Άρθρο Υπουργού Εξωτερικών, Γ. Κατρούγκαλου, στην εφ/δα «ΤΑ ΝΕΑ» (18.06.2019)
« Με ενότητα και αυτοπεποίθηση απέναντι στις προκλήσεις
Η αναβάθμιση των προκλήσεων της Τουρκίας στην Κύπρο και η συνεχιζόμενη ένταση στο Αιγαίο δεν φανερώνουν δύναμη, αλλά αδυναμία. Οι Έλληνες δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις εξελίξεις αυτές με αίσθημα φόβου ή οργής, αλλά με ψυχραιμία και αυτοπεποίθηση. Είναι αλήθεια ότι η τουρκική πολιτική έχει διαχρονικά στοιχεία ηγεμονισμού, που αντανακλούν όχι μόνον αναμνήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και τη σημαντική ενίσχυση της οικονομίας της Τουρκίας επί Προέδρου Ερντογάν, που οδήγησε στην είσοδό της στους G20. Επιχειρεί διαχρονικά να διαδραματίσει ρόλο ισχυρής περιφερειακής δύναμης και να καταστεί ηγεμονική στο μουσουλμανικό κόσμο. Όμως, οι φιλοδοξίες της αυτές δεν λαμβάνουν συχνά υπόψη ούτε την ανάγκη της διατήρησης των πολυδιάστατων ισορροπιών στην περιοχή, ούτε τις αρχές της πολυμέρειας και της διεθνούς νομιμότητας. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής είναι ότι βρίσκεται σε πορεία αυξανόμενης αποξένωσης από τη Δύση, τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και σημαντικές δυνάμεις του αραβικού κόσμου.
Παράλληλα, σταθερό χαρακτηριστικό της τουρκικής πολιτικής έναντι της πατρίδας μας παραμένει η στρατηγική αναθεωρητισμού, έναντι των διεθνών συνθηκών και ιδίως του δικαίου της θάλασσας. Διαχρονικά, η γείτων αισθάνεται ότι ασφυκτιά υπό τους κανόνες του διεθνούς δικαίου για τα χωρικά ύδατα, τον εναέριο χώρο και την οικονομική εκμετάλλευση της θάλασσας και, αν μπορούσε, θα επέβαλλε πολιτική διαπραγμάτευση, υπό το κράτος της απειλής ισχύος, για να τους αντικαταστήσει. Στο πλαίσιο αυτό, συνεχίζει να συντηρεί καθεστώς έντασης, με έμπρακτες τακτικές αμφισβήτησης του εναέριου ή θαλάσσιου χώρου μας και με την απειλή γεωτρήσεων στην Κυπριακή ΑΟΖ. Η τακτική αυτή επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα που θα αξιοποιηθούν, είτε στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης, στην οποία θα συρόταν η Ελλάδα μετά, π.χ., ένα θερμό επεισόδιο, είτε ενώπιον ενός διεθνούς δικαστηρίου, με επίκληση της διαμόρφωσης, τάχα, μιας μακροχρόνιας, νόμιμης πρακτικής, μέσω τετελεσμένων γεγονότων, όπως αυτά των επαπειλούμενων γεωτρήσεων.
Τι έχει αλλάξει και καθιστά ολοένα και πιο αλυσιτελή την τακτική αυτή; Η συστηματική και συγκροτημένη διπλωματική προσπάθεια Ελλάδας και Κύπρου έχει αναδείξει με ενάργεια την παντελή έλλειψη νομιμότητας παρόμοιων κινήσεων και έχει διαμορφώσει μία νέα διπλωματική πραγματικότητα.
Ειδικότερα, η οριοθέτηση της Κυπριακής ΑΟΖ με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και η αδειοδότηση οικοπέδων σε μεγάλες πολυεθνικές συνέβαλαν καθοριστικά στη θωράκιση των κυπριακών θέσεων. Παράλληλα, με συντονισμένες ενέργειες πετύχαμε την ευαισθητοποίηση της EE στα θέματα αυτά, την ενίσχυση της αλληλεγγύης μέσω της ελληνικής πρωτοβουλίας των Med7 και την αναβάθμιση της στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, αλλά και την ενίσχυση των τριμερών σχημάτων στρατηγικής συνεργασίας που έχουμε αναπτύξει στην περιοχή, κατ' εξοχήν με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Μάλιστα στο τελευταίο, που προωθεί τον νέο αγωγό East Med, συμμετέχουν πλέον και οι ΗΠΑ. Η συστηματική αυτή συνέργεια Ελληνικής και Κυπριακής Δημοκρατίας έχει αποδώσει πολλαπλούς καρπούς: οι αποφάσεις τόσο του Ευρωκοινοβουλίου, όσο, κυρίως, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Μαρτίου του 2018, για πρώτη φορά ρητά και με σαφήνεια προσδιορίζουν τις προαναφερθείσες τουρκικές ενέργειες στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο ως παραβιάσεις της διεθνούς νομιμότητας.
