για τη χθεσινή συνάντηση. Γιατί πέρασε λίγο στα ψιλά αυτό που ανέφερε ο Ταγίπ Ερντογάν για αλληλένδετα θέματα. Εγώ θέλω να ρωτήσω αν αυτό το έθεσε και μέσα στη συνάντηση ο κ. Ερντογάν, ή σε κάποιες από τις συναντήσεις που έχουν γίνει και ποια είναι η απάντηση της ελληνικής πλευράς;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αυτή τη στιγμή συζητούμε για τα θέματα, τα οποία είναι αιχμής. Συζητούμε για το μεταναστευτικό, συζητούμε για την πολιτική προστασία, συζητούμε για την υγεία, συζητούμε για το διεθνές περιβάλλον. Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα του Αιγαίου, η θέση της ελληνικής πλευράς είναι αμετακίνητη. Είναι η εθνική θέση ότι το θέμα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης είναι το μόνο ζήτημα, το οποίο αυτή τη στιγμή υφίσταται και μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας και επί τη βάσει αυτή θα συζητήσουμε. Ζητήματα κυριαρχίας δεν θα μπορούσαν και δεν θα τεθούν σε συζήτηση και σε διάλογο.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θα ήθελα να ενημερώσω με την ευκαιρία ότι αύριο το πρωί θα ενημερώσω και την αρμόδια Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Αμύνης, έτσι ώστε να υπάρχει και πλήρης ενημέρωση και της Βουλής για τα ζητήματα τα ελληνοτουρκικά. Θεωρώ μείζονος σημασίας οι Έλληνες πολίτες να ενημερώνονται άμεσα για όσα συμβαίνουν σε ό,τι αφορά τον ελληνοτουρκικό διάλογο και, βεβαίως, η εθνική αντιπροσωπεία και τα πολιτικά κόμματα, και για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι και το βήμα της ΕΡΤ είναι αναγκαίο έτσι ώστε να υπάρχει άμεση ενημέρωση, όπως άλλωστε είχε συμβεί και μετά από το Συμβούλιο της 7η Δεκεμβρίου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Με το θέμα της Βόρειας Μακεδονίας, κύριε Υπουργέ, θα αφήσω την κριτική που δέχεστε από την αντιπολίτευση, η οποία λέει ότι σήμερα ικετεύετε την εφαρμογή, την πιστή εφαρμογή μίας συμφωνίας, την οποία οι ίδιοι είχατε απορρίψει, όταν υπογράφηκε το 2018. Και θα ρωτήσω το εξής: Πώς θα πορευθούμε από εδώ και πέρα; Έχουμε μια κατάφωρη παραβίαση της Συμφωνίας από την κυρία Σιλιάνοφσκα, τη νέα Πρόεδρο, καθώς ρητά προβλέπεται και από τη Συμφωνία και από την εγκύκλιο που έχει βγάλει το Υπουργείο Εξωτερικών το δικό της ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τον όρο “Μακεδονία”, αλλά είναι υποχρεωμένη ως εκπρόσωπος κρατικού φορέα να αναφέρεται στη νέα συνταγματική ονομασία.
Η Συμφωνία η ίδια προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να κινηθεί η Ελλάδα, είτε καταγγέλλοντας αυτό σε διμερείς επαφές και μετά να κλιμακώσει τις αντιδράσεις. Πώς βλέπετε να προχωρά από δω και πέρα ιστορία αυτή; Μια συμφωνία, όσο καλή ή κακή και αν είναι, το βασικό που πρέπει να υπάρχει είναι η καλή πίστη για την εφαρμογή της.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι δύο διαφορετικά ζητήματα. Να μιλήσω πρώτα για το πρώτο, το έλασσον και θα μιλήσω και για το μείζον. Το έλασσον είναι η αντίδραση εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που θα μου επιτρέψετε να πω ότι είναι μια επίπλαστη και ιδιαίτερα απλή ανάγνωση της σύνθετης κατάστασης. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει καμία απολύτως ικεσία εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Η ελληνική πλευρά απαιτεί την τήρηση των συμφωνημένων. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι από τη στιγμή που μια διεθνής Συνθήκη κυρώνεται στα Κοινοβούλια αποκτά ισχύ ανώτερη και των νόμων. Δεν μπορεί κανένα από τα δύο κράτη μονομερώς να αναθεωρήσει τη Συμφωνία αυτή. Άρα, ακόμη και όταν διαφωνεί με όσα περιλαμβάνονται στη Συνθήκη, οφείλει να τα εφαρμόσει.
