ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δίπλα μου στο στούντιο βρίσκεται ήδη ο Υπουργός Εξωτερικών, ο κύριος Γιώργος Γεραπετρίτης και, επειδή ζούμε σε εποχές ταραγμένες, επειδή γενικώς υπάρχουν πολλές αγωνίες και πολλές εκκρεμότητες στον ορίζοντα, και πολλές προκλήσεις, και κίνδυνοι – και ευκαιρίες – και επειδή ο ίδιος δεν εμφανίζεται πολύ συχνά στα media, θα εκμεταλλευτώ την παρουσία του. Οπότε σταματάω το ημερολόγιο και περνάω στη συζήτηση. Καλώς ήρθατε! Ευχαριστώ πολύ.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι μεγάλη μου τιμή και σας ευχαριστώ πολύ κύριε Τσίμα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Λοιπόν, να αρχίσω παρεμπιπτόντως από τα καθαρά πολιτικά. Αναπαράγεται, καθημερινά σχεδόν, μια αίσθηση ότι γεννιέται στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, έχει γεννηθεί ήδη, μια εσωκομματική αντιπολίτευση που τραβάει το δεξί «μανίκι» του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σας ανησυχεί; Γιατί προφανώς, αν υπάρξει αυτή η εσωκομματική αντιπολίτευση, στα δικά σας θέματα θα είναι πιο ηχηρή.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Νομίζω, κύριε Τσίμα, ότι πολλές φορές παρερμηνεύουμε ή δυσθεωρούμε την αντίληψη περί των θεσμών. Το γεγονός ότι υπάρχουν βουλευτές, οι οποίοι ασκούν τα βουλευτικά τους καθήκοντα με τον τρόπο που το Σύνταγμα επιβάλλει, νομίζω ότι θεωρείται ότι είναι κάποιας μορφής εσωκομματική αντιπολίτευση. Εγώ θέλω πάντοτε οι βουλευτές να είναι ενεργοί, ακόμη και οι βουλευτές της συμπολίτευσης, και να μπορούν να θέτουν τα ζητήματα. Είναι προφανές ότι η ισορροπία αυτή του πολιτεύματος είναι δομημένη στο Σύνταγμα και δεν μπορεί να αλλάξει.
Από την άλλη πλευρά, εάν αναφέρεστε στις θέσεις που έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς, ιδίως από τους πρώην Πρωθυπουργούς, θα ήθελα να τονίσω ότι οι πρώην Πρωθυπουργοί δεν είναι απλοί πολιτευτές, δεν είναι απλά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Έχουν διατελέσει στον υψηλότερο θώκο, έχουν ελευθερία γνώμης και κρίσης, η οποία είναι απόλυτη και μπορούν να τοποθετούνται για τα ζητήματα αυτά. Και αν θέλετε, ακόμη και εγώ – γιατί πολλές φορές ασκείται και μια δημόσια κριτική, υπάρχουν τοποθετήσεις για τα ζητήματα τα εθνικά – πάντοτε λαμβάνω υπόψιν μου τις κρίσεις αυτές. Δεν προσαρμόζεται η πολιτική επί τη βάσει αυτών, αλλά είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε αυτές τις θέσεις.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τους αισθάνεστε μαζί σας; Με το ειδικό βάρος που έχουν, ως πρώην Πρωθυπουργοί…
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αισθάνομαι, πραγματικά, ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό και ιδίως στην κοινωνία, μια πραγματική θεώρηση ότι η Ελλάδα είναι μια σταθερή χώρα και μια χώρα η οποία κερδίζει διαρκώς στο διεθνές περιβάλλον. Μπορεί, πράγματι, να έχουμε, ξέρετε, διαφορετικές αντιλήψεις, κύριε Τσίμα. Μπορεί, για κάποιους εξ ημών, ο διάλογος, η προσέγγιση που επιχειρείται με την Τουρκία, να είναι κάτι το οποίο είναι εθνικά επιζήμιο και που θα έπρεπε να το αποφύγουμε και να βρισκόμαστε, πάντοτε, σε ένα καθεστώς απόλυτης πολεμικής εγρήγορσης. Η άποψη είναι σεβαστή. Προσωπικά εγώ και η Κυβέρνηση δεν συμφωνούμε. Θεωρώ ότι για την Ελλάδα, για μια χώρα η οποία θέλει να κοιτά το μέλλον και θέλει να σέβεται τις επόμενες γενιές, θα πρέπει πάντοτε να εξαντλούμε τη δυνατότητα έτσι ώστε οι σχέσεις μας με τις γειτονικές χώρες να είναι αρμονικές. Θέλω να τονίσω, κύριε Τσίμα, το πόσο σημαντικό είναι ότι αυτή τη στιγμή, ενόσω βρισκόμαστε ανάμεσα σε περιφερειακές απειλές που δεν έχει γνωρίσει η μεταπολεμική εποχή, παρά ταύτα, η Ελλάδα είναι η πιο σταθερή χώρα. Και είναι η πιο σταθερή χώρα ακριβώς γιατί έχει ένα πολύ μεγάλο διεθνές κεφάλαιο και γιατί τηρεί μια στάση αρχών. Συνεπώς, ναι, αισθάνομαι πολλές φορές ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Τις σέβομαι. Από την άλλη πλευρά, το δικό μου χρέος είναι να κοιτώ πάντοτε να δημιουργώ συνθήκες ειρήνης και ευημερίας, κι αν θέλετε και εθνικής αυτοπεποίθησης.