ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Με τον Υπουργό των Εξωτερικών, τον κύριο Γιώργο Γεραπετρίτη θα συζητήσουμε τώρα. Κύριε Υπουργέ, καλή σας ημέρα.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Καλημέρα, κύριε Παπαδημητρίου. Καλή εβδομάδα να έχουμε. Ευχαριστώ για την τιμητική σας πρόσκληση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εγώ ευχαριστώ που δεχτήκατε. Θέλω να μας πείτε πρώτα απ’ όλα, ο θάνατος τώρα, το δυστύχημα αυτό με τον Πρόεδρο του Ιράν, τι επιπτώσεις μπορεί να έχει; Να μη σας πω εγώ ότι τσίμπησε λίγο το πετρέλαιο, ήταν αναμενόμενο. Οι αγορές δεν ξέρουν τι να κάνουν με τέτοια ζητήματα, είναι και ιδιαίτερο το καθεστώς του Ιράν. Πώς μπορεί να επηρεάσει όμως σε μία περιοχή που είναι ήδη σε αναβρασμό;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πρόεδρος Ραϊσί ήταν προφανώς ο δεύτερος πιο σημαντικός άνθρωπος στο Ιράν μετά τον ανώτατο ηγέτη, τον Αλί Χαμενεΐ. Είναι προφανές ότι θα υπάρξει μία σχετική αναταραχή στη μεταβατική περίοδο. Εντός 50 ημερών θα πρέπει να κληθούν οι πολίτες να ψηφίσουν τον νέο Πρόεδρο. Η πραγματικότητα είναι ότι το Ιράν έχει ένα πολύ κλειστό και αυστηρό σύστημα, οπότε η αίσθηση την οποία αποκομίζω είναι ότι δεν θα υπάρξει σοβαρή ανατάραξη. Η αντίδραση των αγορών και ιδιαιτέρως των αγορών πετρελαίου είναι προφανής. Αλλά από την άλλη πλευρά νομίζω ότι θα επέλθει η εξομάλυνση. Ο Υπουργός Εξωτερικών επίσης ήταν σημαντικός για το συνολικό πλέγμα αρμοδιοτήτων μέσα στο Ιράν. Είχαμε και τακτική επαφή.
Να εκφράσω δια της συχνότητάς σας τα συλλυπητήριά μου στους Ιρανούς και την ιρανική κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, η αίσθησή μου είναι ότι παρά τις μικρές μεταβατικές διακυμάνσεις, δεν θα υπάρξει αλλαγή ούτε της εξωτερικής πολιτικής, ούτε της αντίδρασης, νομίζω, της περιφερειακής ή της διεθνούς απέναντι στο Ιράν.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, θα ήθελα παρακαλώ να μου εξηγήσετε και να εξηγήσετε στις ακροάτριες και τους ακροατές μας τι τελικώς επιδιώκουμε πηγαίνοντας -και βεβαίως το έχουμε πει πολλές φορές εδώ σ’ αυτή τη συχνότητα και νομίζω ότι όλοι έχουμε συμφωνήσει σε αυτό, πλην ορισμένους ακραίους - στην Άγκυρα ή γενικότερα με την Τουρκία;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κατ’ αρχάς, κύριε Παπαδημητρίου, να επισημάνουμε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική, κατά την άποψή μου και υπό τις εντολές του Πρωθυπουργού, θα πρέπει να εδράζεται στη λογική ότι αναπτύσσουμε σχέσεις καλής γειτονίας, σχέσεις συμμαχικές, οι οποίες θα δημιουργήσουν συνθήκες ηρεμίας και ευημερίας για τη χώρα μας. Θέλω να πω ότι αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν σε περιόδους, οι οποίες είναι εξαιρετικά ταραγμένες. Νομίζω ότι δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίζει το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή οι δύο πόλεμοι στην περιοχή μας, αλλά επιπλέον και η μεγάλη αναταραχή που υπάρχει σε ευάλωτες περιοχές του πλανήτη, οι οποίες είναι πολύ κοντινές μας, όπως είναι η Αφρική και ιδίως η Υποσαχάρια Αφρική, δημιουργούν συνθήκες οι οποίες μπορούν να ταράξουν την ελληνική εξωτερική πολιτική, την ελληνική διπλωματία, την ελληνική θέση στη διεθνή σκηνή.