Συνεπώς, η συνέχισή τους όχι μόνον δεν αποφέρει όφελος στην Τουρκία για τη δημιουργία τετελεσμένων, όχι μόνον δεν της επιτρέπει να γκριζάρει περιοχές, αλλά την εκθέτει ως κράτος που προκαλεί αποσταθεροποίηση και εντείνει την απομόνωσή της. Σημαντικό παράγοντα αποτροπής αποτελεί και η γενικότερη αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας μας και της ανάδειξής της σε πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, ιδιαίτερη σημασία είχε και η προώθηση μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής προώθησης των σχέσεων με τη Ρωσία και χώρες της Μέσης Ανατολής. Το πόσο υψηλά είναι το διεθνές κύρος της Ελλάδας φαίνεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Ομπάμα διάλεξε την πατρίδα μας για την τελευταία, ιστορική του ομιλία και ο Πρόεδρος Μακρόν για την πρώτη σημαντική ομιλία του για την Ευρώπη. Η χώρα μας ακολουθεί παγίως εξωτερική πολιτική που βασίζεται στον σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει ενδοτικότητα. Αποκρούουμε σταθερά κάθε απόπειρα αναθεωρητισμού και επιμένουμε στην επίλυση των διαφορών μέσω του διαλόγου. Σε ό,τι όμως αφορά τις σχέσεις των κρατών δεν αρκεί το δίκαιο, αν δεν βασίζεται στη διπλωματική ισχύ. Για τον λόγο αυτό, συντονίζουμε τον βηματισμό μας με την Κύπρο, ώστε τα κυριαρχικά δικαιώματα της τελευταίας να μην απειληθούν στο παραμικρό, επιδιώκοντας να υπάρξει σαφές ευρωπαϊκό μέτωπο υπέρ της νομιμότητας. Να επιβεβαιωθεί ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου στην ΑΟΖ της, αποτελούν και κυριαρχικά δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κρίσιμο προς την κατεύθυνση αυτή είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο τέλος της εβδομάδας.
Παράλληλα, επιδιώκουμε την αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο, που εγκυμονεί κινδύνους ατυχήματος, με συνέχιση της συζήτησης για την εφαρμογή των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που έχουν συμφωνηθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι μάλιστα παράδοξο ότι όσοι κατηγορούν τον Πρωθυπουργό ότι με τη σύγκληση του ΚΥΣΕΑ αύξησε, τάχα, την ένταση στην περιοχή, είναι συνήθως οι ίδιοι που μας ασκούσαν κριτική για τη συνέχιση του διαλόγου για τα MOE, που αποσκοπούν ακριβώς στην εκτόνωσή της.
Ο Πρόεδρος Ερντογάν, στην επίσκεψή του στην Αθήνα, είχε διακηρύξει ότι η ειρήνη με την Ελλάδα έχει μεγαλύτερη αξία από κάθε άλλη. Μένει να δούμε αν το εννοεί. Η Ελλάδα είναι μια κατ' εξοχήν φιλειρηνική χώρα, που επιδίωξε σταθερά και παρά τις μεγάλες δυσκολίες τον διάλογο και τη συνεργασία με τη γείτονα, στη βάση του διεθνούς δικαίου και του αμοιβαίου σεβασμού. Προώθησε την ανταλλαγή επισκέψεων στο πιο υψηλό επίπεδο. Δούλεψε σκληρά για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στο Κραν Μοντανά.
Επεδίωκε και επιδιώκει, όπως και η Κυπριακή Δημοκρατία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας της με την Τουρκία. Βρήκε μετά από εντατικές και δύσκολες συνομιλίες κοινούς τόπους με τη γείτονα για τη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών στο Αιγαίο, μια κρίση στην οποία και οι δύο χώρες μας επωμίζονται τεράστιο βάρος. Η Ελλάδα επιδιώκει τον διάλογο, αλλά δεν παραχωρεί τίποτα που της ανήκει, βάσει του διεθνούς δικαίου. Με σοβαρότητα, νηφαλιότητα, αυτοπεποίθηση και εθνική ομοψυχία δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε.»