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τώρα, έρχεστε από τη Νέα Υόρκη και μετά από το Βερολίνο. Δηλαδή έρχεστε από εκεί όπου γινόντουσαν οι συζητήσεις γύρω από αυτή την κρίση και –το πιθανό– την πιθανή διέξοδό της. Ή την απίθανη διέξοδό της. Έχετε κάποια αίσθηση; Πού πάνε τα πράγματα;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Έχουμε αίσθηση. Κύριε Τσίμα, Ελλάδα είναι ίσως η μόνη ευρωπαϊκή χώρα η οποία έχει διατηρήσει ανοιχτούς δεσμούς τόσο με τον αραβικό κόσμο συνολικά, όσο και με το Ισραήλ, που αποτελεί παραδοσιακά το στρατηγικό μας εταίρο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ακούω κριτική και ότι δεν υποστηρίζετε το Ισραήλ, μικρότερη, όσο θερμά όπως άλλες χώρες, αλλά ακούω πιο πολύ την αντίθετη κριτική ότι έχετε παραβιάσει την παραδοσιακή, ας πούμε, από τη δεκαετία του ‘80 ελληνική θέση, να είναι κάπως κοντά στον αραβικό κόσμο και ειδικά στους Παλαιστίνιους.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Το ότι μας ασκείται κριτική και για το άλφα και για το πλην άλφα, κύριε Τσίμα, εγώ το εκλαμβάνω ότι κάτι καλό κάνουμε. Θέλω να σας πω, με κάθε ειλικρίνεια, ότι οι σχέσεις μας με τον αραβικό κόσμο αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι οι καλύτερες από ποτέ. Εγώ ο ίδιος είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με τους Υπουργούς Εξωτερικών όλων των αραβικών κρατών και της Παλαιστίνης και του Λιβάνου, καθώς και με τον Γενικό Γραμματέα του Αραβικού Συνδέσμου – όλες δηλαδή οι χώρες οι οποίες βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο επίκεντρο των εξελίξεων – και να έχουμε μία απολύτως ειλικρινή συζήτηση, και θέλω να σας μεταφέρω ότι εκτιμάται πάρα πολύ η δική μας στάση. Ξέρετε, κύριε Τσίμα, μερικές φορές μπορεί να ενοχλούμε και τον αραβικό κόσμο και το Ισραήλ. Το Ισραήλ, που είναι ο παραδοσιακός στρατηγικός μας εταίρος και στηρίζουμε γενικά τη δική του θέση στην αυτοάμυνα, υπό τους όρους του δικαίου, του ανθρωπιστικού, του Διεθνούς Δικαίου, ενοχλήθηκε επειδή, για παράδειγμα, είχαμε μία στάση αρχής στην Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, υπερψηφίζοντας το Παλαιστινιακό Ψήφισμα για την εφαρμογή των αποφάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι εδώ δεν είναι το ζήτημα για εμάς ως Ελλάδα να υποστηρίξουμε το Ισραήλ ή να υποστηρίξουμε την Παλαιστίνη και τον αραβικό κόσμο. Είναι ένα θέμα αρχής. Υποστηρίζουμε το Διεθνές Δίκαιο. Τελεία και παύλα. Και το λέω αυτό για να καταλαβαίνουμε ποιο είναι στα αλήθεια το εθνικό μας συμφέρον. Το εθνικό μας συμφέρον, κύριε Τσίμα, είναι να μπορούμε ανά πάσα στιγμή, χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση και χωρίς να έχουμε την οποιαδήποτε εξαίρεση, να μπορούμε να επικαλούμαστε το Διεθνές Δίκαιο. Γιατί ξέρετε, σε μία χώρα η οποία δεν είναι τόσο μεγάλη – η Ελλάδα είναι μία μικρομεσαία σε μέγεθος χώρα με σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο, αλλά μικρομεσαία χώρα – το κρίσιμο είναι να μπορεί να είναι συνεπής και να στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο. Διαφορετικά, εάν χάσουμε αυτό το έρεισμα, δεν θα μπορούμε να το επικαλεστούμε όταν θα το χρειαζόμαστε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό είναι αλήθεια και είναι ένα από τα λίγα πράγματα που έμαθα, ελπίζω καλά, περνώντας από τη Νομική, είναι ότι το δίκαιο, οι κανόνες του δικαίου, το να εφαρμόζονται οι κανόνες του δικαίου είναι πάντα υπέρ του αδυνάτου, δεν είναι υπέρ του ισχυρού. Ο ισχυρός δεν έχει ανάγκη το δίκαιο. Το δίκαιο υποτίθεται ότι υπάρχει για να περιορίζει την ισχύ και να απονέμει, να ισορροπεί κάπως, την αδυναμία του αδύναμου.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι αληθέστατο. Βεβαίως, συν τω χρόνω, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας όπως χτίστηκε, νομίζω ότι έχει υπάρξει μια σοβαρότατη διαφοροποίηση. Δηλαδή, ο μεταπολεμικός κόσμος χτίστηκε πάνω στη λογική της ομοφωνίας σε ό,τι αφορά τα μείζονα ζητήματα, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Γιατί; Διότι πρωτίστως θα έπρεπε να στηρίζει και το δικαίωμα των μικρών χωρών να έχουν μια δυσανάλογα ισχυρή φωνή. Το γεγονός ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κάθε χώρα μπορεί να έχει δικαίωμα αρνησικυρίας και να εμποδίζει τη λήψη αποφάσεων, δημιουργεί ένα πρόβλημα σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα, όπως ήταν, παραδοσιακά, η ισχύς της κάθε χώρας. Δυστυχώς κύριε Τσίμα, παρατηρούμε ότι υπάρχει μια μετάλλαξη. Δηλαδή βλέπετε, για παράδειγμα, ότι μέσα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, στο οποίο και εμείς θα συμμετέχουμε από 1η Ιανουαρίου...