Για τον λόγο αυτό προσπαθούμε παράλληλα να αναπτύξουμε πυλώνες ισχύος για τη χώρα μας. Οι πυλώνες αυτοί είναι τρεις. Είναι ο πυλώνας της οικονομίας στον οποίο γνωρίζετε καλύτερα εμού ότι η Ελλάδα βαδίζει με σταθερά βήματα μπροστά. Είναι ο πυλώνας της άμυνας, την οποία ενισχύουμε μετά από μία δεκαετία στην οποία υπήρξε, λόγω της μείζονος οικονομικής κρίσης, σημαντική ύφεση τόσο σε επίπεδο εξοπλισμών όσο και σε επίπεδο προσωπικού. Και βεβαίως στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, της ελληνικής διπλωματίας, όπου καταφέρνουμε σταδιακώς και χτίζουμε μεγάλες συμμαχίες, ενισχύουμε το διπλωματικό κεφάλαιο της χώρας. Μπορούμε αυτή τη στιγμή να συνομιλούμε με όρους ισότητος και ενίοτε ισχύος, με όλους τους διεθνείς δρώντες, καθώς επίσης και με διεθνείς οργανισμούς. Και εξ αυτού του λόγου είναι νομίζω μία καλή στιγμή να μπορέσουμε να αναπτύξουμε τις καλές μας σχέσεις.
Με ρωτάτε τι είναι εκείνο το οποίο επιδιώκουμε με την Τουρκία. Θα σας πω το εξής. Υπάρχει ένας ελάσσων στόχος, ο οποίος είναι να παραμείνει μία κατάσταση ηρεμίας στην γειτονιά μας. Όπου ηρεμία νοείται να μην έχουμε προβλήματα σε ό,τι αφορά παραβιάσεις, να μην έχουμε προβλήματα μεταναστευτικών ροών. Και τα δύο τα ζήσαμε με πολύ μεγάλη ένταση τα προηγούμενα χρόνια. Καθώς, επίσης, και να δημιουργηθεί ένας πάγιος μηχανισμός μέσω του οποίου θα μπορούμε να αποσυμπιέζουμε τις εντάσεις. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, κύριε Παπαδημητρίου - διότι οι διαφορές υπάρχουν και θα υπάρχουν - να μπορούμε τις διαφορές αυτές να τις διαχειριζόμαστε με έναν τρόπο που δεν θα οδηγούν σε κρίσεις. Διότι οι κρίσεις μπορεί να οδηγήσουν σε εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα και για τη χώρα μας και για την περιοχή μας. Άρα μηχανισμοί αποσυμπίεσης. Αυτό από την ελάσσονα πλευρά.
Το μείζον είναι να μπορέσουμε να δούμε μπροστά. Το να δούμε μπροστά προϋποθέτει να κάνουμε έναν διάλογο ο οποίος θα είναι ειλικρινής και βαθύς. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι έχουμε πολύ διαφορετικές αφετηρίες σε ό,τι αφορά τις βασικές μας θέσεις σε μεγάλα ζητήματα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Επιτρέψτε μου να σας κάνω μία ερώτηση.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Παρακαλώ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εμείς έχουμε την αντίληψη από την πλευρά μας ότι δεν έχουμε κάτι με επιθετικό τρόπο να χωρίσουμε με τους γείτονες. Υπάρχει ένα θέμα που μας απασχολεί, το οποίο θέλουμε να μην το λύσουμε επιθετικά, από την πλευρά μας. Προτιμούμε να το έχουμε συζητήσει. Είναι η υπόδειξη της ΑΟΖ εκ μέρους της Ελλάδος. Και υπάρχει η εντύπωση ότι αυτό το θέμα δεν έχει μπει ούτε πρόκειται ποτέ να μπει στο τραπέζι.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η απάντηση είναι σαφής. Έχουμε επιλέξει έναν οδικό χάρτη, ο οποίος βασίζεται πάνω σε συγκεκριμένες αρχές, μεθοδολογικά επεξεργασμένες. Υπάρχει μία επαγγελματική προετοιμασία, και θέλω να το τονίσω αυτό, υπάρχει μία εξαιρετικά καλή προετοιμασία και από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών και συνολικά από την πολιτική ηγεσία. Ποια είναι η λογική μας; Είναι ότι θα πιάσουμε το νήμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων βήμα-βήμα, ξεκινώντας από τα λιγότερο σύνθετα και βαδίζοντας προς τα πιο δύσκολα.
Η επιλογή λοιπόν ήταν σε πρώτη φάση να μπορέσουμε να περιορίσουμε τις εστίες έντασης. Για τον λόγο αυτό νομίζω ότι έχουν γίνει πολύ μεγάλα βήματα στο επίπεδο το μεταναστευτικό, των παραβιάσεων, της ηρεμίας στο Αιγαίο, ακόμη-ακόμη και της ρητορικής που χρησιμοποιούν τα μέρη.
