Συνέντευξη Υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, στις δημοσιογράφους Ελένη Στεργίου και Αλεξάνδρα Φωτάκη, στο πλαίσιο του «OT Forum 2024» (03.12.2024)

Συνέντευξη Υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, στις δημοσιογράφους Ελένη Στεργίου και Αλεξάνδρα Φωτάκη, στο πλαίσιο του «OT Forum 2024» (03.12.2024)

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Επιστρέψαμε στο φόρουμ του Οικονομικού Ταχυδρόμου. Θα πιάσουμε τώρα μια θεματική, η οποία είναι πάρα πολύ επίκαιρη και αφορά την εξωτερική πολιτική. Εδώ, με τη συνάδελφο την Αλεξάνδρα Φωτάκη. Θα υποδεχτούμε τον Υπουργό Εξωτερικών τον κ. Γιώργο Γεραπετρίτη, ο οποίος βρίσκεται στις Βρυξέλλες.

Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Καλή σας μέρα και ευχαριστώ για την εξ αποστάσεως επικοινωνία.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εμείς ευχαριστούμε. Θα συμμετάσχετε στη Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, με κύριο θέμα την Ουκρανία. Μπορείτε να μας μεταφέρετε λίγο το κλίμα εκεί; Τι γίνεται για το ζήτημα το συγκεκριμένο;

Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Πράγματι, βρισκόμαστε στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, σε μία εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή για τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις. Με μεγάλη και σημαντική εξέλιξη στα ζητήματα της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, ένα πολύ ευάλωτο περιβάλλον. Και βεβαίως σε μία εποχή, όπου γίνεται μία προσπάθεια για να ενισχυθεί η διεθνής αρχιτεκτονική ασφαλείας, η οποία κλονίστηκε εξαιρετικά το τελευταίο διάστημα, εξαιτίας των δύο μεγάλων πολέμων, αλλά και των μεγάλων περιφερειακών και διεθνών προκλήσεων. Η Ουκρανία θα αποτελέσει το κύριο αντικείμενο της συζήτησης. Οι ευρωατλαντικές σχέσεις παραμένουν ισχυρές. Παραμένουν στο επίπεδο της τήρησης του διεθνούς δικαίου κατά οποιουδήποτε αναθεωρητισμού και υπέρ της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μετά και την έλευση του Trump, θεωρείτε ότι μπορούν να υπάρξουν πιέσεις προς τους Ευρωπαίους όσον αφορά και την άμυνα και κατά πόσο μπορεί να υπάρξει περιθώριο για ανάληψη ελληνικής πρωτοβουλίας;

Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Δυστυχώς δεν έχουμε καλό ήχο. Αντιλαμβάνομαι ότι η ερώτηση αφορούσε τις πρωτοβουλίες τις οποίες θα μπορούσε να αναλάβει η Ελλάδα σε διεθνές επίπεδο και ποια είναι η θέση της Ελλάδας αυτή τη στιγμή στο διεθνές στερέωμα. Όπως γνωρίζετε, κυρία Φωτάκη, σε περίπου 27-28 ημέρες η Ελλάδα αναλαμβάνει τη θέση του μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Μία θέση, η οποία είναι εξαιρετικά κρίσιμη δεδομένων και των γεωπολιτικών εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελλάδα καθίσταται συμπαραγωγός της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Θα βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. Όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα έχει θέσει ως μείζονα στόχο της δικής της παρουσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας την αποκατάσταση του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε ό,τι αφορά στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, την προστασία των ευάλωτων κατηγοριών πολιτών, ιδίως γυναικών και παιδιών σε συνθήκες πολέμου, την ασφάλεια των πλόων, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες τις οποίες θα αναπτύξουμε.

Είναι σημαντικό, νομίζω, ότι η Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται στο απόλυτο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων, στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός του ΝΑΤΟ, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και κατά πάσα πιθανότητα με μία πολύ ισχυρή παρουσία στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Θα έχουμε τη διάσκεψη την Πέμπτη στη Μάλτα, όπου η Ελλάδα φιλοδοξεί να αναλάβει έναν επίσης ισχυρό ρόλο.

Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει το προνόμιο σε δύσκολες εποχές να συνομιλεί με όλους, να αποτελεί την πραγματική γέφυρα μεταξύ Βορρά, Νότου, Ανατολής και Δύσης, να τηρεί μια στάση αρχών, η οποία εκτιμάται από όλους. Και γι’ αυτό το λόγο το διεθνές μας αποτύπωμα, το διεθνές μας κεφάλαιο, είναι εξαιρετικά μεγάλο. Θα φροντίσουμε να το αναπτύξουμε, τόσο για να υπάρξει ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για τη χώρα μας, για την ειρήνη και την ευημερία στην πατρίδα, αλλά επίσης για να είμαστε και ωφέλιμοι στην παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφαλείας.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Επειδή αναφερθήκατε στον ΟΑΣΕ και μπορεί να έχετε και μια συνάντηση με τον κύριο Fidan, αν δεν κάνω λάθος, στο περιθώριο αυτών των δύο Συνόδων. Πόσο είστε αισιόδοξος ότι θα έχουμε αποτέλεσμα κατ’ αρχήν στον ΟΑΣΕ στις υποψηφιότητες; Και δεύτερον, εάν θα γίνει η συνάντηση και πώς πάμε μετά τις τελευταίες εξελίξεις και τη δήλωση ότι δεν μπορούμε να συζητήσουμε, ακόμα τουλάχιστον, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα;

Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών θα συμπέσουμε, τόσο εδώ στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, όσο και στη Μάλτα, επίσης, στη Διάσκεψη των Υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΣΕ. Θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε περαιτέρω. Είναι ζητήματα, τα οποία βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην αιχμή, στα ελληνοτουρκικά, ιδίως η οργάνωση του επικείμενου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στην Άγκυρα. Και γι’ αυτό το λόγο θα οργανώσουμε τα περαιτέρω βήματά μας. Όπως γνωρίζετε, χθες και σήμερα διεξάγονται στην Αθήνα οι νέοι γύροι τόσο του Πολιτικού Διαλόγου, όσο και της Θετικής Ατζέντας. Νομίζω είναι εξαιρετικά σημαντικό να διατηρείται μία κίνηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, να υπάρχουν οι επαφές αυτές, οι οποίες ορίζουν, αν θέλετε, και ένα πλαίσιο ορθών διμερών σχέσεων. Όπως είπατε, πράγματι δεν έχει μέχρι στιγμής βρεθεί κοινός τόπος για τη συζήτηση για το μείζον θέμα. Το μόνο θέμα, το οποίο θα μπορούσε να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, το οποίο είναι η οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας.

Παρά ταύτα, νομίζω, έχουμε κατακτήσει το να μπορούμε να συζητούμε, ακόμη και διαφωνώντας. Η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή έχει ένα πολύ ισχυρό κεφάλαιο, όπως σας ανέφερα. Έχει μια οικονομία, η οποία αναπτύσσεται σημαντικά, έχει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και έχει ένα πολύ ισχυρό διπλωματικό διεθνές αποτύπωμα. Είναι η στιγμή, στην οποία δεν ετεροκαθορίζεται. Δεν έχει φοβικά σύνδρομα. Προχωράει μπροστά και μπορεί να συζητεί ακόμη και από όρους ισχύος με όλους τους γείτονές της. Και βεβαίως, θέλω να πω ότι υπάρχουν τα ζητήματα στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Είναι αυτονόητο ότι δεν θα περιμέναμε μέσα σε ένα διάστημα μόλις 16 μηνών να επιλυθούν θέματα, τα οποία ανατρέχουν δεκαετίες και τα οποία έχουν βασανίσει τις σχέσεις των δύο χωρών.