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σε ωραία περίοδο μας έτυχε.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Καταπληκτική, θα σας πω μετά για αυτό. Βλέπετε ότι πλέον δεν είναι δυνατόν να ληφθούν αποφάσεις. Γιατί; Διότι σε ό,τι αφορά, παραδείγματος χάρη, τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ρωσία έχει δικαίωμα αρνησικυρίας. Άρα, αυτομάτως ο ένας από τους άμεσα εμπλεκόμενους παίκτες μπορεί να δημιουργήσει την απόλυτη εμπλοκή. Άρα, ενόσω το βέτο είχε στηθεί για να υποστηρίξει και τα δικαιώματα των μικρών, πλέον είναι το πιο ισχυρό όπλο των μεγάλων. Από 1η Ιανουαρίου του 2025 καθιστάμεθα μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ουσιαστικά, κύριε Τσίμα, καθιστάμεθα άμεσα συμμέτοχοι στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το διεθνές παγκόσμιο στερέωμα. Μια τεράστια ευθύνη αλλά και μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι εξελέγημεν εκεί σχεδόν παμψηφεί, με ένα ποσοστό το οποίο ήταν σχεδόν στο 100%. Αυτό αποδεικνύει τη διεθνή αποδοχή της χώρας μας και της διπλωματίας μας συν τω χρόνω. Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, αντιλαμβάνεστε ότι είναι η πιο δύσκολη εποχή και πραγματικά σκέφτομαι με δέος την μέρα που θα αναλάβουμε, κυρίως στο επίπεδο της ευθύνης. Διότι πλέον η λογική του ότι θα πρέπει να είμαστε ισορροπιστές δεν υπάρχει. Για μένα, ευτυχώς, κύριε Τσίμα, δεν υπήρχε ποτέ. Για μένα είναι σφάλμα αρχής το να προσπαθείς να διατηρείς ισορροπίες. Για μένα το να έχεις έναν Κανόνα, μια Αρχή στον τρόπο που ασκείς την εξωτερική πολιτική είναι η μεγαλύτερη διασφάλιση της συνέπειας, αλλά και η μεγαλύτερη Αρχή σε ό,τι αφορά την επαύξηση του διπλωματικού μας κεφαλαίου. Και σήμερα που μιλάμε, σας το λέω με κάθε αίσθηση φειδούς, αισθάνομαι ότι είμαστε στο καλύτερο σημείο που ήμασταν ποτέ σε ό,τι αφορά την διεθνή μας ισχύ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τώρα, καταλαβαίνω ότι παίζω με τα νεύρα των ακροατών που περιμένουν να αρχίσουμε να συζητάμε τι λέτε με το Φιντάν; Τι θα πείτε με τον Φιντάν; Πού πηγαίνουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις; Πόσο κοντά είμαστε σε μια λύση; Αλλά να μείνω λίγο ακόμη για μια ερώτηση, αν μου επιτρέπετε, στην κρίση στη Μέση Ανατολή. Επί της ουσίας τώρα, πέραν των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου που οι περισσότερες δυστυχώς αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Μεσανατολικό είναι σε κάποια καλάθια αχρήστων εδώ κι εκεί, επί της ουσίας, πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει λύση χωρίς λύση; Δηλαδή ότι μπορεί αυτή η κατάσταση να ηρεμήσει δια της επιβολής των όπλων, χωρίς να λυθεί αυτό που είναι στον πυρήνα του προβλήματος, οι σχέσεις Ισραήλ Παλαιστινίων, η θέση των Παλαιστινίων;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Νομίζω είναι απολύτως σαφές ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να βρεθεί κάποια διπλωματική λύση χωρίς να έχουμε μια οριστική λύση σε ό,τι αφορά το παλαιστινιακό ζήτημα, δηλαδή την ίδρυση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, το οποίο θα αποτελέσει και έναν πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, σε συνδυασμό με την ασφάλεια του ίδιου του Ισραήλ. Θέλω να σας πω το εξής, ότι αυτήν τη στιγμή το μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει σε ό,τι αφορά την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους, έχει να κάνει πρώτον με το ότι δεν αποδίδεται ένα πραγματικό και ρεαλιστικό όραμα στους Παλαιστινίους. Ξέρετε, πολλές φορές, στο παρελθόν, και μετά το 1967, έχουν γίνει προσπάθειες έτσι ώστε να υπάρξει οδικός χάρτης για την αναγνώριση Παλαιστινιακού κράτους. Εντούτοις, δεν ολοκληρώθηκαν οι προσπάθειες αυτές, με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχει πραγματική, ρεαλιστική, θα μου επιτρέψετε να πω, αμφιβολία, εάν πράγματι σήμερα μπορεί να υπάρξει ένα παλαιστινιακό κράτος. Πρέπει να δοθεί ένα πραγματικό, απτό όραμα στους Παλαιστινίους για την ίδρυση του δικού τους κράτους και θεωρούμε ότι αυτό πρέπει να δοθεί μέσα από τους Διεθνείς Οργανισμούς. Το δεύτερο και βασικό, κύριε Τσίμα, είναι ότι θα πρέπει να ενδυναμωθεί η ίδια η Παλαιστινιακή Αρχή, έτσι ώστε να αποτελέσει τη μετάβαση σε μια κρατική οντότητα της Παλαιστίνης. Το επιχείρημα που τίθεται διαρκώς από το Ισραήλ είναι ότι δεν υπάρχει μια προοπτική κυβερνησιμότητας της Παλαιστίνης, ακριβώς επειδή η Παλαιστινιακή Αρχή δεν έχει την νομιμοποίηση αλλά και την πραγματική δυνατότητα να ασκεί εξουσία. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να ενδυναμωθεί, να παρασχεθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη νομιμοποίηση στην Παλαιστινιακή Αρχή, έτσι ώστε την επόμενη μέρα της ίδρυσης του κράτους να υπάρχει και κυριαρχία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αν είχαμε την ευκαιρία να παίξουμε ένα ενεργότερο ρόλο σε αυτό, θα το παίζαμε ή καλύτερα να φυλάμε τα ρούχα μας;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Νομίζω ότι ήδη τον επιτελούμε. Οι περισσότερες πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αναληφθεί από την Ελλάδα, ξέρετε, κύριε Τσίμα. Δεν είναι γνωστό, και δεν είναι ανάγκη να γίνεται γνωστό, αλλά ήταν η Ελλάδα η οποία έθεσε το ζήτημα ότι θα πρέπει να υπάρχει κοινή αντιμετώπιση εκ μέρους Ευρωπαϊκής Ένωσης και αραβικού κόσμου. Εγώ πρότεινα την ίδρυση μιας κοινής ομάδας, μιας task force Υπουργών Εξωτερικών του αραβικού κόσμου και της Ευρώπης, η οποία μάλιστα λειτούργησε. Είχαμε την συνάντηση στη Νέα Υόρκη με υπουργούς Εξωτερικών, Ευρωπαίους και Άραβες, έτσι ώστε να υπάρχει μία συναντίληψη, αλλά να υπάρχει και μία ενιαία γραμμή, διότι, δυστυχώς, γίνονται πολλές παράλληλες δράσεις σε ό,τι αφορά τη διπλωματική επίλυση του Μεσανατολικού. Από την άλλη πλευρά, ήταν δική μας πρόταση να υπάρξει παροχή ισχυρής τεχνογνωσίας στην Παλαιστινιακή Αρχή για να μπορέσει να αναλάβει τα ηνία της Παλαιστίνης με θεσμικά μέσα. Και πράγματι αυτή ξεκινά την υλοποίησή της. Άρα, έχουν αναληφθεί πολλές πρωτοβουλίες από την Ελλάδα. Είμαι σαφής. Η άποψή μου είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει πολυμερής ελληνική διπλωματία, η οποία θα είναι απολύτως στηριγμένη στο Διεθνές Δίκαιο. Και από την άλλη πλευρά ενεργητική ελληνική διπλωματία. Η αδράνεια, κύριε Τσίμα, μπορεί να σου δημιουργεί μια αίσθηση ότι τα πράγματα πηγαίνουν καλά, δεν είναι κάτι όμως διαφορετικό από το να κρύβεις τα προβλήματα, τα οποία, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, θα έλθουν και θα έλθουν πολύ οξύτερα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου, ΣΚΑΪ 100,3. Ημερολόγιο με καλεσμένο τον Υπουργό Εξωτερικών, τον κύριο Γιώργο Γεραπετρίτη. Κάνατε υπομονή, φαντάζομαι. Στη συζήτηση του πρώτου μέρους, που για μένα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για το τι γίνεται στον κόσμο και τι θέση έχει η Ελλάδα σε αυτά που γίνονται στον κόσμο. Αλλά τώρα πρέπει να έρθουμε εδώ, στα πιο κοντινά μας και αυτά που είναι πιο συχνά και με μεγαλύτερη ένταση στην επικαιρότητα. Λοιπόν, συμπληρώνονται νομίζω 21 μήνες σε λίγο στο Αιγαίο, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, χωρίς μεγάλες εντάσεις, χωρίς παραβιάσεις, χωρίς εφ’ όπλου λόγχη. Και αυτό δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που λέει ότι δεν είναι καλό. Το ερώτημα είναι – από αυτό κερδίσαμε κάτι πέρα από την ησυχία μας;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Δεκαπέντε μήνες μετά την έναρξη του διαλόγου που ξεκίνησε στο Βίλνιους της Λιθουανίας…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κερδίσαμε την έναρξη του διαλόγου, συνεπώς…
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κερδίσαμε την έναρξη του διαλόγου. Ξέρετε, να έχουμε μια κοινή παραδοχή – όλοι όσοι είμαστε άνθρωποι της λογικής, δηλαδή του ορθού λόγου – ότι όταν συζητάς πάντοτε κάτι έχεις να πεις και κάτι έχεις να κερδίσεις. Εμείς που είμαστε πολύ της διαβουλευτικής σχολής, θεωρούμε πάντοτε ότι λύση δεν μπορεί να υπάρξει εάν δεν συζητήσεις. Και χωρίς λύση υπάρχει μόνο διαιώνιση προβλημάτων. Άρα, το ότι συζητάμε είναι σημαντικό, πρώτον. Δεύτερον, θέλω να σας πω το εξής, κύριε Τσίμα. Κατά τη διάρκεια των 15 μηνών που έχουμε εδραιώσει κανάλια επικοινωνίας σε πολλά επίπεδα με την Τουρκία, έχει υπάρξει μια πολύ βασική παραδοχή, ότι πάντοτε υπάρχουν εντάσεις. Εντάσεις μεταξύ δύο χωρών που έχουν ιστορικά βάρη και έχουν πράγματι ζητήματα, στα οποία οι θέσεις είναι διαμετρικά αντίθετες. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι οι εντάσεις θα υπάρξουν. Δουλεύουμε μέσω των καναλιών επικοινωνίας έτσι ώστε οι εντάσεις να μην γίνονται κρίσεις. Και η αλήθεια είναι ότι τους 15 αυτούς μήνες κρίση δεν έχουμε δει. Τρίτον, μου είπατε για ζητήματα απτά. Θα σας πω λοιπόν το εξής. Όταν για 15 μήνες και περισσότερο, δεν έχουμε παραβιάσεις του εναέριου χώρου, για την Ελλάδα είναι ζωτικό. Και είναι ζωτικό για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι εδραιώνει τη θέση της, τη νομική, την πολιτική, τη δικαιοπολιτική της θέση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και αυτό διότι οι παραβιάσεις που γίνονταν ήταν αδικαιολόγητες.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Ότι οι παραβιάσεις, οι οποίες γίνονταν, ήταν αδικαιολόγητες και από την άλλη πλευρά υπάρχει πάντοτε στις παραβιάσεις, οι οποίες θέλω να θυμίσω, ήταν εκατοντάδες την ημέρα. Μιλούμε για μία διαρκή κατάσταση αερομαχίας πάνω από το Αιγαίο, στις παλαιότερες συνθήκες, όπου αντιλαμβάνεστε ότι ο κίνδυνος ατυχήματος ενυπάρχει πάντοτε. Και ήμασταν να το πω έτσι απλά, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Κάθε μέρα οι Ένοπλες Δυνάμεις μας ήταν με το δάχτυλο στη σκανδάλη και αυτό είχε και μία αντανάκλαση και στην ηρεμία και στην κοινωνία. Άρα, έχουμε ήδη ησυχία. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας άριστος συντονισμός σε ό,τι αφορά το κομμάτι του μεταναστευτικού, πρωτίστως προς την κατεύθυνση του να μπορούν να διαρρηγνύονται τα κυκλώματα των διακινητών στην πηγή, στην Τουρκία, το οποίο δεν συνέβαινε στο παρελθόν και ήδη έχουμε πάρα πολλές συλλήψεις διακινητών στην Τουρκία. Δεν έχει εξαλειφθεί, βεβαίως, το πρόβλημα. Γιατί; Διότι πάντοτε οι διακινητές θα βρουν άλλους τρόπους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ναι, καλά, προφανώς δεν λύνεται το πρόβλημα. Το ερώτημα είναι αν σε αυτό το επίπεδο των μεταναστευτικών ροών με την Τουρκία έχουμε πετύχει το μέγιστο ή υπάρχουν πράγματα που ακόμη δεν λειτουργούν καλά; Γιατί ταυτόχρονα παρατηρούμε τον τελευταίο καιρό μία αύξηση ροών.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι μία αύξηση σε σχέση με ό,τι συνέβαινε το 2022 και 2023, που βεβαίως να σας θυμίσω ότι είναι πολύ ειδικές συνθήκες, γιατί ήταν κορωνοϊός και επέκεινα του κορωνοϊού. Όπως και να έχει το πράγμα, είναι πάρα πολύ λιγότερες οι ροές σε σχέση με την περίοδο πριν το 2020, πριν το 2019. Η αλήθεια όμως είναι ότι θα πρέπει να υπάρξουν και περισσότερα βήματα. Για παράδειγμα, δεν λειτουργούν επιστροφές. Η επιτήρηση θα μπορούσε να λάβει και έναν χαρακτήρα πιο λειτουργικό. Υπάρχουν πράγματα τα οποία μπορούν να γίνουν. Τώρα, αυτό, ξέρετε, δεν είναι κεκτημένο. Η σχέση καλής κατανόησης και στοιχειώδους ειλικρίνειας είναι αναγκαίο, αλλά όχι κεκτημένο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Προλάβατε την ερώτησή μου. Τώρα, πριν από αυτή την ερώτηση υπάρχει μια άλλη, η ερώτηση που σας κάνουν πολύ συχνά και την διαβάζουμε και στις πρώτες σελίδες κάποιων εφημερίδων. Τι τίμημα έχουμε πληρώσει για αυτούς τους 21 μήνες ηρεμίας και τους 15 μήνες διαλόγου; Κατηγορείστε ότι το τίμημα ήταν μια πιο υποχωρητική στάση σε περιόδους εντάσεων. Παράδειγμα η Κάσος και ό,τι συνέβη εκεί. Παράδειγμα, η επαναχάραξη των θαλασσίων πάρκων στο Αιγαίο πρόσφατα που έγιναν για να μην προκληθεί η απέναντι πλευρά.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η απάντηση σ’ αυτό είναι σαφής και κατηγορηματική. Και θα μου επιτρέψετε, κύριε Τσίμα, ότι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, γιατί είναι αντικειμενικά τα δεδομένα. Δεν είναι αξιολογικές κρίσεις, είναι μόνο αντικειμενικά. Έχω λοιπόν να πω τα εξής. Δεν υπήρξε καμία απολύτως υποχωρητικότητα. Σε ό,τι αφορά την Κάσο, εκείνο το οποίο συνέβη είναι τα τουρκικά πολεμικά πλοία, τα οποία ήρθαν γιατί η Τουρκία επικαλείται αξιώσεις από το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο που, ανεξαρτήτως αν είναι παράνομο και ανυπόστατο, παράγει κατά την Τουρκία αξιώσεις. Αυτό που συνέβη στην Κάσο είναι ότι τα πλοία, τα πολεμικά, τα τουρκικά, απεχώρησαν, δεν αναγνωρίστηκε καμία αξίωση της Τουρκίας και ολοκληρώθηκε 100% η έρευνα, η οποία είχε προσδιοριστεί σε σχέση με την πόντιση του ηλεκτρικού καλωδίου. Άρα, έγινε η δουλειά χωρίς να υπάρξει κανένα τίμημα. Στα θαλάσσια πάρκα, εκείνο το οποίο συντελείται αυτή τη στιγμή είναι η μελέτη σε ό, τι αφορά το κομμάτι της χάραξης των ορίων, τα οποία όρια γίνονται επί τη βάσει επιστημονικών, περιβαλλοντικών κριτηρίων. Δεν είναι γεωπολιτικά τα κριτήρια, κύριε Τσίμα, και γι’ αυτό το λόγο την εργασία αυτή την πράττουν ειδικοί επιστήμονες στο Υπουργείο Περιβάλλοντος. Καμία απολύτως υποχώρηση δεν πρόκειται να υπάρξει, ούτε υπήρξε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Υποχώρηση σε σχέση με τι; Δηλαδή, από τη στιγμή που δεν έχουμε χαράξει τα όρια των θαλασσίων ζωνών, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, υποχωρούμε από τι; Από το θεωρητικό μας δικαίωμα στη θάλασσα ή από το υπαρκτό δικαίωμα στη θάλασσα;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η ερώτησή σας είναι πάρα πολύ ευφυής, κύριε Τσίμα. Αυτή τη στιγμή έχουμε τα δικαιώματά μας, τα οποία πηγάζουν από το Διεθνές Δίκαιο. Τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, δηλαδή η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη είναι δικαιώματα τα οποία εν πολλοίς είναι δυνητικά, όταν δεν έχει υπάρξει χάραξη μεταξύ παρακείμενων ή αντικείμενων κρατών, πράγμα το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι εμείς έχουμε κάνει την οριοθέτησή μας με την Αίγυπτο στην ευρύτερη περιοχή. Απομένει να υπάρξει περαιτέρω οριοθέτηση με τις άλλες γειτονικές χώρες, μεταξύ των οποίων κυρίως η Τουρκία, με την οποία έχουμε γειτονία και στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.
