ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Καλημέρα! Χρόνια πολλά!
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Χρόνια πολλά κύριε Τσίμα, χρόνια πολλά στους ακροατές. Είναι μεγάλη τιμή να βρίσκομαι σήμερα εδώ. Και η αλήθεια είναι ότι έχω την τιμητική μου, διότι καταλαβαίνω ότι όλη η ειδησεογραφία σας είναι σχετικά με την εξωτερική πολιτική, οπότε δεν ξέρω αν θα έχουμε επαρκή χρόνο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό από μία άποψη, γιατί είναι σημάδι ότι ζούμε σε έναν κόσμο ταραγμένο και σε μία περιοχή που αρχίζει να κάνει κύματα.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι δύο οι διαστάσεις, κύριε Τσίμα. Η πρώτη διάσταση είναι η διεθνής. Πράγματι, ζούμε σε έναν εξαιρετικά ασύμμετρο κόσμο. Την τελευταία διετία θα έλεγα, έχουν αναπτυχθεί εξαιρετικά ισχυρά αντισώματα ασυμμετρίας στον κόσμο. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι υπάρχουν εν δυνάμει πολλές εστίες, οι οποίες μπορούν εν τέλει να αποδειχθούν καταστροφικές.
Δεν είναι μόνο τα προφανή, κύριε Τσίμα. Δεν είναι μόνο η Ουκρανία, δεν είναι μόνο η Μέση Ανατολή. Αυτή τη στιγμή η Αφρική, ιδίως η Υποσαχάρια Αφρική, είναι πραγματικά ένα ναρκοπέδιο. Έχουμε πολλά τα οποία συμβαίνουν και στην Ασία και στη Λατινική Αμερική. Γενικά είναι ένας κόσμος εξαιρετικά ευάλωτος και ασύμμετρος.
Η εθνική μας διάσταση είναι ότι σε αυτόν τον ασύμμετρο κόσμο προσπαθούμε να οικοδομήσουμε έναν πυλώνα ασφάλειας στην Ελλάδα, έναν πυλώνα ο οποίος δεν θα επηρεάζεται από εξωτερικά γεγονότα.
Χαίρομαι για το γεγονός, κύριε Τσίμα, ότι μολονότι συμβαίνουν όσα συμβαίνουν στη διεθνή αρένα - και είναι ζητήματα τα οποία έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και επηρεάζουν όλη την οικουμένη - εντούτοις βλέπω στις δημοσκοπήσεις ότι οι Έλληνες πολίτες δεν ανησυχούν για τη θέση της Ελλάδος, για την εθνική της θέση. Δεν ανησυχούν για την υπόστασή της, για την ασφάλειά της. Και αυτό είναι και ο δικός μου στόχος. Να αισθάνονται οι Έλληνες πολίτες ασφαλείς και να είναι υπερήφανοι για τη χώρα τους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σωστό είναι. Δίκιο έχετε. Από την άλλη μεριά και οι Ευρωπαίοι πολίτες αισθάνονταν εξαιρετικά ασφαλείς και ήρεμοι την παραμονή που ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ευρώπη υπνοβατούσε προς το σφαγείο, αλλά οι πολίτες δεν το καταλάβαιναν…
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε. Ελπίζω να μην είστε μάντης κακών επών.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Όχι, όχι.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Προφανώς. Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη διεθνείς ενέργειες πάρα πολύ σημαντικές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι μεγάλες δυνάμεις της οικουμένης, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Υπάρχουν πολλές παράλληλες προσπάθειες να μπορέσει να αποκατασταθεί η διεθνής αρχιτεκτονική ασφαλείας, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Και είναι εξαιρετικά δύσκολο, πρώτον, επειδή υπάρχουν πολλοί ηγέτες ανά την υφήλιο, οι οποίοι αναπτύσσουν χαρακτηριστικά τα οποία είναι εξαιρετικά επιθετικά και αναθεωρητικά. Και από την άλλη πλευρά, επειδή πράγματι ο λαϊκισμός φαίνεται να επικρατεί σε πολλές γωνιές του κόσμου. Το μείγμα αυτών των δύο, δηλαδή ηγέτες αναθεωρητικοί και λαϊκισμός, είναι ένα πράγματι εκρηκτικό μείγμα.
Θέλω όμως να πω ότι για μας είναι μείζονος σημασίας η Ελλάδα να είναι πυλώνας ασφάλειας. Μια ισχυρή χώρα, η οποία θα μπορεί να συνομιλεί, αλλά με όρους αξιοπρέπειας και ευθυκρισίας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ελάτε τώρα να πάρουμε ένα-ένα τα θέματα του σημερινού δελτίου ειδήσεων. Αυτό που ακούσαμε πριν από λίγο. Αρχίζω από την τελευταία είδηση. Τα αποτελέσματα των εκλογών στη Βόρεια Μακεδονία. Οι εθνικιστές του VMRO επέστρεψαν. Έλεγα προηγουμένως το προεκλογικό του σύνθημα: «Κάντε τη “Μακεδονία” ξανά δική σας». Ανησυχείτε; Δηλαδή κινδυνεύουμε να ξαναγυρίσουμε στις σχέσεις με έναν μικρό γείτονα με τον οποίο είχαμε μπλέξει για δεκαετίες και κάπως ξεμπλέξαμε, να ξαναμπλέξουμε;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Το παρακολουθούμε από κοντά. Είμαστε έτοιμοι για όλα τα σενάρια. Εξάλλου η σωστή διπλωματία είναι η διπλωματία, η οποία κάνει πάντοτε σχεδιασμό για όλες τις δυνατές εξελίξεις.
Από την άλλη πλευρά, ευελπιστώ ότι δεν θα υπάρξει αλλαγή στην εξωτερική πολιτική αλλά και στα εσωτερικά θέματα της Βόρειας Μακεδονίας. Πράγματι, όπως σωστά είπατε, έχουμε μία μάλλον συντριπτική νίκη του VMRO. Η προεκλογική του ατζέντα εστιάστηκε πάνω και στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών και του κατά πόσον η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά μία αξιοπρεπή λύση για τους πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας.