Το δεύτερο βήμα είναι να χτίσουμε πάνω σε αμοιβαίως επωφελή μέτρα. Και είναι σημαντικό να μπορέσουμε να έχουμε μέτρα τα οποία ωφελούν τις δύο οικονομίες, αλλά παράλληλα φέρνουν και κάπως πιο κοντά τους δύο λαούς. Γιατί αυτό συμβάλλει πολύ στην αμοιβαία κατανόηση, όπως είναι παραδείγματος χάρη σύντομες θεωρήσεις για Τούρκους πολίτες στα ελληνικά νησιά.
Το τρίτο και μεγάλο βήμα είναι, όπως σωστά είπατε, να μπορέσουμε να δούμε τη μεγάλη διαφορά μας. Τη διαφορά, η οποία η μόνη που μπορεί να αχθεί και σε διεθνή δικαιοδοσία, που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Είναι φιλοδοξία μας να πιάσουμε το ζήτημα αυτό. Διότι θέλω να είμαι σαφής, κύριε Παπαδημητρίου. Βεβαίως μπορούμε να παρατείνουμε και το επιχειρούμε όσο το δυνατόν περισσότερο, να έχουμε μία ήρεμη γειτονιά. Παραμένει όμως το μεγάλο ζήτημα και όσο παραμένει, είναι προφανές ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να έχουμε μία παλινδρόμηση. Η πραγματικά ήρεμη γειτονιά, η μακρά ευημερία θα έλθει όταν θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε το μεγάλο μας ζήτημα, που είναι η οριοθέτηση. Η ελπίδα μας είναι ότι θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε τις συζητήσεις αυτές.
Θα δώσουν, εκτιμώ, την εντολή σε μία από τις επόμενες συναντήσεις τους οι δύο ηγέτες, έτσι ώστε οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών να ξεκινήσουν τις συζητήσεις για το θέμα της οριοθέτησης. Είναι ένα ζήτημα το οποίο έχει εξαιρετικά σύνθετα νομικά χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα έχει βεβαίως το πλεονέκτημα παγίως, όπως γνωρίζετε, να ερείδεται στο Διεθνές Δίκαιο σε ό,τι αφορά τα επιχειρήματά της. Θα συνεχίσουμε να το πράττουμε. Και θέλω να πιστεύω ότι είναι μία κατάλληλη ιστορική στιγμή για να μπορέσουμε να συζητήσουμε με νηφαλιότητα το δύσκολο αυτό κεφάλαιο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Άρα η φιλοδοξία μας είναι να έχουμε ένα καλό περιβάλλον συζήτησης που δεν το είχαμε μέχρι πριν λίγο καιρό. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, εφόσον επιβεβαιωθεί στα υπόλοιπα χρόνια της θητείας της παρούσας πλειοψηφίας και του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη, αν δοθεί η ευκαιρία, να βάλουμε αυτό το θέμα, το μεγάλο ζήτημα που έχουμε και είναι τώρα σε εκκρεμότητα, τόσες δεκαετίες.
Το ερώτημα είναι και είναι ερώτημα όλων - αν και εφόσον βεβαίως συνεχιστεί αυτό το καλό κλίμα στις σχέσεις μας, η δυνατότητα δηλαδή πρακτικά να συζητούμε για όποια θέματα προκύπτουν ευθέως και όχι μέσω των αεροπλάνων που πετάνε πάνω από το Αιγαίο. Στο διάστημα που θα μένει μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές θα βρείτε και θα καταφέρετε να βάλετε αυτό το μεγάλο θέμα και να ρυθμιστεί, έτσι όπως πολύ ωραία το θέσατε, η υφαλοκρηπίδα και η οικονομική ζώνη, η ΑΟΖ που λέμε;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θέλω να είμαι σαφής κ. Παπαδημητρίου. Δουλεύουμε ενεργά έτσι ώστε να μπορέσουμε να συζητήσουμε και για το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Και δουλεύουμε ενεργά, υπό την έννοια ότι αφενός επιχειρούμε πάντοτε να δημιουργήσουμε κατάλληλες συνθήκες μέσω αμοιβαίας ειλικρίνειας και κατανόησης, προσπαθώντας πάντοτε να αποσυμπιέζουμε τις εντάσεις και να ελέγχουμε τις διαφωνίες μας και αφετέρου εργαζόμενοι, έτσι ώστε να μπορέσουμε να διαχειριστούμε τα σύνθετα τεχνικά ζητήματα. Ξέρετε, κύριε Παπαδημητρίου, έχουν υπάρξει για το ζήτημα της οριοθέτησης 64 γύροι διερευνητικών επαφών τα τελευταία χρόνια. Εξήντα τέσσερις. Οι οποίοι απέτυχαν. Γιατί απέτυχαν;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τι