Θέλω να επισημάνω ιδιαιτέρως τη διαφορετική θεσμική αντιμετώπιση στα δύο κράτη. Η ελληνική κυβέρνηση σήμερα, ως αντιπολίτευση κατά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, είχε διατυπώσει πολύ συγκεκριμένα και με σαφήνεια τη διαφωνία της σε επιμέρους κεφάλαια που είχαν να κάνουν με “γκρίζα” θέματα, τα οποία εν δυνάμει θα μπορούσαν να προκαλέσουν εντάσεις και φαίνεται ότι πράγματι προκαλούν εντάσεις. Παρά ταύτα, όταν ήρθαμε στην κυβέρνηση και στο πλαίσιο της συνέχειας του κράτους, αλλά και της συνταγματικής επιταγής ότι δεν μπορεί η οποιαδήποτε κυβέρνηση να αναθεωρεί μονομερώς Συνθήκες, εμείς την εφαρμόσαμε και απαιτήσαμε τη συμμόρφωσή της και από την άλλη πλευρά. Αυτό θα συνεχίσουμε να πράττουμε. Και ακούω πραγματικά με περιέργεια το επιχείρημα, το οποίο τίθεται γιατί δεν ήρθαν προς κύρωση τα μνημόνια επέκεινα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εκεί πατάει η αντιπολίτευση, πέντε χρόνια τώρα δεν το έχετε κάνει.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Μας μέμφονται για αυτό, ενώ να σας πω το εξής απλό: Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη δικαίωση της πολιτικής αυτής, δηλαδή του να εξαρτούμε την κύρωση των μνημονίων από την πλήρη συμμόρφωση, από το ό,τι συνέβη. Διότι το κρίσιμο είναι ότι αυτή τη στιγμή φαίνεται να υπάρχει μία διάσταση στην πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας. Εμείς θα φέρουμε στη Βουλή, το έχω πει επανειλημμένως, όταν υπάρχει ο κρίσιμος πολιτικός χρόνος, όταν δηλαδή πειστεί η ελληνική πλευρά ότι υπάρχει πλήρης συμμόρφωση. Διότι γνωρίζουμε όλοι ότι υπάρχουν και σημεία στα οποία η γειτονική χώρα δεν έχει συμμορφωθεί. Και δεν αναφέρομαι βεβαίως στο όνομα, αλλά σε άλλα ζητήματα.
Τώρα, να σας πω σε σχέση με το τι συμβαίνει με την ονομασία. Πρώτα απ’ όλα να δούμε τα συγκεκριμένα, τα θεσμικά. Η ονομασία “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” εμφανίζεται στη Συμφωνία των Πρεσπών και σύμφωνα με την ίδια Συμφωνία, με το άρθρο 20, με το ακροτελεύτιο άρθρο, δεν μπορεί υπό οποιαδήποτε συνθήκη να τροποποιηθεί. Το ζήτημα της ονομασίας, λοιπόν, δεν είναι από εκείνα τα ζητήματα που είναι δυνατόν να τροποποιηθούν, ούτε καν με αμοιβαία συμφωνία. Άρα δεν τίθεται επ’ ουδενί ζήτημα τροποποίησης, έτσι όπως συμφωνήθηκε από τις δύο πλευρές και κυρώθηκε και δεσμεύει και τη σημερινή ελληνική πολιτική τάξη και την πολιτική τάξη της Βόρειας Μακεδονίας.
Δεύτερον, αυτή τη στιγμή δεν είναι μόνον η πίεση, την οποία ασκεί η Ελλάδα. Είναι η πίεση, η οποία ασκείται εντός της Βόρειας Μακεδονίας. Ορθά αναφέρθηκε ο κύριος Μελέτης στην ανακοίνωση που υπήρξε από το Υπουργείο Εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας που απαίτησε από την Πρόεδρο την πλήρη συμμόρφωση, την ανακοίνωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης που χαρακτηρίζει ανυπόστατη την ορκωμοσία και βεβαίως, θα ήθελα να επισημάνω ότι η πολιτική, την οποία φαίνεται να υιοθετεί η νέα Πρόεδρος, είναι αντίθετη και προς την κοινή γνώμη της Βόρειας Μακεδονίας.