Εγώ θέλω να πω το εξής για την περίπτωση αυτή. Η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση είχε θέσει, κύριε Τσίμα, και το θυμάστε, τα γκρίζα σημεία της Συμφωνίας των Πρεσπών. Από την άλλη πλευρά, ερχόμενοι στην κυβέρνηση, έχουμε τόσο την πολιτική όσο και τη νομική υποχρέωση όχι μόνο να σεβαστούμε τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά να μεριμνήσουμε έτσι ώστε να υπάρξει και πιστή εφαρμογή της, πράγμα το οποίο ερείδεται στο ίδιο το Σύνταγμά μας.
Όπως γνωρίζετε, οι συμφωνίες, οι οποίες κυρώνονται από τη Βουλή, υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Πράγμα το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι και να ήθελε η Ελλάδα, όπως και να ήθελε η Βόρεια Μακεδονία, δεν μπορούν μονομερώς να τροποποιήσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν μπορεί δηλαδή ένας εσωτερικός νόμος να έρθει και να αναθεωρήσει ή να καταργήσει τη Συμφωνία. Άρα είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να τηρούμε τα συμφωνημένα.
Μολονότι πράγματι υπήρξαν προεκλογικά ορισμένες ρητορικές εξάρσεις, εγώ αισθάνομαι ότι δεν θα διαταραχθεί αυτό το κλίμα, για τον επιπρόσθετο λόγο, κύριε Τσίμα, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί ένα τυπικό προαπαιτούμενο για την ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι το οποίο νομίζω δεν αμφισβητείται ως μείζων σκοπός της γείτονος χώρας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν μπερδεύεται δηλαδή και συνολικά η προσπάθεια, την οποία νομίζω ότι η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να υποστηρίζει, να διευρυνθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, να έρθουν κοντύτερα τα Δυτικά Βαλκάνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Με το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα δεν διευκολύνεται. Αυτό είναι βέβαιο.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αυτό να πω έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη διάσταση είναι η δική μας η εθνική. Όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα ήταν η επισπεύδουσα χώρα για την ένταξη των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από το 2003 και από τη Διάσκεψη της Θεσσαλονίκης. Εμείς είμαστε πάντοτε υπέρ της ένταξης στην ευρωπαϊκή οικογένεια όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων. Και τούτο διότι θεωρούμε ότι με τον τρόπο αυτό εδραιώνεται η ειρήνη και η ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή μας.
Από την άλλη πλευρά, ειδικά για τη Βόρεια Μακεδονία, θα ήθελα να πω, κύριε Τσίμα, ότι το μεγάλο πρόβλημα το οποίο νομίζω υφίσταται σήμερα, δεν είναι τόσο το ζήτημα της Ελλάδας και της Συμφωνίας των Πρεσπών, όσο κυρίως το ζήτημα της Βουλγαρίας. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξε μία μεγάλη ένταση μεταξύ της Βόρειας Μακεδονίας και της Βουλγαρίας, η οποία συνδεόταν με το ότι υπήρξε συμφωνία των δύο χωρών, έτσι ώστε η βουλγαρική μειονότητα στη Βόρεια Μακεδονία να αναγνωριστεί συνταγματικά. Υπήρξε μία προσπάθεια πράγματι για συνταγματική αναθεώρηση ώστε να υπάρξει η αναγνώριση αυτή. Δεν προχώρησε, διότι δεν υπήρξε η απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία. Η ένταξη στο Σύνταγμα της βουλγαρικής μειονότητας επίσης, όπως και η Συμφωνία των Πρεσπών, αποτελεί προϋπόθεση για την πρόοδο των ενταξιακών διαδικασιών.
Άρα, αυτή τη στιγμή η Βόρεια Μακεδονία με τη νέα της κυβέρνηση και τη νέα Πρόεδρο θα βρεθούν μπροστά σε σημαντικά διλήμματα. Η πεποίθηση και η ελπίδα μου είναι ότι θα συνεχίσει τον ευρωπαϊκό της δρόμο η γειτονική χώρα και δεν θα έχουμε αναζωπύρωση εθνικισμών και προβλημάτων του παρελθόντος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Περνάω στο δεύτερο θέμα από το δελτίο ειδήσεων που ακούσαμε πρόσφατα. Η επικείμενη άφιξη του Έντι Ράμα στην Αθήνα. Αναζητεί έναν χώρο για να μιλήσει σε μία συγκέντρωση σε ομοεθνείς του, σε Αλβανούς, οι οποίοι ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα. Καταλαβαίνω ότι αυτό φέρνει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Και αναρωτιέμαι αν μπλέξαμε χωρίς λόγο τις ελληνοαλβανικές σχέσεις αντιδρώντας, δικαίως μεν, στην εξαιρετικά άδικη μεταχείριση που είχε ο Φρέντη Μπελέρη στην Αλβανία, στη δίωξή του, η οποία ήταν εξωφρενική. Αλλά η αντίδραση με την ένταξη του Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας προκαλεί ως απάντηση την επίσκεψη του Ράμα. Σαν να παίζουμε ένα παιχνίδι, ας πούμε ένα «πινγκ πονγκ», συμβολικών κινήσεων που θα ενοχλήσει η μία πλευρά την άλλη. Είχαμε λόγο να μπλέξουμε;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θα μου επιτρέψετε να πω, κύριε Τσίμα, ότι δεν είναι μία διμερής διελκυστίνδα. Ποτέ τα ζητήματα του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, του σεβασμού των μειονοτήτων, του σεβασμού των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να είναι μία διμερής διελκυστίνδα. Είναι ένα ζήτημα το οποίο ανάγεται στην ουσία της κυριαρχίας και ανάγεται στον δημοκρατικό χαρακτήρα της κάθε χώρας.