διερευνούν, κύριε Υπουργέ αυτοί;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η διερεύνηση ήταν αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα που συζητούμε, δηλαδή το ζήτημα της οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της υφαλοκρηπίδας. Έχουν γίνει επανειλημμένως τεχνικές συζητήσεις τα τελευταία 20 χρόνια, οι οποίες δυστυχώς δεν κατέληξαν πουθενά. Και δεν κατέληξαν, κατά την άποψή μου, διότι εκείνο το οποίο απέλειπε ήταν στην πραγματικότητα το ευρύτερο περιβάλλον μιας πιο ανοιχτής και ειλικρινούς σχέσης, η οποία θα αναπτυσσόταν. Μια σχέση η οποία θα ήταν, να μου επιτρέψετε να πω το εξής, μια σχέση διαβουλευτική. Να μπορούμε να συζητούμε, να επιχειρούμε να κατανοούμε τις θέσεις του συνομιλητή μας. Προφανώς να προβάλλουμε και να επιχειρηματολογούμε υπέρ των δικών μας θέσεων, αλλά να έχουμε μια στάση η οποία θα είναι περισσότερο διαβουλευτική.
Κάθε φορά που συζητούσαμε, πηγαίναμε δυστυχώς ένα βήμα πιο πίσω, στην προσπάθεια να μπορέσουμε να επιλύσουμε το χρόνιο ζήτημά μας. Γιατί; Διότι ακριβώς λόγω της έλλειψης αμοιβαίας κατανόησης κάθε φορά ερχόμασταν και προβάλλαμε ένα επιχείρημα, το οποίο απέκλινε αντί να συγκλίνει στις θέσεις μας. Η προσπάθειά μας είναι να μπορέσουμε να έχουμε ένα πνεύμα, το οποίο θα φέρει τη συζήτηση λίγο πιο μπροστά. Και θέλω να σας πω κ. Παπαδημητρίου ότι για μας και για μένα προσωπικά η εξωτερική πολιτική έχει τη μεγάλη αξία να μπορεί να δημιουργεί συνθήκες ευημερίας για το μέλλον. Δεν είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να δημιουργεί ένταση και ανασφάλεια για τους πολίτες. Ο μεγάλος στόχος που έχω θέσει εγώ για τον εαυτό μου είναι οι πολίτες να αισθάνονται ασφάλεια και εμπιστοσύνη για τη θέση της χώρας τους στο διεθνές στερέωμα, για τη θέση της χώρας τους απέναντι στους γείτονές τους. Και αισθάνομαι πραγματικά ότι έχουν γίνει βήματα έτσι ώστε να εμπεδωθεί το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Αρκεί να δείτε νομίζω, σε ποια θέση στο επίπεδο ανησυχίας των πολιτών ήταν τα ελληνοτουρκικά ένα χρόνο πριν και που είναι τώρα.
Δυστυχώς υπάρχουν άλλα θέματα πολύ μείζονα, τα οποία γνωρίζετε πολύ καλά, όπως είναι η οικονομία και η ακρίβεια που απασχολούν ευλόγως τους πολίτες. Αυτή τη στιγμή όμως, φαίνεται ότι οι Έλληνες πολίτες θέλουν τη συζήτηση με την Τουρκία, όπως αποδεικνύουν και οι δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης. Αλλά νομίζω έχουμε φτάσει και σε ένα επίπεδο, έτσι ώστε πλέον, ακριβώς επειδή η θέση της χώρας μας έχει ενισχυθεί σημαντικά στο διεθνές στερέωμα, να μπορούν να αισθάνονται ασφάλεια για τη θέση της χώρας μας. Και αυτό είναι νομίζω ένα επίτευγμα σημαντικό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Γεραπετρίτη είναι ο κατευνασμός μια μέθοδος συζήτησης με την Τουρκία;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η απάντηση είναι σαφής. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως κατευνασμός. Και νομίζω ότι αυτού του τύπου οι ανέξοδοι βερμπαλισμοί χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μία σχέση αναγκαιότητας, διότι όταν δύο γείτονες συνυπάρχουν αναγκαστικά γεωγραφικά είναι συνθήκη αναγκαιότητας, δεν είναι συνθήκη πάντοτε επιλογής. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως κατευνασμός. Αυτό το οποίο υπάρχει είναι διαβούλευση. Να καθίσουμε, να μπορούμε να συζητούμε σε τόνους ευπρέπειας, σε τόνους κατανόησης, αντιλαμβανόμενοι ότι υπάρχουν θεμελιώδεις βασικές θέσεις, στις οποίες δεν μπορεί να υπάρχει εξ ορισμού σύγκλιση, επειδή ξεκινούν από διαφορετικές ιστορικές αφετηρίες και είναι σημαντικά αποκλίνουσες.