Το τρίτο και πιο σημαντικό, νομίζω, είναι ότι η ελληνική πλευρά αντέδρασε με ετοιμότητα και με εξαιρετικά γρήγορα ανακλαστικά. Με πρωτοβουλίες του Υπουργείου Εξωτερικών ενημερώθηκαν άμεσα οι Κοινοτικές Αρχές, υπήρξε ανακοίνωση που δεν είθισται, ο κύριος Μελέτης το γνωρίζει, να έχουμε τόσο άμεση αντίδραση εκ μέρους της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παράλληλα να υπάρχει και μία διεθνής θέση, δηλαδή πολλές χώρες εξέδωσαν ανακοίνωση προς την κατεύθυνση αυτή. Άρα, υπάρχει μία συντονισμένη αντίδραση προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης.
Και το σημαντικό, στο οποίο αναφέρθηκε ο κύριος Μελέτης: ποια θα είναι τα δικά μας επόμενα βήματα. Εμείς απαιτούμε τη συμμόρφωση προς τη Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι διεθνές Δίκαιο και πρέπει να εφαρμόζεται. Θα διαμορφώσουμε το πλαίσιο έτσι ώστε να υπάρξει πλήρης εφαρμογή. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι μπορεί ιδεολογικά, κοσμοθεωρητικά η νέα πολιτική ηγεσία να έχει μία διαφορετική άποψη, αλλά υπάρχουν και ζητήματα τα οποία είναι πάνω και από τη βούλησή τους. Δεν είναι θέμα αυτοδιάθεσης του κάθε αξιωματούχου πολιτικού. Το καταλαβαίνουμε όλοι αυτό. Είναι ένα θέμα τήρησης των συμφωνημένων και προς αυτή την κατεύθυνση θα δράσει η ελληνική κυβέρνηση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πάντως εδώ νομίζω, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες, υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο. Ελέφαντας στο δωμάτιο, όχι μόνο με τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά και με την Αλβανία. Πάμε και στα δύο θέματα. Τους δύο βόρειους γείτονές μας που δεν ξέρω αν σας προβληματίζει που ξαφνικά έχουμε αυτή την ένταση στις σχέσεις μας. Ο ελέφαντας είναι το ενδεχόμενο άσκησης βέτο στην ενταξιακή πορεία των δύο χωρών. Είναι αυτό στο τραπέζι της ελληνικής κυβέρνησης, της ελληνικής διπλωματίας;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αυτό δεν είναι ελέφαντας, θα μου επιτρέψετε να πω. Αυτό είναι ένα θεσμικό δικαίωμα, το οποίο αποδίδεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εμείς είμαστε σαφείς: σε ό,τι αφορά τη Βόρεια Μακεδονία ρητά συνιστά προϋπόθεση για την ενταξιακή της πορεία η πιστή εφαρμογή και καλή τη πίστει εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Άρα, πρόκειται για ένα προαπαιτούμενο για να προχωρήσουν οι ενταξιακές διαδικασίες. Εμείς παρακολουθούμε από πάρα πολύ κοντά και θα δράσουμε προς την κατεύθυνση αυτή. Το τόνισε εξάλλου και η ίδια η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε ό,τι αφορά την Αλβανία, αντιλαμβανόμαστε ότι το κράτος Δικαίου, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η δημοκρατία, οι εγγυήσεις του κοινοτικού κεκτημένου δεν είναι ένα διμερές ζήτημα, είναι ένα ζήτημα αμιγώς ευρωπαϊκό. Πολλές φορές κατηγορούμαστε για τα ζητήματα αυτά. Εγώ θέλω να το τονίσω και με την ευκαιρία να το θέσω και υπ’ όψιν του ελληνικού λαού. Εμείς είμαστε υπέρ της ειρήνης των Βαλκανίων και είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας όλων των Δυτικών Βαλκανίων. Εξάλλου, η Ελλάδα ήταν εκείνη η οποία πρωτοστάτησε και επέσπευσε τη διαδικασία, το 2003, στη Θεσσαλονίκη. Όμως, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι παραχωρήσεις σε θεμελιώδη δεν μπορούν να γίνουν και για τον λόγο αυτό υπάρχει μία πάρα πολύ αυστηρή επιτήρηση εκ μέρους της δικής μας