Εκείνο το οποίο θέλω να τονίσω είναι ότι πράγματι ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας αποφάσισε, στο πλαίσιο μίας από μακρού χρόνου απόφασης για περιοδείες στην Ευρώπη και τον κόσμο για να συναντηθεί με την αλβανική διασπορά ενόψει των αλβανικών εκλογών του χρόνου, να έρθει και στην Αθήνα. Η Ελλάδα, κύριε Τσίμα, όπως γνωρίζετε, είναι ένα κράτος…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είχε ενημερώσει; Δηλαδή το Υπουργείο Εξωτερικών το ήξερε ότι θα γινόταν αυτό το ταξίδι;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θα σας πω αναλυτικά. Η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία έχει βαθιά εδραιωμένη τη δημοκρατική της συνείδηση, βαθιά εδραιωμένη τη λειτουργία του κράτους δικαίου. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι ουδέποτε θα μπορούσε να θέσει εμπόδιο στο να έρθει οποιοσδήποτε ξένος ηγέτης να απευθυνθεί στη δική του διασπορά, στους συμπατριώτες του. Άρα ουδέποτε θα θέταμε εμείς ζήτημα.
Εκείνο το οποίο πράγματι ισχύει - και νομίζω ορθώς το θέσατε - είναι ο άκαιρος χαρακτήρας της επίσκεψης αυτής, δεδομένου του γεγονότος ότι από τη μία πλευρά, οι αλβανικές εκλογές δεν είναι πριν το 2025 και από την άλλη πλευρά, βρισκόμαστε ήδη σε μία προεκλογική περίοδο εν όψει ευρωπαϊκών εκλογών. Δεν θεωρώ, για να σας είμαι εντελώς ειλικρινής, ότι θα επηρεάσει, επ’ ουδενί, τα ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με την δική μας πορεία προς τις ευρωεκλογές. Από την άλλη πλευρά, πρόκειται για μία κατά τη γνώμη μου άκαιρη επίσκεψη.
Βεβαίως και δεν θα εμποδίσουμε. Βεβαίως θα παρέχουμε όλη την ασφάλεια η οποία απαιτείται. Δεν εκτιμούμε ότι θα υπάρχει το οποιοδήποτε πρόβλημα στην επίσκεψη αυτή.
Να σας πω ότι τυπικώς ενημερώθηκε το Υπουργείο Εξωτερικών για την επίσκεψη αυτή μόλις προχθές, την Τρίτη. Και λαμβάνουμε όλα τα αναγκαία μέτρα. Σε ό,τι δε αφορά τον τόπο στον οποίο θα διεξαχθεί το γεγονός, η εκδήλωση του κυρίου Ράμα, είναι ένα θέμα το οποίο προφανώς αφορά την ίδια την αλβανική κυβέρνηση και την αλβανική Πρεσβεία, διότι πρόκειται για μία επίσκεψη ιδιωτικού χαρακτήρα. Δεν είναι μία επίσκεψη η οποία έρχεται κατόπιν πρόσκλησης της ελληνικής κυβέρνησης. Δεν είναι μία επίσκεψη για την οποία έχει ζητηθεί η οποιαδήποτε επισημότητα. Άρα τα σημεία τα οποία έχουν να κάνουν με τη διαχείριση του γεγονότος ανήκουν αμιγώς στην αλβανική πλευρά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτό. Πάντως, απ’ ό,τι καταλαβαίνω δεν θα τον διευκολύνει κιόλας η ελληνική κυβέρνηση να βρει έναν χώρο για να μιλήσει.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Δεν έχουμε κανένα απολύτως πρόβλημα, κύριε Τσίμα, στο να έλθει και να μιλήσει σε χώρο ο οποίος παρέχει τα εχέγγυα για την ασφάλεια. Θα απευθυνθεί σε συμπολίτες του. Έχει κάθε δικαίωμα να το πράξει. Εμείς ως ελληνική Πολιτεία θα μεριμνήσουμε έτσι ώστε να μην υπάρξει οποιοδήποτε ζήτημα από την εκδήλωση αυτή. Νομίζω ότι είναι σωστό οι ηγέτες να απευθύνονται στους συμπατριώτες τους. Εξάλλου και εμείς πάντοτε συνομιλούμε με την ελληνική διασπορά όταν βρισκόμαστε στο εξωτερικό. Σε κάθε όμως περίπτωση, καλό είναι να έχουμε μία μεγαλύτερη πολιτική προνοητικότητα στα ζητήματα αυτά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτή η κρίση με την Αλβανία που προέκυψε, και είπατε ότι δεν είναι διμερής γιατί αφορά θέματα κράτους δικαίου, αλλά έχει μία διμερή διάσταση διότι εμείς είμαστε η επισπεύδουσα χώρα, εμείς βρισκόμαστε απέναντι στα Τίρανα. Βλέπετε κάποιο φως στο βάθος του τούνελ; Πώς θα εκτονωθεί αυτή η κρίση; Γιατί δεν βλέπω να κάνει πίσω ο κύριος Ράμα σε τίποτα.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Δεν είμαστε εμείς το εμπόδιο κύριε Τσίμα. Αυτή είναι μία πραγματικότητα. Όπως ίσως γνωρίζετε, για να ανοίξουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας, το πρώτο κεφάλαιο για το οποίο θα αξιολογηθεί η Αλβανία είναι τα θεμελιώδη, δηλαδή η συμφωνία με το κράτος δικαίου, η συμφωνία με τις δημοκρατικές αρχές και με το ενωσιακό κεκτημένο.