Από την άλλη, όμως πλευρά, να μπορούμε να βρούμε τα σημεία εκείνα στα οποία είναι δυνατή η σύγκλιση, να χτίσουμε πάνω σ’ αυτά, να δούμε τις θέσεις τις οποίες διατυπώνουμε και να μπορέσουμε να έχουμε ένα πλαίσιο κατανόησης, το οποίο θα μπορεί να μας εξασφαλίσει ότι δεν θα φτάσουμε σε ένα σημείο η ένταση και η διαφορά να δημιουργήσει κρίση, να δημιουργήσει πόλεμο. Δουλεύουμε πάρα πολύ με το βλέμμα στο μέλλον, αλλά απέναντι σε ένα ειρηνικό μέλλον.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τελευταία ερώτηση, κύριε Υπουργέ. Θα καταργήσουμε τη Συμφωνία των Πρεσπών;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα προς ώρας. Νομίζω είναι πάρα πολύ σαφές ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα θέμα, το οποίο έχει προκύψει από τις εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία. Εμείς σεβόμαστε προφανώς το αποτέλεσμα το εκλογικό στη Βόρεια Μακεδονία. Εκείνο το οποίο επισημαίνουμε πάντοτε με έμφαση είναι ότι ανεξάρτητα από τις διαφορές που μπορεί να έχει - τις ιδεολογικές, τις πολιτικές διαφορές - η νέα πολιτική ηγεσία απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών, αυτή είναι μία διεθνής συνθήκη, η οποία έχει κυρωθεί, δεν τροποποιείται ούτε αναθεωρείται μονομερώς από τα μέρη. Συνιστά ένα πάρα πολύ βασικό κόμβο πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η διεθνής σχέση της Βόρειας Μακεδονίας. Αυτονοήτως, η Ευρωπαϊκή Ένωση αξιολογεί τα ζητήματα της Συμφωνίας των Πρεσπών και της πλήρους και συνεπούς εφαρμογής της. Και για τον λόγο αυτό νομίζω ότι η πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας θα αξιολογήσει τα ζητήματα αυτά και θα συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Να επισημάνω ότι η ελληνική πλευρά παρακολουθεί το ζήτημα της καλή τη πίστει εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Γνωρίζετε πολύ καλά, κύριε Παπαδημητρίου, ότι η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία, ως αντιπολίτευση, είχε εγκαίρως επισημάνει τα γκρίζα σημεία της Συμφωνίας. Είχε σοβαρά τεχνικά θέματα, τα οποία δυστυχώς αναδείχθηκαν συν τω χρόνω. Κι εγώ ο ίδιος είχα επισημάνει αμέσως μόλις κατέστη δημόσια η συμφωνία, τα νομικά προβλήματα τα οποία είχε και τα οποία δημιουργούν συνθήκες ανάφλεξης στο μέλλον.
Και για τον λόγο αυτό αντιμετωπίζω σήμερα με ιδιαίτερη ενόχληση και όσα λέγονται, ότι εγώ συμμετείχα δήθεν στη συγγραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν έγινε. Ούτε κατά διάνοια. Δεν γνώριζα καν ούτε μία γραμμή από τη Συμφωνία πριν αυτή καταστεί δημόσια. Αλλά να σας πω και την αλήθεια, δεν θα γινόταν να συμβεί αυτό, διότι αν είχα κληθεί δεν υπήρχε καμία περίπτωση να είχα διαλάβει όρους, οι οποίοι θα δημιουργούσαν τέτοια ζητήματα. Σήμερα για μένα το σημαντικό είναι ότι θα πρέπει να τηρήσουμε τα συμφωνημένα, όχι επειδή συμφωνούμε με αυτά, αλλά επειδή είναι συνθήκη για τη συνέχεια και τη σταθερότητα, η οποία δημιουργήθηκε, όπως δημιουργήθηκε. Και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να διαμορφώνουμε ένα μονομερές πλαίσιο πάνω στο οποίο να χτίζονται πολιτικές καριέρες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
20 Μαΐου, 2024