ηγεσίας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, στο θέμα της Αλβανίας, τουλάχιστον, πριν την υπόθεση της Χιμάρας και τη σύλληψη Μπελέρη, υπήρχαν και τότε οι παραβιάσεις του κράτους Δικαίου, η Ελλάδα δεν είχε εγείρει θέμα για εμπόδιο στην ενταξιακή πορεία της Αλβανίας. Αυτό προέκυψε μετά και το επεισόδιο της Χιμάρας και την υφαρπαγή του Δήμου από τον Φρέντη Μπελέρη. Θέλω να ρωτήσω: ο κύριος Ράμα εμφανίστηκε προχθές στην Αθήνα ουσιαστικά θεωρώντας ότι το θέμα έχει λήξει και ότι μπορούμε να συνεχίσουμε πάλι από την αρχή. Ότι τα σβήνουμε όλα και προχωράμε από την αρχή. Είναι έτσι; Δηλαδή, στη Χιμάρα ποια είναι τώρα η θέση της Ελλάδας; Ποια είναι η απαίτησή μας απέναντι στην αλβανική πλευρά για την τήρηση του κράτους Δικαίου που είπατε πριν;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι δύο διαφορετικά ζητήματα…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ακόμα δηλαδή και αν ο Φρέντη Μπελέρης εκλεγεί μεθαύριο ως ευρωβουλευτής, το θέμα λήγει και για εμάς έτσι;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αντιλαμβανόμαστε κατ’ αρχάς ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο ιστορικό σημείο στις ευρωαλβανικές σχέσεις. Αυτή τη στιγμή δεν έχει καν ανοίξει το κεφάλαιο, το οποίο αφορά τα θεμελιώδη. Το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο θα ανοίξει, είναι ακριβώς η τήρηση των θεμελιωδών ελευθεριών. Καταλαβαίνουμε ότι όλα τα ζητήματα, τα οποία αφορούν τη Χιμάρα, όλα τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τα ζητήματα που αφορούν την τήρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, θα τεθούν ακριβώς όταν ανοίξει το κεφάλαιο για τα θεμελιώδη και εκεί θα αξιολογηθούν όλα τα ζητήματα της Χιμάρας. Άρα, αυτή τη στιγμή η ελληνική πλευρά παρακολουθεί. Είναι σε μία πάρα πολύ αυστηρή κατάσταση σε ό,τι αφορά την επιτήρησή μας. Νομίζω ότι και στην Ευρώπη υπάρχει μία πλήρης κατανόηση του φαινομένου. Έχουν ενημερωθεί οι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως και οι Ευρωπαίοι Επίτροποι για την κατάσταση και νομίζω ότι όταν έρθει η ώρα η ελληνική πλευρά θα θέσει τα ζητήματα στην αντικειμενική τους διάσταση. Εμείς δεν πρόκειται ποτέ να κάνουμε υπερβολές στην άσκησή μας και δεν πρόκειται να κάνουμε συναλλακτικές πολιτικές. Εκείνο το οποίο θέλουμε να διασφαλίσουμε είναι ότι κάθε κράτος, το οποίο μπαίνει στην ευρωπαϊκή οικογένεια, μπαίνει με όρους δημοκρατίας και κράτους Δικαίου, και αυτό θα μεριμνήσουμε έτσι ώστε να εφαρμοστεί απολύτως.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Να ορίσουμε τι είναι οι παραχωρήσεις, στις οποίες αναφερθήκατε νωρίτερα και για την περίπτωση της επίσκεψης του κυρίου Ράμα; Σας κατηγορεί η αντιπολίτευση για σιωπή. Τι πιο προκλητικό, λένε, από ακριβώς την ημερομηνία συμπλήρωσης ενός έτους από τη σύλληψή του να έρθει στο Γαλάτσι, στην Ελλάδα και να κάνει αυτή την ομιλία, ένα χρόνο πριν τις εκλογές. Ο ίδιος θεωρεί ότι είναι στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας. Τι απαντάτε σε αυτό; Θα μπορούσατε να το αποφύγετε; Να πείτε όχι;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Να ξεκινήσω από μία γενική παρατήρηση: ότι στα εθνικά θέματα οφείλουμε να έχουμε αυστηρότητα και ακεραιότητα στις διαπιστώσεις μας. Ιδίως σε ό,τι αφορά τις ανακοινώσεις της αντιπολίτευσης, εγώ πάντοτε τις μελετώ με προσοχή, πλην όμως διαπιστώνω ότι υπάρχει πάντοτε άρνηση, αλλά ποτέ θέση.