Αντιλαμβανόμαστε ότι ο σεβασμός του κράτους δικαίου περνά μέσα και από τις εγγυήσεις που παρέχει το υποψήφιο κράτος μέλος στους πολίτες του σε ό,τι αφορά την άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Άρα το ζήτημα του Φρέντη Μπελέρη και της διαχείρισης της οποίας έτυχε - που είναι προφανές ότι έχει απολύτως ένα στοιχείο δυσαναλογίας - συνδέεται όχι με τις σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας, αλλά συνδέεται με το κατά πόσον το ευρωπαϊκό κεκτημένο βρίσκεται σε συμπόρευση με το τι συμβαίνει πράγματι στην Αλβανία. Και αν θέλουμε να δούμε αντικειμενικά τα πράγματα, στην περίπτωση αυτή είχαμε σοβαρότατες ενδείξεις ότι δεν υπήρξε σεβασμός σε θεμελιώδεις αξίες του κράτους δικαίου. Είναι όμως κάτι το οποίο θα αξιολογηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως ξέρετε, η ευρωπαϊκή αυτή πορεία περνάει και μέσα από την Ελλάδα. Εμείς επί της αρχής, όπως αναφέρθηκα και στη Βόρεια Μακεδονία, είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της Αλβανίας. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν πρέπει επ’ ουδενί να υπάρξει καμία παραχώρηση σε ό,τι αφορά το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις ευρωπαϊκές αξίες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η ατζέντα είναι φορτωμένη. Υπάρχει στον ορίζοντα ένα μεγάλο θέμα, η επικείμενη επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Τουρκία. Σε αυτό θα αφιερώσουμε τον υπόλοιπο χρόνο για να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τα μυστήρια των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτά που συνέβησαν πρόσφατα, με πιο πρόσφατο τα εγκαίνια της μετατροπής αυτής της σπουδαίας εκκλησίας - από τις πιο ωραίες που έχω δει στη ζωή μου - τη Μονή της Χώρας σε τζαμί, η οποία, επειδή είπαμε για άκαιρη επίσκεψη, και αυτή μοιάζει να έρχεται λίγο άκαιρα. Θα μπορούσε να γίνει δύο εβδομάδες αργότερα. Θα μπορούσε να περιμένει να τελειώσει η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού πριν το κάνει. Αλλά δεν είναι διμερές θέμα φυσικά η Μονή της Χώρας. Αλλά εν πάση περιπτώσει, τον υπόλοιπο χρόνο να τον αφιερώσουμε σε αυτό, κύριε Γεραπετρίτη.
Από τον Ιούλιο που συναντήθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο μιας Διάσκεψης του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας είναι σαν να ζούμε σε έναν διαφορετικό κόσμο, κύριε Γεραπετρίτη. Και όλα αυτά που άλλαξαν δεν κάνουν ευκολότερο το ταξίδι της Δευτέρας, νομίζω.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η αλήθεια είναι ότι σε ένα ασύμμετρο περιβάλλον καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη η οποιαδήποτε επικοινωνία. Θέλω όμως να πω στο σημείο αυτό, κύριε Τσίμα, ότι θεωρώ κρίσιμο να αποδραματοποιούμε τις συναντήσεις οι οποίες γίνονται μεταξύ των ηγετών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Θεωρώ δηλαδή σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε ως κανονικές επισκέψεις εργασίας αυτές οι οποίες γίνονται μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών, όπως άλλωστε συμβαίνουν καθημερινά επισκέψεις με ηγέτες άλλων κρατών. Είναι σημαντικό να βρισκόμαστε, να συζητούμε, να αποσυμπιέζουμε τις κρίσεις, να οργανώνουμε τα επόμενα βήματά μας, χωρίς κατ’ ανάγκη να αναμένουμε ότι θα έρθουν κάποιες υψηλές συμφωνίες. Και χωρίς από την άλλη πλευρά να περιμένουμε ότι θα υπάρχει από αυτό ένταση, κρίση ή οτιδήποτε άλλο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ένα λεπτό, γιατί τη δραματοποίηση τη δημιουργεί κατά κάποιο τρόπο η απόφαση του Ταγίπ Ερντογάν να κάνει τη Δευτέρα του Πάσχα, για μας, τα εγκαίνια της Μονής της Χώρας, της μετατροπής της σε τζαμί. Αυτό δεν είναι μια καινούργια απόφαση. Η απόφαση να μετατραπεί ξανά σε τζαμί η Μονή της Χώρας έχει ληφθεί από το 2020. Η Μονή της Χώρας, για όσους δεν την έχουν δει, είναι ένα από τα πιο λαμπρά δείγματα σπουδαίου, αυτού που ονομάζεται τέχνη της Βυζαντινής Αναγέννησης, δηλαδή των χρόνων των Παλαιολόγων. Έχει μερικά από τα ωραιότερα ψηφιδωτά και τις ωραιότερες τοιχογραφίες που υπάρχουν στον κόσμο. Το ‘48 από τζαμί μετατράπηκε σε μουσείο. Παρέμεινε μουσείο μέχρι προχθές που εγκαινιάστηκε ξανά ως τζαμί. Το γεγονός ότι αυτό έγινε μια εβδομάδα ακριβώς πριν την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού δημιουργεί μια δραματικότητα. Και θέλω να σας ρωτήσω ευθέως: πέρασε ποτέ από το μυαλό σας, από το μυαλό της κυβέρνησης, να αλλάξει κάτι στην επίσκεψη;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η απάντηση είναι όχι. Δεν πέρασε από το μυαλό μας να αλλάξει κάτι στην επίσκεψη. Ήταν πράγματι μία εξαιρετικά απογοητευτική εξέλιξη και ήταν απογοητευτική για τον χρονισμό στον οποίο συνέβη. Κυρίως όμως για την ουσία. Είπατε ότι ήταν άκαιρο το γεγονός ότι έγινε λίγο πριν την επίσκεψη. Εγώ θα έλεγα, κύριε Τσίμα, ότι και μετά την επίσκεψη να γινόταν θα ήταν εξίσου άκαιρο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και φυσικά γιατί η απόφαση η ίδια να μετατρέψεις ένα μουσείο του παγκόσμιου πολιτισμού σε τζαμί και συνεπώς να καλύψεις τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά, θα ήταν άκαιρη ούτως ή άλλως.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Και γι’ αυτόν τον λόγο θεωρώ ότι δεν θα επηρεαστεί η επίσκεψή μας. Και βεβαίως σωστά είπατε ότι είναι μία απόφαση η οποία είχε ληφθεί εδώ και τέσσερα χρόνια και εντάχθηκε η απόφαση για την εκκίνηση της λειτουργίας ως τεμένους, μαζί με άλλα 200 μνημεία στην Τουρκία την προηγούμενη Δευτέρα. Το γεγονός ότι συντελέστηκε πριν από την επίσκεψη, μάς δίνει και μία καλή ευκαιρία, κύριε Τσίμα, να θέσουμε το θέμα ενώπιον του Τούρκου Προέδρου και του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών, ακριβώς για να αντιληφθούν κι εκείνοι το πόσο πολύ μεγάλης σημασίας είναι όχι για την Ελλάδα, αλλά για την οικουμένη ολόκληρη. Όπως σωστά είπατε, η Μονή της Χώρας είναι ένα μνημείο παγκόσμιου πολιτισμού, απαράμιλλης πολιτιστικής αξίας. Όποιος έχει επισκεφθεί πραγματικά θεωρώ ότι πρέπει να έχει μείνει άναυδος από τον εσωτερικό του διάκοσμο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πέρα από τη θρησκευτικότητα, από το θρησκευτικό αίσθημα, είναι συγκινητική η ομορφιά αυτού του ναού.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι απίστευτη η αισθητική και νομίζω ότι είναι το πιο καλό δείγμα για να σε εισαγάγει στο πραγματικό Βυζάντιο. Είναι μία αίσθηση του βυζαντινού πολιτισμού, η οποία συμπυκνώνεται μέσα σε ένα μνημείο. Για τον λόγο αυτό, για την οικουμενικότητα του μνημείου, για τη διαχρονικότητα του μνημείου, ακριβώς για το γεγονός ότι εκφράζει την πολυπολιτισμικότητα και την ώσμωση των λαών και των πολιτισμών, θεωρώ ότι ήταν εξαιρετικά απογοητευτικό το τι συνέβη. Θα τεθεί όπως πρέπει να τεθεί.