Από την άλλη πλευρά, εμείς, χωρίς να εθελοτυφλούμε, και πάντοτε με φρόνηση, προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε αυτές τις σχέσεις ειρήνης και να προχωρούμε μπροστά. Ακόμη και αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε όλα, είναι σημαντικό να μπορούμε να συζητούμε, έτσι ώστε να προλαμβάνονται εντάσεις, να προλαμβάνονται κρίσεις. Και νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να αναιρέσει τα σημαντικά βήματα, τα οποία έχουν γίνει τους τελευταίους 16 μήνες. Η ειρήνη στο Αιγαίο, χωρίς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, ο συντονισμός στο μεταναστευτικό, σε μία περίοδο που η κινητικότητα εξαιτίας των πολέμων και των κρίσεων βρίσκεται σε έξαρση, η ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των δύο λαών, με τις θεωρήσεις εισόδου που έχουν δοθεί για τα νησιά μας, οι διπλωματικές, διεθνείς συνεργασίες. Ευελπιστούμε ότι από κοινού με την Τουρκία θα αναλάβουμε τις δύο πιο κρίσιμες θέσεις του ΟΑΣΕ την Πέμπτη. Όλα αυτά είναι νομίζω σημαντικά, διότι στην εξωτερική πολιτική το κρίσιμο είναι να υπάρχει ασφάλεια, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση στη χώρα. Και για αυτό το λόγο δουλεύουμε στο Υπουργείο Εξωτερικών.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Επειδή είπατε τη λέξη ένταση, θέλω να πιαστώ από εκεί και να σας ρωτήσω. Κάποιοι θεωρούν ότι οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις της Ελλάδας, τόσο με την Κύπρο, όσο και στα Δωδεκάνησα, στο Βόρειο Αιγαίο, αποτελούν ένα «crash test» των σχέσεων με την Τουρκία. Κατ’ αρχήν, συμμερίζεστε αυτή την άποψη; Και δεύτερον, θα προχωρήσει ο σχεδιασμός; Θα ολοκληρωθούν αυτά που έχουν εξαγγελθεί;

Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θα ήθελα να κάνω μία αναφορά στην Κύπρο. Και τούτο διότι θεωρώ ότι αποτελούσε και αποτελεί το πιο σημαντικό θέμα της ελληνικής εθνικής εξωτερικής πολιτικής και ορθώς. Ήδη, βρισκόμαστε σε μία περίοδο σημαντικής κινητικότητας για το Κυπριακό. Και θέλω να αναφερθώ στο γεγονός ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχει λειτουργήσει καθοριστικά στο να μπορέσει να υπάρξει επανεκκίνηση των συζητήσεων για το Κυπριακό, υπό τη σκέπη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Νομίζω είναι απολύτως κρίσιμο να πέσουν τα τείχη στην Κύπρο, να δοθεί η δυνατότητα, έτσι ώστε, στο πλαίσιο των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, να προχωρήσουμε σε μία νέα ενωμένη ευρωπαϊκή Κύπρο, η οποία θα μεριμνά όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για το αύριο. Η μεγάλη στιγμή της ένταξης της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια νομίζω θα πρέπει να συνεχιστεί.

Ιδιαιτέρως, θα ήθελα να τονίσω το γεγονός ότι, χάρη στην σύμπνοια της Ελλάδος και της Κύπρου, έχουμε καταφέρει και το ζήτημα του Κυπριακού να αναχθεί σε μείζονα προτεραιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου του 2023 υπήρξε η διασύνδεση της εξέλιξης των ευρωτουρκικών σχέσεων με το Κυπριακό, ενώ και στα συμπεράσματα του Απριλίου του 2024 υπήρξε σαφής αναφορά και στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα παρακολουθεί και θα συμμετέχει ενεργά στις διαδικασίες για την επίλυση του Κυπριακού. 

Η άποψη, την οποία υιοθετεί η κυβέρνηση και τα συλλογικά της όργανα, το ΚΥΣΕΑ και το Υπουργικό Συμβούλιο είναι ότι η εποχή της ακινησίας και της αδράνειας δεν ωφέλησε. Θα πρέπει να έχουμε μια ενεργό και πολυμερή εξωτερική πολιτική. Είναι νομίζω η στιγμή να έχουμε ως Ελλάδα μία πραγματικά ενεργή εξωτερική πολιτική. Αυτό επιβάλλει νομίζω και η ισχυρή μας θέση. Πάντοτε, όταν προσέρχεσαι σε μια διαπραγμάτευση, θα πρέπει να προσέρχεσαι από θέση ισχύος. Και η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε ένα εξαιρετικά ισχυρό πεδίο, με ισχυρούς συμμάχους, με έντονο διεθνές αποτύπωμα και νομίζω με μία κινητικότητα, η οποία θα δημιουργήσει συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για το αύριο.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Με προλάβατε, διότι αυτή θα ήταν η επόμενη ερώτηση. Η ερώτησή μου ήταν για το καλώδιο Ελλάδας-Κύπρου και αν αυτό αποτέλεσε ένα «crash test» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με την ένταση που εμφανίστηκε να υπάρχει στην Κάσο. Και αν θα συνεχίσουμε τους σχεδιασμούς. Εάν η ελληνική κυβέρνηση έχει πρόθεση να προχωρήσει στους σχεδιασμούς για τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις που έχουν εξαγγελθεί.

Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Να ξεκινήσω, αν μου επιτρέπετε, την απάντησή μου, λέγοντας το πόσο σημαντικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει αναπτύξει μία αυτοδύναμη ενεργειακή πολιτική και μία πολιτική διασυνδεσιμότητας, η οποία είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μία μορφή έξυπνης αποτροπής, μίας διπλωματίας, η οποία έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα.

Θέλω να θυμίσω τις μεγάλες ενεργειακές υποδομές που δημιουργεί η χώρα, τον αγωγό IGB με τη Βουλγαρία, τον αγωγό EastMed στην Ανατολική Μεσόγειο. Βεβαίως, τον σταθμό για την αποθήκευση και επαναεριοποίηση του υγροποιημένου φυσικού αερίου, του FSRU στην Αλεξανδρούπολη, την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Αιγύπτου. Και βεβαίως τη μεγάλη συμμετοχή, την οποία η Ελλάδα φιλοδοξεί να έχει, το πιο μεγάλο πρότζεκτ διασυνδεσιμότητας, το οποίο είναι η σύνδεση  ΙΜΕC, η οικονομική δηλαδή διασύνδεση Ινδίας, Μέσης Ανατολής και Ευρώπης. Στο πλαίσιο όλων αυτών, η Ελλάδα εξασφάλισε από κοινού με την Κύπρο την ένταξη της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, ως έργο αμοιβαίου ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια πολύ σημαντική κατάκτηση, διότι με τον τρόπο αυτό αναβαθμίζεται, σε επίπεδο ευρωπαϊκό, το αίτημα για την άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου, αλλά και του ενιαίου ενεργειακού χώρου της Ευρώπης.

Το πρόγραμμα θα συνεχιστεί απολύτως και σύμφωνα με τον προγραμματισμό του. Αντιλαμβάνομαι ότι ασφαλώς και υπάρχουν εξαιτίας αυτού εντάσεις. Οι εντάσεις, όμως, αυτές δεν έχουν οδηγήσει σε κρίση. Και στην περίπτωση, στην οποία φέρεται να υπήρξε υποχώρηση εκ μέρους της Ελλάδας, δεν υπήρξε καμία τέτοια περίπτωση. Εκείνο, το οποίο συνέβη, είναι ότι χωρίς να υπάρξει καμία απολύτως υποχώρηση σε ό,τι αφορά την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, το πρόγραμμα για την έρευνα, σε σχέση με το πρόγραμμα της διασύνδεσης, συνεχίστηκε κανονικά. Και θα συνεχιστεί με βάση τον προγραμματισμό του. Είναι προφανές ότι αν θέλουμε να μπορούμε να συζητούμε με την Τουρκία, με όρους εμπροσθοβαρείς, με όρους προοπτικούς, για την πιθανή συζήτηση περί οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας, θα πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να εξασφαλίσουμε ότι θα υπάρχει ηρεμία, θα υπάρχει αποφυγή εντάσεων, έτσι ώστε και η όποια συζήτηση να είναι ωφέλιμη.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μάλιστα. Το ευχόμαστε αυτό λοιπόν για την ηρεμία. Υπουργέ, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Παρά τις δυσκολίες στην επικοινωνία, είστε στις Βρυξέλλες. Καλή συνέχεια στο έργο και στη διπλωματία.

Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Σας ευχαριστώ για την τιμή. Να είστε καλά.

3 Δεκεμβρίου, 2024