Στα ελληνοτουρκικά διαπιστώνω ότι συμφωνούν όλοι ότι θα πρέπει να υπάρξει ελληνοτουρκικός διάλογος, αλλά διαφωνούν στα επιμέρους, τα οποία δυσκολεύομαι να κατανοήσω. Εφευρίσκουν υποχωρητικότητα εκεί που δεν υπάρχει. Θέλω να υπάρχει μία σαφήνεια. Εμείς έχουμε μία σαφή θέση. Έχουμε πάρει την ψήφο του ελληνικού λαού. Υπάρχει μία πολιτική εντολή, αυτό θα πράξουμε. Θα προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πλαίσιο της πλήρους τήρησης της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση ας μας πει επιτέλους: θέλει να προχωρήσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος; Θέλει να βρισκόμαστε σε συζήτηση; Θέλει να συνεχιστεί η κατάσταση ηρεμίας που υπάρχει σήμερα, χωρίς μεταναστευτικές ροές, χωρίς παραβιάσεις του εναέριου χώρου και με ένα συντονισμένο και προγραμματισμένο διάλογο;
Σε ό,τι αφορά το κομμάτι της Αλβανίας. Ακούω πράγματι τον αφορισμό: “μα γιατί ήρθε;” Πράγματι, ήταν άκαιρη η επίσκεψη του κυρίου Ράμα, διότι είμαστε ένα χρόνο πριν από τις εκλογές στην Αλβανία, ενώ είμαστε μόλις λίγες μέρες πριν από τις εκλογές στην Ελλάδα για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όμως, η Ελλάδα είναι ένα κράτος Δικαίου, είναι μία δημοκρατία. Η Ελλάδα ποτέ δεν πρόκειται να απαγορεύσει σε έναν Ευρωπαίο ηγέτη να έρθει και να απευθυνθεί στη διασπορά του. Θεωρώ ότι είναι μέσα στον σκληρό πυρήνα της δημοκρατίας. Και εγώ, όπως και ο πρωθυπουργός και όλοι οι ηγέτες, όταν πηγαίνουμε στο εξωτερικό συναντόμεθα με την ελληνική διασπορά. Δεν υπάρχει ποτέ πιθανότητα να απαγορευθεί αυτή η επικοινωνία. Άρα, όταν η αντιπολίτευση έρχεται και αναφέρει ότι: “μα ξέρεις, θα έπρεπε να είσαι πιο αυστηρός”, εννοούν να απαγορεύσουμε την είσοδο στον κύριο Ράμα; Η απάντηση είναι σαφής: όχι. Εμείς θα παραμείνουμε, με το οποιοδήποτε πολιτικό τίμημα, να έχουμε μία αυστηρή πολιτική αρχών, πιστή εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου. Υποχωρήσεις σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη η ελληνική κυβέρνηση δεν θα κάνει. Άρα, ακόμα και όταν διαφωνούμε επί του χρονισμού, εμείς θα δεχόμαστε πάντοτε ότι έχει δικαίωμα ένας ξένος ηγέτης να απευθύνεται στους πολίτες του.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μάλιστα. Ευχαριστούμε πάρα πολύ, κύριε Γεραπετρίτη, για τη συνομιλία που είχαμε και για το που ήρθατε έτσι ενώ ξέρουμε ότι φτάσατε αργά χθες το βράδυ από την Άγκυρα. Πιστεύουμε θα έχουμε την ευκαιρία να τα ξαναπούμε και μέσα στο καλοκαίρι. Με την ελπίδα κάποτε να έχουν φτιάξει τα πράγματα και στην ευρύτερη γειτονιά μας, συνολικά το λέω τώρα, δεν εξαρτάται μόνο από εμάς.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είμαι εξαιρετικά ανήσυχος για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα για τη Μέση Ανατολή. Τις επόμενες ημέρες και πάλι η ελληνική διπλωματία θα αναλάβει πρωτοβουλία για τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής. Θα υποδεχθώ στο Υπουργείο Εξωτερικών, τις επόμενες ημέρες, και τον Αιγύπτιο Υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος έχει έναν κομβικό ρόλο στις συζητήσεις που γίνονται για την εξεύρεση βιώσιμης λύσης. Νομίζω ότι η οικουμένη ολόκληρη αυτή τη στιγμή απαιτεί να υπάρξει πλήρης εκεχειρία και ανθρωπιστική βοήθεια για να σταματήσει η καταστροφή αυτή.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Να είστε καλά, σας ευχαριστούμε πολύ.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Να είστε καλά.
14 Μαΐου, 2024