Δεν θα αλλάξει προφανώς τα σχετικά με την επίσκεψή μας, όμως είναι μια καλή ευκαιρία να θέσουμε τα θέματα αυτά, αν και είναι από μακρού χρόνου. Ξέρω, κύριε Τσίμα, ότι πολύς κόσμος προβληματίζεται με τις εντάσεις, με τις δράσεις που πολλές φορές προέρχονται από την τουρκική πλευρά. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι αυτό δεν είναι ευχάριστο και δεν μας ικανοποιεί ούτε εμάς. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε όλοι, κύριε Τσίμα, ότι υπάρχουν βασικές θέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, από τις οποίες δεν πρόκειται να αποκλίνουμε.
Ήταν μια εξαρχής βασική παραδοχή ότι οι βασικές μας θέσεις δεν πρόκειται να αλλάξουν και δεν πρόκειται να αλλάξουν όχι επειδή είναι εδραιωμένες από μακρού χρόνου. Δεν πρόκειται να αλλάξουν, διότι είναι ένα μέρος της εθνικής στρατηγικής των δύο χωρών που καλλιεργείται για δεκαετίες και το οποίο θα συνεχίσει να καλλιεργείται. Εκείνο το οποίο επιδιώκουμε μέσω της ελληνοτουρκικής προσέγγισης είναι πρώτα από όλα να έχουμε μία περίοδο ησυχίας. Θέλω ιδιαιτέρως να εξάρω το γεγονός ότι τον τελευταίο χρόνο έχουμε σχεδόν μηδενίσει τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας. Και ξέρετε, αυτό δεν είναι μια οικονομική ή στρατιωτική διάσταση. Γιατί στην πραγματικότητα η κρίση προέρχεται από ατύχημα. Δεν προέρχεται συνήθως από οποιαδήποτε συνειδητή ενέργεια. Άρα είναι σημαντικό να μην έχουμε παραβιάσεις.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ατύχημα και κατόπιν κακή επικοινωνία.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Και το δεύτερο και πιο σημαντικό, από έλλειψη διαύλων, οι όποιοι δίαυλοι θα μπορούν να αποσυμπιέζουν τις κρίσεις. Τώρα έχουμε μία ανοιχτή επικοινωνία. Θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω ως σχετικά ειλικρινή επικοινωνία, την οποία έχω και εγώ με τον Τούρκο ομόλογό μου. Κύριε Τσίμα, τον τελευταίο χρόνο έχω αναλωθεί πάρα πολύ, έχω επενδύσει πολύ μεγάλο μέρος της ενέργειάς μου στο να συζητώ για όλα τα θέματα που προκύπτουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ακόμη και για τα μικρά. Ξέρετε, έχουμε εδραιώσει ένα κανάλι επικοινωνίας, έτσι ώστε ακόμη κι αν κάτι φαίνεται ότι είναι σχετικά ήσσονος σημασίας, να μπορούμε να το συζητούμε στο υψηλότερο επίπεδο, να μην ξεκινάει δηλαδή από χαμηλά και να καταλήγει όταν πια έχουν ωριμάσει οι συνθήκες έντασης, αλλά να μπορούμε να συζητούμε στο υψηλότερο επίπεδο και να επιλύουμε την όποια διαφωνία πριν προκληθεί κρίση. Για μένα είναι εξαιρετικά σημαντική η διαδικασία για την πρόληψη των κρίσεων, κύριε Τσίμα και νομίζω ότι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Και βέβαια η δεύτερη σημαντική διάσταση, πέρα από το ζήτημα της ηρεμίας πάνω από το Αιγαίο, είναι το ζήτημα του μεταναστευτικού. Τον τελευταίο χρόνο έχουμε μία δραματική μείωση στις μεταναστευτικές ροές. Έχουμε εδραιώσει ένα κανάλι επικοινωνίας και συνεργασίας έτσι ώστε να συνεργάζονται οι ελληνικές και οι τουρκικές αρχές, κυρίως για την καταπολέμηση των κυκλωμάτων διακινητών. Αυτό έχει ως μεγάλη συνέπεια, σημαντική συνέπεια το ότι όχι μόνο έχουν σχεδόν μηδενιστεί οι παράτυπες μεταναστευτικές ροές, αλλά επιπλέον ότι έχουν σωθεί και ζωές στη θάλασσα. Και νομίζω ότι όλες αυτές οι συνθήκες είναι σημαντικές για να μπορέσουμε να έχουμε ένα επίπεδο, όχι κατ’ ανάγκην συμφωνία σε όλα, δεν πρόκειται να συμφωνήσουμε, το γνωρίζουμε, αλλά τουλάχιστον να έχουμε ένα επίπεδο αμοιβαίας κατανόησης και στοιχειώδους ειλικρίνειας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τώρα, από την άλλη μεριά, εκτός από το αυτό που συνέβη με την εκκλησία, τη Μονή της Χώρας. Αυτό ήταν ένα ακόμη σημάδι ανάμεσα σε μερικά που είχαμε τον τελευταίο καιρό. Δηλαδή, θυμίζω, ας πούμε, τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η Τουρκία το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών σε μια άλλου τύπου ανακοίνωση της ελληνικής πλευράς για τη δημιουργία θαλάσσιων πάρκων για τη σωτηρία των θαλασσών, ας πούμε, στα πλαίσια της Διάσκεψης για τους Ωκεανούς και αντέδρασε