Είναι αναγκαίο να υπάρξει αυτή η οριοθέτηση. Ξέρετε, κύριε Τσίμα, η ηρεμία η οποία υπάρχει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στο Αιγαίο και την Ανατολική Ευρώπη, είναι μία ηρεμία, η οποία στηρίζεται πρωτίστως στη δυνατότητα διαλόγου που υπάρχει με την Τουρκία και βεβαίως σε μία διάθεση να μην ταραχθούν τα ζητήματα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Οι άνθρωποι, όμως, που έχουν παρακολουθήσει αυτά τα πράγματα στον χρόνο λένε ότι, όσο ωραίο κι αν είναι αυτό το διάλειμμα ηρεμίας, όσο ο πυρήνας του προβλήματος – στον οποίο έχουν προστεθεί και άλλα προβλήματα και είναι ένας πυρήνας που έχει γίνει πια πελώριος, ο οποίος εκκρεμεί από το 1975, από την πρώτη φορά που ο Καραμανλής συνάντησε τον Demirel – αν δεν λυθεί αυτό, η κρίση μπορεί να επανέλθει ανά πάσα στιγμή, εάν η άλλη πλευρά έχει συμφέρον ή κίνητρο να την προκαλέσει.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι ακριβές. Αυτή τη στιγμή η ηρεμία δεν είναι επίπλαστη, αλλά δεν είναι διασφαλισμένη. Και τούτο διότι υφίσταται η υποκείμενη μείζων διαφορά, η οποία είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Όσο υφίσταται αυτή η εκκρεμότητα, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι πάντοτε υπάρχει κίνδυνος να διολισθήσουμε σε εντάσεις και κρίσεις. Γιατί, κύριε Τσίμα; Διότι στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικές υποκείμενες θέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Εμείς επιμένουμε στη δική μας θέση. Η Τουρκία επιμένει στη δική της μαξιμαλιστική θέση. Με ρωτούν “Μα πώς είναι δυνατόν να συζητάτε όταν η Τουρκία δεν έχει υπαναχωρήσει από τις βασικές θέσεις που έχει σε σχέση με την οριοθέτηση;” Μα η απάντηση είναι απλή: δεν περιμέναμε ότι η Τουρκία θα υπαναχωρήσει από τις θέσεις αυτές από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι αυτονόητο αυτό. Θα ήμασταν απολύτως αιθεροβάμονες. Όταν όμως καθίσουμε στο τραπέζι, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Τότε αντιλαμβανόμαστε ότι θα τεθούν τα ζητήματα σε επίπεδο πρωτίστως τεχνικό. Ό,τι προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο. Άρα, ναι, είναι όπως το είπατε. Εάν δεν λυθεί η μεγάλη μας διαφορά, αυτή της οριοθέτησης, τότε μακροπρόθεσμη ειρήνη και ευημερία δεν πρόκειται να υπάρξει στην περιοχή μας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αισθάνεστε ότι είμαστε κοντά στο να αρχίσει αυτό, να αρχίσει, έστω ως διαδικασία; Γιατί καταλάβαμε ότι στην επόμενη επίσκεψη του ομολόγου σας, του κυρίου Φιντάν, στην Αθήνα, θα μπει στο τραπέζι.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η ερώτησή σας έχει δύο σκέλη. Έχει ένα σκέλος πραγματικού, αν είμαστε όντως κοντά στο να οριοθετήσουμε, και ένα δεύτερο στοιχείο, εάν πρέπει να πάμε σε οριοθέτηση. Να ξεκινήσω από το δεύτερο. Η απάντηση η δική μας είναι ότι θα πρέπει να το συζητήσουμε. Και αν με ρωτάτε γιατί πρέπει σήμερα να το συζητήσουμε - γιατί είναι ένα ερώτημα το οποίο το ακούω συχνά και είναι ένα εύλογο ερώτημα – η απάντηση είναι η ακόλουθη και στηρίζεται εν μέρει και στα ιστορικά δεδομένα. Όπως σωστά είπατε, από το 1975 είχε ξεκινήσει μία συζήτηση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η συζήτηση αυτή έχει πάρει πιο θεσμικό χαρακτήρα. Από το 2002 στην πραγματικότητα και μετά έχουμε μία σειρά από διερευνητικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών με αυτό το αντικείμενο, με το αντικείμενο της οριοθέτησης. Κύριε Τσίμα, ξέρετε πόσοι γύροι διερευνητικών επαφών, δηλαδή κύκλοι συζητήσεων, έχουν γίνει για την οριοθέτηση; 64. Σε 20 χρόνια έχουμε 64…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εσείς συνεχίζετε από εκεί ή αρχίζετε από την αρχή…