με έναν τρόπο που ήταν μάλλον απροσδόκητος. Δεύτερον, θυμίζω, ας πούμε, την είδηση ότι οι θεωρίες της «γαλάζιας πατρίδας» θα μπουν στη σχολική ύλη και όλα αυτά μαζί αθροιζόμενα, δημιουργούν το ερώτημα μήπως θέλει να μας στείλει ένα μήνυμα η Άγκυρα; Μας στέλνει κάποιο μήνυμα με αυτά;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η αίσθησή μου είναι ότι δεν υπάρχει κανένα μήνυμα. Υπάρχει μία εμμονή στις βασικές θέσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι ένα μέρος της δικής τους ατζέντας. Όπως και εμείς έχουμε πολύ συγκεκριμένες θέσεις, οι οποίες ερείδονται στο διεθνές δίκαιο και από τις οποίες δεν πρόκειται να αποκλίνουμε ποτέ. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Υπάρχουν σημεία, κύριε Τσίμα, στα οποία δεν θα μπούμε καν σε διαπραγμάτευση. Έχω επανειλημμένως τονίσει ότι τα ζητήματα της δικής μας κυριαρχίας δεν είναι ζητήματα διαλόγου. Η κυριαρχία αποτελεί ένα εσωτερικό αδιαπραγμάτευτο, αναπαλλοτρίωτο στοιχείο, το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να θέσουμε σε συζήτηση και για τον λόγο αυτό δεν θα μιλήσουμε ποτέ ούτε για αποστρατικοποίηση, προφανώς, δεν θα μιλήσουμε ποτέ για τα θέματα που έχουν να κάνουν με την προστασία της θρησκευτικής μειονότητας. Δεν πρόκειται να μιλήσουμε ποτέ για ζητήματα που ανήκουν στο σκληρό πυρήνα του κράτους. Αντιστοίχως θεωρούν και οι Τούρκοι ότι θα πρέπει να εμμείνουν στις βασικές τους θέσεις.
Θα ήθελα όμως να πω ότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει δυσανάλογη αντίδραση εκ μέρους της Τουρκίας. Υπάρχει όμως και μία δυσανάλογη υπερέκθεση των θεμάτων αυτών. Για παράδειγμα, έχω να σας πω ότι στο ζήτημα των προστατευόμενων θαλάσσιων περιοχών, η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος στην περιβαλλοντική διαχείριση των ωκεανών και των θαλασσών και θα συνεχίσουμε να το πράττουμε. Υπήρξε αντίδραση εκ μέρους της τουρκικής πλευράς, η οποία νομίζω καταλάγιασε αμέσως. Είχαμε την συζήτηση για το θέμα αυτό. Προφανώς είναι μείζονος σημασίας να προστατεύσουμε τις θάλασσές μας. Δεν πρόκειται να παρεκκλίνουμε βεβαίως από αυτή την πολιτική μας. Είναι μία πολιτική όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για τις επόμενες γενιές.
Από την άλλη πλευρά, για το ζήτημα της ένταξης της «γαλάζιας πατρίδας» στα σχολικά βιβλία, θέλω απλώς να επισημάνω ότι επρόκειτο για μία ανάρτηση για δημόσια διαβούλευση ενός σχεδίου προγράμματος. Θα περιμένουμε να δούμε, κύριε Τσίμα, τί στο τέλος της ημέρας θα ενταχθεί και θα πράξουμε τα ανάλογα και τα αναγκαία. Σε κάθε όμως περίπτωση να είστε ήσυχος, όπως και οι Έλληνες πολίτες, ότι εμείς είμαστε έτοιμοι για όλα τα σενάρια. Από το σενάριο της ηρεμίας που βιώνουμε σήμερα έως το σενάριο της μεγαλύτερης έντασης και των μεγαλύτερων διαφωνιών. Δεν πρόκειται να απεμπολήσουμε κανένα δικαίωμά μας. Από την άλλη πλευρά, η προσδοκία μας είναι, κύριε Τσίμα και αυτή είναι μια κοσμοθεωρητική προσέγγιση που κάνει η ελληνική κυβέρνηση και ο Έλληνας Πρωθυπουργός, ότι είναι προτιμότερο να έχουμε μία ήσυχη γειτονιά σε ένα εξαιρετικά δύσκολο και ασταθές διεθνές περιβάλλον, παρά να βρισκόμαστε ανά πάσα στιγμή με το δάκτυλο στη σκανδάλη και να περιμένουμε.
Η ετοιμότητά μας αποτυπώνεται στη μείζονα ενίσχυση της εθνικής μας άμυνας την τελευταία πενταετία, την οποία δεν είχε γνωρίσει η Ελλάδα, το ελληνικό κράτος ποτέ. Η ενίσχυση που υπάρχει μάς δίνει μια ασφάλεια και αυτοπεποίθηση πολύ μεγαλύτερη. Από την άλλη πλευρά, νομίζω ότι είναι χρέος μας απέναντι στις επόμενες γενιές να αφήσουμε μία παρακαταθήκη ησυχίας στην ευρύτερη περιφέρειά μας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα από αντίθετες αφετηρίες. Πώς αισθάνεστε όταν ακούτε να επικρίνεται αυτό που μόλις περιγράψατε, δηλαδή η προσπάθεια να διατηρηθεί η ησυχία στην περιοχή, ως κατευνασμός της Τουρκίας;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θέλω να σας πω ότι σέβομαι όλες τις απόψεις. Σέβομαι την άποψη η οποία θέλει να έχουμε μία πολύ πιο επιθετική ρητορική, να έχουμε πολύ πιο επιθετική αντιμετώπιση στο πεδίο.
Θέλω όμως από την άλλη πλευρά να τονίσω ότι η ηρεμία, η ευημερία, η εθνική ασφάλεια, η εθνική αυτοπεποίθηση δεν περνάει μέσα από ανέξοδους βερμπαλισμούς, ούτε από επικίνδυνους ελιγμούς στο πεδίο. Περνάει μέσα από τον διάλογο, περνάει μέσα από τη διαβούλευση, περνάει μέσα από την ισχύ και την αυτοπεποίθηση. Θέλω να σας πω, κύριε Τσίμα, ότι το σημερινό διπλωματικό κεφάλαιο της Ελλάδας, και σας το λέω αυτό μετά λόγου γνώσεως, έχοντας ταξιδέψει πολύ και έχοντας συμμετάσχει πολύ ενεργά σε διεθνή φόρα πολύ μεγάλης δυσκολίας και πολύ μεγάλης εμβέλειας, όπως είναι το Μεσανατολικό ή το Ουκρανικό ή οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλω να σας πω ότι το δικό μας διπλωματικό κεφάλαιο είναι σήμερα μεγαλύτερο από ποτέ. Ακουγόμαστε, έχουμε μία πάρα πολύ δυνατή φωνή, έχουμε πάρα πολύ ισχυρές συμμαχίες, έχουμε αναπτύξει συμμαχίες οι οποίες δεν είναι μόνο εκείνες που παραδοσιακά εντάσσονταν μέσα στο δικό μας τόξο εθνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και πολλές άλλες, με αποτέλεσμα αυτήν τη στιγμή να έχουμε ένα πολύ ισχυρό διπλωματικό κεφάλαιο. Με αυτό το ισχυρό διπλωματικό κεφάλαιο, χωρίς καμία διάθεση συμβιβασμών προσερχόμαστε στη συζήτηση.
Θέλω όμως να τονίσω και το εξής: ότι είναι σημαντικό να προσερχόμαστε με διαβουλευτικό πνεύμα. Το διαβουλευτικό πνεύμα δεν σημαίνει ότι κάνουμε συμβιβασμούς και παραχωρήσεις, κύριε Τσίμα. Εκείνο το οποίο σημαίνει είναι ότι θα πρέπει να ακούμε και την άλλη πλευρά, να μαθαίνουμε τις θέσεις, να έχουμε μία κατανόηση του πώς αντιλαμβάνονται τα πράγματα όχι μόνο η Τουρκία, αλλά όλοι οι γείτονές μας, όπως και όλοι οι διεθνείς παίκτες και να είμαστε έτοιμοι για όλα τα ενδεχόμενα. Εγώ και ως άνθρωπος, ξέρετε, ιδεολογικά, είμαι πάντοτε υπέρ της διαβούλευσης. Διαβούλευση σημαίνει να μπορούμε, κύριε Τσίμα, να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι, να συζητήσουμε, να διαφωνούμε υπό ανεκτούς όρους. Αν έχουμε λάθος, να πειστούμε για το λάθος μας και να προσαρμόσουμε την πολιτική μας. Θέλω όμως να πω ότι το αδιέξοδο που παράγεται όταν απομονωνόμαστε και δεν συζητούμε είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για να φτάσουμε κάποια στιγμή σε μία ρήξη η οποία θα έχει τεράστιες επιπτώσεις για τη χώρα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Το δεύτερο, το αντίρροπο ερώτημα, είναι ότι αυτή η περίοδος ηρεμίας, που διαρκεί στην πραγματικότητα περίπου δεκαπέντε μήνες και προφανώς είναι ευεργετική, δεν μπορεί να έχει διάρκεια όσο παραμένει άλυτος ο πυρήνας των διαφορών. Και οι διαφορές, εντάξει, όταν αφορούν θέματα κυριαρχίας προφανώς είναι εκτός συζήτησης. Αλλά όταν λέω πυρήνας των διαφορών, εννοώ ότι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Τον Ιούλιο, μετά τη συνάντηση στο Βίλνιους, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι μπορεί και να βρισκόμαστε στην αρχή ενός δρόμου που να οδηγήσει στην επίλυση αυτής της διαφοράς με την παραπομπή της στη Χάγη, για παράδειγμα. Μοιάζει να μην είμαστε στο ίδιο σημείο τώρα. Είμαστε;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει υπαναχώρηση σε ό,τι αφορά το επίπεδο της επικοινωνίας, της κατανόησης και των συζητήσεων. Βεβαίως, αντιλαμβάνομαι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν υπάρξει παλινδρομήσεις εξαιτίας γεγονότων όπως αυτά τα οποία αναφέρατε ή ακόμη ακόμη και εσφαλμένης κατανόησης ή εσφαλμένης επικοινωνίας.
Από την άλλη πλευρά, δεν αισθάνομαι ότι έχουμε υποχωρήσει σε ό,τι αφορά το κομμάτι του διαλόγου το οποίο αναπτύσσουμε. Και τούτο το αναφέρω επειδή προχωράει συστηματικά ο ένας μεγάλος πυλώνας του διαλόγου που είναι η θετική ατζέντα, κύριε Τσίμα. Θέλω να τονίσω ιδιαιτέρως ότι έχουμε υπογράψει μία σειρά από συμφωνίες, μνημόνια και δηλώσεις με την Τουρκία σε πολλά πεδία πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, τα οποία προχωρούν πολύ συστηματικά και θα είναι και ένα μέρος της συζήτησης που θα κάνουμε την επόμενη Δευτέρα, πόσο έχουμε προχωρήσει σε σχέση με τις συμφωνίες αυτές. Είναι συμφωνίες πολύ σημαντικές, οι οποίες αναβαθμίζουν τις σχέσεις των δύο χωρών.