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θα σας πω αμέσως. Έχουμε 64 κύκλους διερευνητικών επαφών. Και τίθεται το πραγματικό ερώτημα. Στα 20 αυτά χρόνια, που είχαμε έναν τόσο μεγάλο αριθμό διερευνητικών επαφών, έχει κερδίσει κάτι η Ελλάδα ή έχουμε φτάσει λίγο κοντύτερα στην οριοθέτηση; Η απάντηση είναι όχι και στα δύο. Γιατί κάθε φορά που τελείωνε ένας κύκλος, λυπούμαι που το λέω, αλλά διαπιστώναμε ότι, αν όχι ότι βρισκόμασταν σε χειρότερη θέση, ότι παραμέναμε στάσιμοι. Το αποτέλεσμα είναι ότι συν τω χρόνω οι τουρκικές αξιώσεις έχουν μεγαλώσει, έχουν παγιωθεί και έχουν γίνει πολύ πιο έντονες οι πιέσεις που ασκούνται. Άρα, είμαστε σε ένα χειρότερο σημείο. Σήμερα λοιπόν που μιλάμε, η απάντηση είναι η ακόλουθη: ότι θέλουμε να πιάσουμε το νήμα με μία εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Η προσέγγιση αυτή θα στηρίζεται στο ότι έχουμε μία αμοιβαία κοινή κατανόηση, έχουμε μία πολιτική βούληση να μπούμε στην ουσία αυτού του δύσκολου ζητήματος και, πάνω από όλα, ότι θα πρέπει η επίλυσή του να γίνει επί τη βάσει των τεχνικών κριτηρίων που καθορίζει το Διεθνές Δίκαιο. Αν είμαστε κοντά; Η απάντηση είναι ότι ακόμη δεν είμαστε κοντά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Άρα δεν περιμένετε, για να το πω πρακτικά, ότι θα έρθει ο κύριος Φιντάν εδώ σε λίγες εβδομάδες και φεύγοντας θα εκδοθεί ένα ανακοινωθέν που θα λέει ξεκινάμε, μπαίνουμε στην επόμενη φάση της τεχνικής διαπραγμάτευσης.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ : Η απάντηση είναι ότι δεν θα γίνει αυτό. Αυτήν τη στιγμή, η εντολή που έχουμε λάβει από τους δύο ηγέτες είναι να διερευνήσουμε, με τον Τούρκο ομόλογό μου, εάν είναι δυνατόν να έχουμε ένα κοινό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η συζήτηση για την οριοθέτηση. Τι εννοώ “κοινό πλαίσιο”; Να συμφωνήσουμε, πρώτα απ’ όλα, ποιο είναι το εύρος της συζήτησης, που για μας παγίως είναι ένα και μόνο – οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας. Και το δεύτερο είναι ότι εφαρμόζεται απαρεγκλίτως το Διεθνές Δίκαιο. Εάν συμφωνήσουμε σε αυτές τις βασικές παραδοχές, που συνιστούν γενικές αρχές, μαζί με άλλα, διαδικαστικά ζητήματα, όπως ποια θα είναι η σύνθεση, ποιο θα είναι το χρονοδιάγραμμα κ.λπ., τότε, και μόνον τότε, θα πάμε στους ηγέτες για να λάβουμε την ειδική εντολή, να πάμε σε αυτό που θα λέγαμε “επί των χαρτών”, δηλαδή να δούμε πάνω στον χάρτη ποια θα είναι η οριοθέτηση αυτή. Ακόμα βρισκόμαστε σε ένα εντελώς προκαταρκτικό στάδιο. Είναι όμως πολύ σημαντικό το στάδιο αυτό, γιατί αν δεν έχουμε κοινή κατανόηση, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Και θα σας πω με μία λέξη γιατί θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή είναι κατάλληλες οι συνθήκες. Είναι κατάλληλες οι συνθήκες, κύριε Τσίμα, κατά την άποψή μου - και αυτό το λέω όχι μόνο ως προϊστάμενος, στην παρούσα συγκυρία, της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και ως Έλληνας πολίτης - διότι αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα έχει ένα διεθνές κεφάλαιο που έχει αναπτύξει συν τω χρόνω, το οποίο είναι πιο ισχυρό από ποτέ. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε είμαστε το παλαιότερο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ευρύτερη περιοχή. Είμαστε, από 1η Ιανουαρίου, μέλος του ισχυρότερου φορέα χάραξης διεθνούς στρατηγικής, αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Είμαστε αυτή τη στιγμή εν μέσω μεγάλων στρατηγικών συμμαχιών. Έχουμε ένα κεφάλαιο και μπορούμε και συζητούμε με όλους. Όταν βρίσκεσαι σε μία πολύ ισχυρή διπλωματική θέση, τότε είναι η ώρα να συζητάς για τα μεγάλα και τα δύσκολα. Και αυτή η κυβέρνηση, θα μου επιτρέψετε να το πω, έχει αποδείξει ότι είναι για τα μεγάλα και τα δύσκολα. Έχει τη γνώση, έχει τη φρόνηση, έχει την πολιτική βούληση να προχωρήσει στα δύσκολα. Εγώ αισθάνομαι, κύριε Τσίμα, και το λέω με ταπεινότητα αυτό, ένα μεγάλο χρέος απέναντι στις επόμενες γενιές. Αυτήν τη στιγμή, βρισκόμαστε μπροστά σε μία δύσκολη παγκόσμια συγκυρία. Πρέπει να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να ελαχιστοποιούμε τους κινδύνους. Το έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα, μολονότι έχουμε στη γειτονιά μας δύο τεράστιους πολέμους που δεν έχει γνωρίσει η μεταπολεμική εποχή. Παρά ταύτα, βρισκόμαστε σε μία σχετική ησυχία. Δεν αντέχουμε περαιτέρω εντάσεις και οι επόμενες γενιές θα πρέπει να έχουν ένα κεφάλαιο ηρεμίας και ευημερίας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δύο ερωτήσεις. Πρώτη, εάν υπάρχει το σενάριο: κάποια στιγμή λοιπόν εισηγείστε στους ηγέτες των δύο χωρών “Πάμε παρακάτω”. Ο Μητσοτάκης λέει στον Ερντογάν “Ξεκινάμε τη διαπραγμάτευση, να συντάξουμε συνυποσχετικό, να πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο να μας ορίσει τις θαλάσσιες ζώνες μας, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα”. Και ο Ερντογάν του λέει “Ναι, αλλά στη συζήτηση πρέπει να βάλουμε και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών σας. Πρέπει να βάλουμε και ένα-δύο άλλα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν εμάς”. Αυτό δεν θα μπλοκάρει εξ αρχής τη συζήτηση; Έχετε άμυνα σε αυτό;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η απάντηση είναι σαφής. Δεν πρόκειται ποτέ να συναινέσουμε στο να τεθούν ζητήματα κυριαρχίας είτε στον διάλογο είτε στην κρίση διεθνούς δικαιοδοσίας. Και όταν λέω ζητήματα κυριαρχίας, εννοώ τα χωρικά ύδατα, τη δομή των ενόπλων δυνάμεων, το πώς η Ελλάδα φέρεται σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών. Ζητήματα κυριαρχίας είναι εκτός συζήτησης. Άρα, ήδη, ένα τέτοιο ζήτημα θα ήταν λόγος για να σταματήσουμε την περαιτέρω συζήτηση. Ξέρετε, κύριε Τσίμα, βρισκόμαστε τώρα ανάμεσα σε δύο δρόμους. Είτε θα αποφασίσουμε να διαβούμε το Ρουβίκωνα, να έχουμε μία κοινή κατανόηση, να έχουμε μία πολύ πιο οραματική προσέγγιση για να λύσουμε τα προβλήματά μας για μακρά περίοδο, μπαίνοντας στα δύσκολα, είτε να προσπαθήσουμε συντηρητικά να διατηρήσουμε αυτό το καλό επίπεδο ειλικρινούς επικοινωνίας, το οποίο έχουμε χτίσει. Το δεύτερο είναι ικανοποιητικό. Το πρώτο θα ήταν το ιδανικό αν μπορούσαμε να το καταφέρουμε. Η στιγμή είναι σημαντική. Και νομίζω ότι είναι χρέος μας, αν μη τι άλλο, να αξιολογήσουμε τη δυνατότητα. Αυτό το χρωστάμε και στην παρούσα και στις επόμενες γενιές.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Επιστροφή και επίλογος στο σημερινό Ημερολόγιο. Φτάσαμε στα όρια του χρόνου γιατί ξεχειλώσαμε τον χρόνο, αλλά ακούγοντάς σας προηγουμένως έχω μόνο μια ερώτηση ακόμη, κύριε Υπουργέ, κύριε Γεραπετρίτη. Λέει συχνά ο Ευάγγελος Βενιζέλος, το επανέλαβε πρόσφατα εδώ, ότι η ελληνική πολιτική ζωή πάσχει από το σύνδρομο της Ζυρίχης. Δηλαδή το σύνδρομο που λέει ότι όποιος αγγίξει ή προσπαθήσει να λύσει ένα από τα εθνικά θέματα, αυτομάτως παίρνει επάνω του, στο πέτο του, την ταμπέλα του μειοδότη, του μειωμένου εθνικού φρονήματος, αν όχι του προδότη. Και αυτό το σύνδρομο παραλύει το ελληνικό πολιτικό σύστημα συχνά. Εσείς θεωρείτε ότι έχετε απαλλαγεί από αυτό το σύνδρομο;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Όχι. Θεωρώ ότι το φέρω κάθε μέρα. Και η απάντηση, κύριε Τσίμα, είναι η ακόλουθη. Όταν εγώ ανέλαβα το Υπουργείο Εξωτερικών, όλες οι εισηγήσεις, ακόμη και από τους φίλους μου, από τους δικούς μου ανθρώπους, ήταν να μην ασχοληθώ με τα ελληνοτουρκικά και να μην ασχοληθώ με το Κυπριακό.
Γιατί, κύριε Τσίμα; Διότι στην περίπτωση αυτή μόνο να χάσεις έχεις και όχι να κερδίσεις ως άνθρωπος. Από την άλλη πλευρά, εγώ θέλω να σας πω ότι αισθάνομαι ένα χρέος, ένα ηθικό χρέος απέναντι στους Έλληνες πολίτες. Τα θέματα αυτά να μπορέσουμε να τα αγγίξουμε επιτέλους. Ήδη για το Κυπριακό είχαμε μια μεγάλη εξέλιξη. Και θέλω να πω τη μεγάλη μου ικανοποίηση, διότι για 15 μήνες έχουμε αναλώσει στο Υπουργείο Εξωτερικών τεράστια προσπάθεια για να μπορέσουμε να φέρουμε στο τραπέζι της συζήτησης τους τουρκοκυπρίους και να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις, κάτι που πριν από ενάμιση χρόνο φαινόταν απολύτως αδύνατο, κύριε Τσίμα. Τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξέλιξη που δεν δημιουργεί κατ’ ανάγκη συνθήκες αισιοδοξίας ότι θα λυθεί το ζήτημα. Όμως, που συνιστά μια σοβαρή αναβάθμιση σε ό,τι αφορά τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Και να σας πω και κάτι; Αν είναι να αφήσω μια μεγάλη παρακαταθήκη για τη χώρα μου, για τις επόμενες γενιές, να είναι μια γειτονιά, η οποία θα είναι ήρεμη, μια Ελλάδα της αυτοπεποίθησης, της σταθερότητας και της υπερηφάνειας, ας χαρακτηριστώ και μειοδότης.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ήθελα να σας ρωτήσω για το επιτελικό κράτος με το οποίο έχετε συνδέσει το όνομά σας, αλλά τώρα δεν μας παίρνει ο χρόνος. Θα κάνουμε άλλη φορά τέτοια συζήτηση, αν έχετε το χρόνο και τη διάθεση. Σας ευχαριστώ πολύ.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Ήταν μεγάλη μου χαρά.
4 Οκτωβρίου, 2024