Έχουμε προχωρήσει πολύ σε μία διπλωματία μεταξύ των ανθρώπων. Θέλω ιδιαιτέρως να εξάρω τη μεγάλη προσπάθεια που κάναμε, που την έκανε η ελληνική κυβέρνηση, το Υπουργείο Εξωτερικών πρωτίστως ξεκίνησε αυτή τη διαδικασία για την επιτόπια θεώρηση στα ελληνικά νησιά Τούρκων πολιτών και των οικογενειών τους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό έχει προκαλέσει ενθουσιασμό στην άλλη πλευρά, σε ανθρώπους που θέλουν να ταξιδέψουν.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αν μου επιτρέπετε, έχει προκαλέσει μεγαλύτερο ενθουσιασμό στα δικά μας νησιά. Εκείνο το οποίο εγώ υφίσταμαι είναι περισσότερο την πίεση από τα νησιά που δεν περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα να ενταχθούν και αυτά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τώρα ένα πολύ απλό ερώτημα, κρατάω μια τελευταία ερώτηση: τι να περιμένουμε τη Δευτέρα; Γιατί το λιγότερο που μπορεί να περιμένει κανείς, αν όλα πάνε καλά, είναι να επιβεβαιωθεί και να παραταθεί αυτή η περίοδος ηρεμίας. Το περισσότερο θα είναι να γίνει ένα επόμενο βήμα. Περιμένετε, είμαστε έτοιμοι για ένα επόμενο βήμα ή όχι ακόμα;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Νομίζω αυτό που πρέπει να περιμένουμε είναι μία συζήτηση, η οποία θα είναι ειλικρινής. Θα τεθούν τα θέματα που πρέπει να τεθούν. Τα ζητήματα τα οποία είναι και ακανθώδη, μεταξύ των δύο ηγετών και των αντιπροσωπειών μας. Θα χαραχθεί ένα χρονοδιάγραμμα για τα επόμενα βήματα, δηλαδή τις συναντήσεις που αφορούν τη θετική ατζέντα, τον πολιτικό διάλογο, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είχε φτιαχτεί ένα χρονοδιάγραμμα το οποίο στην πραγματικότητα ολοκληρώνεται, έτσι δεν είναι; Άρα πρέπει να φτιαχτεί να δούμε τι γίνεται μετά.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θέλω να σας πω κύριε Τσίμα, το εξής: ότι η επιτυχία, ή η αποτυχία της προσπάθειας διαλόγου με την Τουρκία ερείδεται ιδιαιτέρως και στην καλή προετοιμασία και τον επαγγελματικό χαρακτήρα αυτού του μεγάλου πρότζεκτ, δηλαδή να τηρούμε τα χρονοδιαγράμματα, να είμαστε προετοιμασμένοι στις λεπτομέρειες. Και εγώ, ξέρετε, με το επιτελείο μου και τους Υφυπουργούς προσπαθούμε πάρα πολύ σκληρά να έχουμε όλες τις λεπτομέρειες επεξεργασμένες και των συναντήσεων και του χρονοδιαγράμματος και όλων των συμφωνιών, να έχουμε μία επαγγελματική αντιμετώπιση των πραγμάτων αυτών. Θα έχουμε το χρονοδιάγραμμα των επόμενων ημερών. Με ρωτήσατε για το αν μπορούμε να περιμένουμε μία μακροχρόνια ειρήνη χωρίς να λύσουμε το υποκείμενο πρόβλημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.
Θέλω να σας πω ότι πράγματι, όσο υφίσταται το αγκάθι της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, δεν μπορούμε να θεωρούμε δεδομένο ότι θα έχουμε μία μακρά ειρήνη στην περιοχή μας. Και για τον λόγο αυτό άλλωστε, τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και εγώ έχουμε τονίσει ότι είναι μέσα στις δικές μας επιδιώξεις κάποια στιγμή να συζητήσουμε και το υποκείμενο αυτό ζήτημα, να μπορέσουμε να δούμε όλες τις τεχνικές του διαστάσεις. Γιατί είναι ένα θέμα το οποίο έχει κατεξοχήν τεχνικές διαστάσεις επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Είμαστε μέλη και οι δύο χώρες μιας μεγάλης διεθνούς οικογένειας. Δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από αυτό και να μπορέσουμε να καθίσουμε στο τραπέζι και να έχουμε ένα όσο το δυνατόν πιο απτό δείγμα σύμπλευσης στο θέμα αυτό. Εάν δεν καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας, τότε τουλάχιστον να μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα συνυποσχετικό και να πάμε σε μία διεθνή δικαιοδοσία. Αν με ρωτάτε αν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό, βλέπω στο πρόσωπό σας ότι αυτή θα ήταν η ερώτησή σας…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πόσο κοντά είμαστε σε αυτό;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θέλω να σας πω ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα, διότι η πρώτη και μεγάλη προϋπόθεση είναι να υπάρχει αμοιβαία στοιχειώδης κατανόηση και ειλικρίνεια. Από την άλλη πλευρά, θα περιμένω να δω και τα αποτελέσματα των συμφωνιών που έχουμε. Να δούμε ότι πράγματι έχουν υπάρξει θετικά αποτελέσματα. Σε πολλές περιπτώσεις πράγματι, οι συμφωνίες που έχουμε κάνει έχουν λειτουργήσει ευεργετικά και βεβαίως να υπάρξει η πολιτική βούληση έτσι ώστε να ξεκινήσει ο διάλογος αυτός. Ακόμα δεν έχουμε βρεθεί στο σημείο αυτό. Τα δύο επόμενα μεγάλα βήματα είναι η Δευτέρα που θα συναντηθούν οι δύο ηγέτες και τον Ιούλιο που θα συναντηθούν στην Ουάσιγκτον στο πλαίσιο της Διάσκεψης του ΝΑΤΟ. Αυτά είναι τα δύο επόμενα μεγάλα ορόσημα.
Η προσδοκία μας είναι να μπορέσουμε - και κλείνω τον κύκλο που μου ξεκινήσατε με το εισαγωγικό σας τραγούδι - να ξανανοίξουμε τα φώτα της ειρήνης, να ανοίξουμε τα φώτα της ειρήνης τόσο στην περιοχή μας όσο και στον κόσμο ολόκληρο. Για μένα έχει τεράστια αξία να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε μία ασφάλεια στον κόσμο, έτσι ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε ειρηνικά και να μπορέσουμε να έχουμε ένα καθεστώς ευημερίας. Προετοιμαζόμαστε για όλα τα ενδεχόμενα, αλλά ο μεγάλος μας στόχος δεν μπορεί να είναι παρά η ειρήνη και στη γειτονιά μας και στον κόσμο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Γεραπετρίτη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Καλό ταξίδι στην Άγκυρα τη Δευτέρα. Θα περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Να είστε καλά. Ήταν τιμή μου. Σας ευχαριστώ κύριε Τσίμα.
9 Μαΐου, 2024